Χριστούγεννα, ω! Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια,
του Χριστιανού λατρείες, αγάπες των τραγουδιστών,
Θαβώρ η φάτνη, ανοίγουν τα επουράνια,
του Χριστού, τ’ αϊ-Βασίλη, των Φωτών,
5 του νοικοκύρη γνοιάσιμο, γλεντοκόπι του εργάτη,
χαρούδια του ακαμάτη,
ο μενεξές από κρυφό σταλμένος Μάη, κορόνα
στο μέτωπο του σκέλεθρου χειμώνα,
εκεί που του χρυσάνθεμου η κορμοστασιά,
10 δίνει σα μια φανταχτερή στο περιβόλι αλυγισιά·
έρμη, δαρμένη από τις μπόρες η αμμουδιά,
κι από το τζόγο ο χαρτοπαίχτης…
Τα παιδιά!
Ω των παιδιών όνειρα, πόθοι, των παιδιών
τα θάμπη στους χορούς μπροστά των παιγνιδιών,
15 (ω ξένα, γλώσσα, όνομα, εσύ, Κλαρτέ, Ραχήλ, ω βιβλικοί
καρτερεμοί, στο ηλιόγερμα του σύγνεφου ροδογραμμή…)
—Δέρνετ’ ένας λαός ξεριζωμένος
γερός του αντίλαλος ξεσπά, νά ο ποιητής!
Σκορπίζει το τραγούδι του στο αραχνιασμένο Γένος
20 ἐπὶ τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλῶνος!
Όπου δεν έρχεται ο κριτής κι ο εκδικητής
στο τρεμοσάλεμα των όλων ένας πόνος
του ψάλτη ο πόνος, μόνος
ξαλαφρωτής.
25 Χριστούγεννα, ω! και Αρχιχρονιά και Θεοφάνια,
των πιστών εκκλησιάσματα, τραγούδια των ποιητών,
Θαβώρ η φάτνη, ανοίχτε, βάθη ουράνια,
παραμερίζει ο κάματος, ω! στον
ήλιο τον αττικό, Θεέ! μόλεμα το ψύχος!
30 Ταίρι και τέλος ας το βρει ο ατέλειωτός μου στίχος.
|