Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
[Τις χώρες τις χερσώνει…]
Ο ΣΤΙΧΟΣ Τις χώρες τις χερσώνει, τον κάμπο οργώνει μόνη κατάρα η Τισιφόνη· κυκλώπειο το κανόνι 5 τη γη ξεθεμελιώνει. Χορτάτα είναι τα ψάρια στου πέλαου τους βυθούς από κορμιά κουφάρια· του Μάη τα παλικάρια 10 των όρνιων πάσχα· ακούς; Πλάνος αργός αλήτης ο λόγος κυβερνήτης· και πετροκαταλύτης, με το σπαθί δυνάστης, 15 ο νους του ανθρώπου, ο πλάστης. Του κόσμου τ’ αντιστύλια στο χάος, Θεού οργή! Στον ήλιο, στα προσήλια δε στέκεις, λάγνα ζωή, 20 με τα ροδόπνοα χείλια, διψώντας το φιλί. Θρόνους, λαούς, βασίλεια, στρατιώτης ή κουρσάρος ή των αέρων τσάρος, 25 Πόλεμος, Άδης, Χάρος τα σβει, τα καταλεί… —Στον ήλιο, στα προσήλια κι ας έλειψε η ζωή, του κόσμου τ’ αντιστύλια 30 στο χάος κι ας πάνε. Εσύ, εσύ κι εγώ. Ο ρυθμός μας, τάχα δε φτάνει εμπρός μας, δε φτάνει μια μεγάλη, μιαν οικουμένην άλλη 35 να ξεκινήσει πάλι; Η ΕΜΠΝΟΗ Παραλόισμα. Δε φτάνει, Κελαηδεί σου κι η ωδή μες στου ονείρου την πλάνη, ξεγνοιασμένο παιδί 40 που δεν ξέρει τί κάνει. ! Όχι, τρεις φορές όχι! Κι αν ατσάλι το βρόχι, μέλι κι αν το κλουβί 45 στη ζεστή σου αγκαλιά, μισώ πλια τα φιλιά στη ζεστή σου αγκαλιά. Των ψαλμών τα τρισάγια σ’ εσέ, ο Πόλεμος! Μόνος 50 μέσα στ’ άρρωστα στέκεις ο γερός, φοβερός. Μόνα αμάραντα βάγια τα στεφάνια που πλέκεις. Άσειστός σου είν’ ο θρόνος 55 και σεισμός ο χορός. Όπου ρίχνεις μουράγια, όπου λαούς ξεπαστρεύεις, με τα χέρια σου, μάγια, πώς ξαναζωντανεύεις 60 τα που κράταγαν χρόνια πεθαμοί και χαμοί, την ορμή καταφρόνια, την ηρώισσαν ορμή που τον άνθρωπο πάει 65 στα υπεράνθρωπα πλάι! Είναι ο Πόλεμος, Είν’ ο αφεύγατος Νόμος, τα όλα πώς κυβερνά, πώς τ’ ανθρώπινα! Ο δρόμος 70 κύκλος άσωστος, νά! Των αιώνων ο αιώνας, μάχη, πάλεμα, αγώνας. Των αιμάτων η στράτα· και παντού δεσποτάτα. 75 Τα στοιχειά τα στοιχεία νά τα! Δύναμη, Βία, και Κατάχτηση. Τρία. Σαν ελεύτερος, χέρι, γνώμη, μόνος που ζει 80 να υπακούει όποιος ξέρει, να θέλει όποιος μπορεί. Ο ΣΤΙΧΟΣ Εξουσίαζε. Το γράφει στο δεφτέρι του ο Νόμος. Χαλαστής οργοτόμος 85 ζει και σβει τις πατρίδες. Πάνε, σπαν οι αλυσίδες, μα όπου σπάνε,— άλλες, νά! Πάντα σκλάβοι, σκοινιά, και παντού σταυρωτήδες. Η ΕΜΠΝΟΗ 90 Στην κομμάρα των πάντων μυθική των Ατλάντων πάλ’ η απέραντη Γη, μιαν αλήθεια Ατλαντίδα πιο τρανή στην αχτίδα 95 του ήλιου πάει για να βγει. Περιβόλια και οι τάφοι. Ο ΣΤΙΧΟΣ Μα το πλούσιο χωράφι που ήταν όλο καρπός, όλο πότισμα, ω πώς, 100 πώς το ρήμαξε ακρίδα! Του τεράστιου πατιέται Νιμπελούγγου η πατρίδα… Η ΕΜΠΝΟΗ Και γεννιέται πετιέται στων ηφαίστειων τη βράση 105 κι από νέα μια πλάση. Ο ΣΤΙΧΟΣ Πάει να βρει να χαρεί, σαν του αγρού το χορτάρι, λιγοζώητη μια χάρη; Πάει να φτάσει να μοιάσει 110 το εκατόχρονο ιδρύ; Της εντέλειας η χώρα, Μάνα εσύ παναρμόνια, των εθνών απολλώνεια και σαΐτα και λύρα… Η ΕΜΠΝΟΗ 115 Μικροκάραβο τώρα μες στην άγρια τη μπόρα, ποιός θεός ή ποιά μοίρα βοηθητής ή όλεθρός σου; Μα στο δοιάκι ξαμώνει 120 και κρατάει το τιμόνι νά! ένα ΧΕΡΙ! το Χέρι με την άσφαλτη γνώμη να σε πάει, να σε φέρει. Μικροκάραβο τώρα 125 και στη μαύρη τη μπόρα πάντ’ ας είναι οδηγός σου με τη γνώμη του φως σου, κι αντρειωμένοι σου οι δρόμοι… Ο ΣΤΙΧΟΣ Να ξανάβρουν, καληώρα, 130 της εντέλειας τη χώρα. —Μα Ερινύες και Βαλκύρες! Με τα φίδια μαλλιά τους το στριγκό σφύρισμά τους μαρμαρώνει τις Λύρες. Η ΕΜΠΝΟΗ 135 Ζήτω! Αμέτρητα Ζήτω του Μονάρχη του κόσμου! Ξύπνα! Εμπρός! Γενηθήτω Φως! Μου ταίριαζ’ εκείνος και γαμπρός μου και θεός μου, 140 μα όχι εσύ, τι είσ’ εσύ όλος ή ύμνος ή θρήνος, στης ερμιάς το νησί (φωνή, ας είσαι χρυσή), των αχνών κύριος, κρίνος 145 του νερού που γερμένος προς το ρέμα και ζεις λυρικός ασκητής, των ονείρων η γέννα, πάντ’ αυτού, ερωτεμένος 150 με τον ίδιον εσένα, με τον ίσκιο, και νου σου και καρδιά, του εαυτού σου, με το σκιάσμα που πέφτει στον ογρό τον καθρέφτη. 155 Ξύπνα! Γλήγορα κάμε. Τι εγώ τώρα είμαι η ρήγισσα, τώρα ο σκλάβος εσύ. ΕΠΙΚΟΙ είν’ οι ΚΑΙΡΟΙ. Στην Κυρά την Υπέρμαχη 160 Παναγιά τη Στρατήγισσα να τ’ ανάψουμε πάμε της λατρείας το κερί. 9‒12‒[19]18
|