Απ’ το κανιστράκι της γιορτής
που το χέρι σου χρυσό μάς τα είχε σπείρει
προσφορά
για του χορού σου τη χαρά
5 που τη χάρηκ’ ένας ποιητής,
ζουν ακόμα μες στο διάφανο ποτήρι
ζουν στο σπλάχνος του νερού παραδομένα,
σγουρές δάλιες, πελαργόνια ροδισμένα,
του αγρού λούλουδα ξανθά, μελαχρινά,
10 πορφυρά, γαλάζια,
σα χειλάκια και σαν πρόσωπα· και νά!
πριν να τα πεθάνουν τα μαράζια,
μέσα τους πώς μένει μια χαρά!
Πώς, προτού να μαραθούνε,
15 σάμπως να είναι όλου του κόσμου τα χλωρά
περιβόλια, στο ποτήρι πώς ανθούνε!
Πώς το κάθε λουλουδάκι λαχταρά
και από πόθο ανείπωτο υποφέρει,
πώς το κάθε λουλουδάκι καρτερά
20 το χρυσό σου πάλι χέρι!
Δεν τα διάλεξεν η μοίρα να στολίσουν
γάμο ή ξόδι,
μια στιγμή ζητάν ακόμα να τη ζήσουν
μήπως ξαναϊδούνε στο χορό
25 να χορεύει λυγερό
τ’ απαλό σου πόδι.
Μην το ξαναϊδούνε να χορεύει,
να γυρεύει,
κι εδώ, ανήσυχο, κι εκεί,
30 μουσική,
μέσα σ’ ένα κύκλο μαγικό
κάποιον ίσκιο μυστικό…
Ω! το πόδι ωραία που ζει
δημιουργικό!
|