Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)
© (Ατελών ποιημάτων)
Ρενάτα Λαβανίνι, Εκδ. Ίκαρος
Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα Ωνάση)
Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών
Απ’ τες δεκάμισι ήτανε στο καφενείον, και τον περίμενε σε λίγο να φανεί. Πήγαν μεσάνυχτα — και τον περίμενεν ακόμη. Πήγεν η ώρα μιάμιση· είχε αδειάσει 5 το καφενείον ολοτελώς σχεδόν. Βαρέθηκεν εφημερίδες να διαβάζει μηχανικώς. Απ’ τα έρημα, τα τρία σελίνια του έμεινε μόνον ένα: τόση ώρα που περίμενε ξόδιασε τ’ άλλα σε καφέδες και κονιάκ. 10 Κάπνισεν όλα του τα σιγαρέτα. Τον εξαντλούσε η τόση αναμονή. Γιατί κιόλας μονάχος όπως ήταν για ώρες, άρχισαν να τον καταλαμβάνουν σκέψεις οχληρές της παραστρατημένης του ζωής. 15 Μα σαν είδε τον φίλο του να μπαίνει — ευθύς η κούρασις, η ανία, οι σκέψεις φύγανε. Ο φίλος του έφερε μια ανέλπιστη είδησι. Είχε κερδίσει στο χαρτοπαικτείον εξήντα λίρες. Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νιάτα, 20 η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους, δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου. Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης πήγαν — όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους 25 (όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια): σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό, σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν. Και σαν σωθήκαν τ’ ακριβά πιοτά, 30 και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες, στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς. [1927*]
|