Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το τραγούδι του τρελού

Στον Αριστομένη Προβελέγγιο

Καλοί μου ανθρώποι, ακούστε με, κακός δεν είμαι, ελάτε, σιγά, να σας τα πω. Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε· δεν έφταιξα, πονώ.

5 Στο σταυροδρόμι είχα σταθεί, στην πέτρα είχα καθίσει για να ξεκουραστώ. Με τα οπαλένια χέρια της έσπερνε γιούλια η δύση κατά τον Υμηττό.

Τα παλικάρια, οι λυγερές, αδιάκοπα μπροστά μου 10 περάσματα. Γιορτή. Και το βιολί μου φάνταζε παρατημένο χάμου σαν άρρωστη ψυχή.

Κι εγώ ημουν ο παράξενος, ο λαλητής ο πλάνος, και σαν εμέ, κανείς. 15 Για τούτους ήμουν ο τρελός, για κείνους ο ζητιάνος, για σας ο αδικητής.

Κι οι γνωριμιές μου αφρόντιστα και αγνώριστα γυρίζαν και όλοι, όλοι βιαστικά· χαμογελούσαν οι όμορφες εκεί που μ’ αντικρίζαν, 20 καταφρονετικά.

Συρμένη από τη θύμηση του μουσικού βιολιού μου κι αν κάποτε καμιά γύρευε σάμπως να σταθεί, τ’ άγριου θολού ματιού μου την έδιωχνε η φωτιά.

25 Κάτι έκρυβα στο λογισμό, στην όψη έδειχνα κάτι που μάκραινε γοργούς το νιο τον ανοιχτόκαρδο, την κόρη τη δροσάτη και ξένους και δικούς.

Και πέρασε. Με πλεύρωσε και σα σε δέηση στάθη 30 και σα γονατιστή· κι ήρθε σα να ’θελε από με να μάθει και να πάθει, και σαν ανατολή.

Έπαιζε με τον πέπλο της φιλώντας το κορμί της τ’ αγέρι του βραδιού. 35 Τ’ ανάβλεμμά της χάιδεμα της νιότης· η φωνή της ρυθμός του τραγουδιού.

Και ντροπαλή και πρόσχαρη και θαρρεμένη· η χάρη της κερασιάς που ανθεί, του χωραφιού στεφάνωμα και του Μαγιού καμάρι, 40 προτού να τρυγηθεί.

Σαν ήρθε, γιατί έφυγε; και ποιός θα σε χωρίσει του αποσπερίτη φως από το βράδυ που φωτάς; Και είχε τα ρόδα η δύση, τα γιούλια ο Υμηττός.

45 Ποιό χέρι μού την άρπαξε; Θεός την είχε στείλει; Δεν έφταιξα. Πονώ. Δίψα το στόμα μου έκαιγε. Μου δρόσισε τα χείλη μιας θείας πηγής νερό.

Τ’ αχνάρια από τα πόδια της, φωτίσματα καινούρια, 50 πίσω της τρέχω, εκεί τρέχω, όλο τρέχω, ξέσκισα τη σάρκα στα παλιούρια και μάτωσα τη γη.

Πέστε μου, πού είμαι; στο βουνό; στην πολιτεία; στον κάμπο; Τρελός δεν είμαι εγώ. 55 Καλοί μου ανθρώποι, ακούστε με. Σπίτι, άνοιξέ μου, νά μπω, κήπε, σε λαχταρώ.

Το ξέρω, νά το σπίτι, νά! μπήκε απεκεί, την είδα, μα η πόρτα του κλειστή. Το ’φερα γύρω ολονυχτίς το σπίτι, ψεύτρα ελπίδα, 60 και μ’ ήβρε εδώ κι η αυγή.

Σκυλιά, και με δαγκώσανε, γειτόνοι, και με πήραν για κλέφτη, για φονιά· και βάρδιες, και ξυπνήσανε· και δούλοι, και με δείραν, Θεέ μου! τί απονιά!

65 Κλέφτης δεν είμαι ούτε φονιάς. Καλοί μου ανθρώποι, ελάτε, σιγά, να σας τα πω. Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε, τον ορφανό! Πονώ.

Το φράχτη σύντριψα, στον κήπο μπήκα, τα πουλιά της 70 τα ξάφνισα, κι εκεί φίλησα τ’ άνθη στη βραγιά, στη γη το πάτημά της. Κρίμα είν’ αυτό, κριτή;

Ήρθα να ιδώ τον ίσκιο της από το παραθύρι πριν σβήσει το κερί, 75 τον ίσκιο απ’ το κεφάλι της την ώρα που θα γείρει να γλυκοκοιμηθεί.

Πετροβολάτε με, άνθρωποι, βασάνισέ με, Αράπη, στη μαύρη φυλακή. Το φως μου είν’ αβασίλευτο. Γνώρισα την Αγάπη, 80 σ’ έζησα πια, ζωή!