Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το αίμα

Το σκοτάδι της νύχτας φορώντας ο ληστής, αθώρητος και αμίλητος του έρμου σπάει ξωκλησιού 5 την πορτοπούλα.

Ίσια στην Άγια Τράπεζα χεραπλώνοντας πάει· το χρυσό δισκοπότηρο ζητάει, το Τετραβάγγελο 10 το ασημωμένο.

Διψάει, και τά ονειρεύεται, κολασμένου ονειρέματα· ψάχνει, δε βρίσκει τίποτε, γλιστράει, ξαναγλιστράει 15 το χέρι του, άδειο,

φίδι στην Κρινοτράπεζα… Το γοργοανασηκώνει… Το αγέρι που κοιμάται σε μοσκολιβανόστρωμα, 20 το φασκελώνει.

Άθεος, μουγκρίζει, αφρίζει, το σκοτάδι της νύχτας χυτό και στο ξωκλήσι· βγάζει μέσ’ απ’ τον κόρφο του 25 κερί, το ανάβει.

Το φέγγος του κεριού πιο σκληρό από το χέρι, πιο πικρό από το στόμα του ληστή· μαύρο φως, 30 και σάμπως μάτι.

Ο πειρασμός την ώρα που βλέπει φρενιασμένος πως χόρτασε απ’ τα πλάσματα κι άλλο δε μένει πια 35 παρά να υψώσει

τη ματιά και προς τ’ άπλαστα, σε καβγά με τον Ύψιστο, για να μην απομείνει ποτέ άνεργος, ποτέ,— 40 τέτοιο έχει μάτι.

Την αχνόλευκη γύμνια του το Ιερό φανερώνει πλουτισμένη αλογάριαστα μόνο από το Χριστό, 45 μόνο από Κείνον

που απάνου θρονιασμένος από την Άγια Τράπεζα, γέρνει με το Σταυρό του, και βρίσκεται, και είν’ Ένας 50 κι ο κόσμος όλος.

Λυσσομανά ο ληστής· τα μάτια του στυλώνει, και τον Εσταυρωμένο με τα μάτια καρφιά 55 ξανασταυρώνει.

Το λυσσομανητό πληθαίνει του ληστή· κάτι εκεί ταπεινό και αντάμα παντοδύναμο 60 τον αψηφάει.

Το λυσσομανητό του ληστή ξεχειλίζει· το μαχαίρι απ’ τη ζώνη γοργοπετάει, τον Κύριο 65 ξαναλογχίζει.

Σβήνει το φως και πάει και δε γυρίζει πίσω… Στο πλευρό του Χριστού το σίδερο, μπηγμένο 70 βαθιά, απομένει.

Και μήτε και ο ληστής, μήτε κανείς δεν είδε στο σκοτάδι της νύχτας το πλευρό του Χριστού 75 πως έσταξε αίμα.

1890