Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη


Επάνω στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη μέσα στο περιβόλι που κοιμούνται τον αξύπνητον οι άνθρωποι των ηρωικών αγώνων υψώνοταν το άγαλμα μιας κόρης· της Ελληνοπούλας ή της Ελλάδας – Παιδούλας, καθώς την είπαν. Έργο του πολυφημισμένου στον καιρό του, σαν τον Κανόβα, Γάλλου γλύπτη David d’ Angers, στην αρχή μεγάλου φίλου, και ύστερα μεγάλου κατακριτή των τωρινών Ελλήνων· τον είχε γνωρίσει ο Goethe και τον αθανάτισε με το στίχο του ο Victor Hugo. Το άγαλμα, κακή τύχη! βάρβαρα κολοβώθηκε —περάσαν από τότε χρόνια— σε καιρόν επαναστατικής ταραχής, ποιός ξέρει! κι έκαμεν η ανάγκη να μεταφερθεί σ’ ένα μουσείο, όπου ίσαμε τα τώρα βρίσκεται φυλακωμένο. Από το σπόρο τούτο ξετυλίχτηκε —κι εγώ δεν ξέρω πώς, ή, καλύτερα, εγώ το ξέρω πώς— το τραγούδι τούτο:

Η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη πώς ξανοίγεται, σαν κρινολούλουδο! Σταλαξιά πετροχάλαζου τ’ αλαφρόγειρε απάνου στη γάστρα 5 το λευκό κρινολούλουδο· κι όμως έτσι αλαφρόγειρτο, κοίτα πώς απείραχτο στέκεται, ω! πώς ξεχωρίζει, κορόνα της γάστρας!

Η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη 10 γέρνει ολόγυμνη, και είναι σα νά ειναι στα μαβιά σκαλιστή των αέρηδων, όχι απάνου στην πέτρα. Την αέρινη γύμνια της έχει φορεσιά της και σκέπη της μέσα 15 στην πετρένια ζωή και στη μοίρα της. Μα και ποιά με το πλάσμα της πέτρας βεργολύγερη χάρη και ποιών ή πουλιών ή κλαδιών ή κορμιών θα μπορούσε να βγει να παλέψει;

20 (Προς εσέ και η καρδιά μου κι η σκέψη).

Νά! Η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη, νά! Αλαφρόγειρτη σα να ετοιμάζεται στο σκληρό να πλαγιάσει κλινάρι της για τον ύπνο απαλά το χρυσόνειρο. 25 Μα η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη δε γυρεύει τον ύπνο ουδέ τ’ όνειρο. Μελετάει τα λαμπρά παλικάρια, και στην πλάκα του τάφου αλαφρόγειρτη για κοντύλι κρατώντας αϊτόφτερο, 30 γράφει απάνου στο μνήμα σου, Μπότσαρη, με μια λέξη τον ύμνο σου: Δόξα! Και δικός σου είν’ ο ύμνος κι αχώριστα του Σουλιού τουρκοφάγου του βράχου σου και της άλλης μεγάλης μητέρας 35 που είν’ απάνου κι απ’ όλα κι απ’ όλους μας ύμνος. Ποιός τ’ όνομά της, το νόημά της και ποιός θα γνωρίσει, νόημα κι όνομα ποιός θα μαντέψει;

(Προς εσέ και η καρδιά μου και η σκέψη).

40 Τ’ όνομά της και το νόημά της γλυκοφέγγουν επάνω στο μνήμα και μ’ αυτό σφιχτοδένονται. Και το νόημα της και τ’ όνομά της θα τα ξέρουν, 45 εσύ, τάφε, που πήρες τον ήρωα, θα τα ξέρεις, κι εσύ, ήρωα που θα ζεις και στον τάφο, κι εσύ, ξένε τεχνίτη, που γέννησες την παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη 50 με της σμίλης σου τ’ άγγισμα δίνοντας τη μορφή την ιδέα στη φλόγα· και είν’ η φλόγα, κι εσύ θα το ξέχασες, με την έκσταση εσύ πλαστουργός, από πούθε και πώς 55 θα την έχεις ή κλέψει ή γυρέψει.

(Προς εσέ και η καρδιά μου και η σκέψη).

Και το νόημα της και τ’ όνομά της θα το ξέρουν αυτοί και τη μοίρα της. Μυστικά, φωναχτά θα τα λένε 60 σε καιρούς και σε τόπους και σ’ όποιους οι ματιές τους, τρυπώντας τ’ απόξω, παραμέσα κοιτάζουν. Του βιβλίου κοσμικού διαβασμένοι, κάποιον άλλο διαβάζουν 65 κόσμο εκεί· φεγγοσάλεμα· πνέματα είναι του κόσμου τα πρόσωπα.

Στο ιερό περιβόλι που χαίρονται τον αξύπνητον ύπνο οι πολέμαρχοι ξεχωρίζει ορθοστύλωτο ανάμεσα 70 στα μνημεία των πολέμαρχων το που σφάλησε μνήμα τον ήρωα, καθώς μέσα κι απάνου από σπίτια ξεχωρίζει ένας πύργος· κι ακόμα, η παιδούλα στο μνήμα κατάκορφα 75 γειρτή ανάλαφρη, ασάλευτη, ακέρια, ξεχωρίζει καθώς θα ξεχώριζαν ξανοιχτά προς τα τέσσερα πέρατα, στυλωμένα στου πύργου το μέτωπο, σκαλισμένα του αφέντη του πύργου 80 τα σημάδια και τ’ άρματα. Κι όλα γύρω στον τάφο τ’ ακοίμητα ξαφνισμένα ρωτιούνται, στοχάζονται, πώς ρωτιούνται συχνά και στοχάζονται και οι πολλοί των ανθρώπων, μπροστά τους 85 όταν έξαφνα, απάντεχα, σταθεί ξένος πρωτόφαντος.

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

Τίνος χέρι να σ’ έσπειρε, ποιά ώρα λατρεμού; Συλλογιέσαι; Κοιμάσαι; Από ποιού χρυσονείρου τη χώρα 90 δέντρο, κρίνο, όραμα ήρθες; Τί να ’σαι; Βλέποντάς σε γαλήνεψε η μπόρα, σου μηνάει κι η Σελήνη: —Άστρο μου, άσε να συρθώ προς εσέ μυροφόρα η χλωμή σου αδερφή. Με θυμάσαι; 95 Κι αν η ρίζα σε δένει, η θωριά σου πώς είν’ έτοιμη ανάερη να φύγει; Κι αν πετούμενο, πού τα φτερά σου; Του προφήτη η ματιά σε ξανοίγει με αναστάσιμου αγγέλου το σχήμα 100 να κυλάς το λιθάρι από μνήμα.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Από ποιούς ουρανούς περιστέρι; Κύκνος θεός; Ποιού Μαρτιού χελιδόνι; Το τριαντάφυλλο; Εσύ; Ποιό το ταίρι του πουλιού που τη νύχτα λιγώνει;

105 Την ελιά, το πλατάνι, τη φτέρη κι ό,τι πράσινο ισκιώνει, σπιτώνει, πώς! η αγνή σου ζωή δεν τα ξέρει; Μα η ταφόπετρα δε σε μαργώνει;

Μίλησέ μας, αμίλητο στόμα, 110 α! το ανείπωτο πες μας τραγούδι που την πλάση θα ευφράνει, θα κάνει

να δακρύσει απαλά και τ’ αρκούδι και του τάφου, που γέρνεις, το χώμα σα φωτιά σπιτική να ζεστάνει.

ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ

115 Τα κοράλλια, όσα αφροί, τα σεντέφια μας πλουμίζουν, κορμιά μπουγαρίνια. Μα οι ζωές και οι καρδιές και τα κέφια στ’ άγγισμά μας μαράζια ή καμίνια.

Των ανάερων εμείς χρυσά γνέφια 120 και χρυσά στα πελάγη δελφίνια. Από ανθρώπων κουφάρια τα ντέφια στου χορού μας που αχούν τα μπουρίνια.

Ρόδο γίνεται το γέλασμά μας και γαρούφαλο κάθε μας κλάμα. 125 Ποιά είσ’ εσύ; Του μαρμάρου το θάμα

γιά η κυρά των ξωθιών και η κυρά μας; Κι αν ξωθιά, πώς και δείχνει και δίνει μιας αγγέλισσας η όψη σου ειρήνη;

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Στ’ αντρειωμένου το μνήμα κορόνα 130 μια γοργόνα και μιαν αμαζόνα ταιριάζει, όχι εσύ, ξένη αταίριαστη εικόνα θηλυκιά, για φιλί, για μαράζι, δίχως άρματα και όνομα δίχως.

135 Την τρομάρα θα φέρνει σου κι ο ήχος του αγώνα που ρεκάζει σαν όρνιο και φτάνει τη μιλιά σου, αν μιλάς, να βουβάνει· κι αν μιλάς, η μιλιά σου θα μοιάζει 140 με το βόγκο που βόγκει η τρυγόνα.

Τ’ αντρειωμένου το μνήμα είν’ ακόμα σαν το κάστρο του, σαν το λημέρι, κι από το, που τον έθαψε, χώμα κάποιο χέρι 145 βγαίνει κι άλιωτο κι έτοιμο στέκει καριοφίλι να ρίξει τουφέκι.

Στ’ αντρειωμένου το μνήμα ο γρανίτης να στηθεί, να του δώσει καραούλι, στο γρανίτη σκαμμένο, ο τεχνίτης 150 τ’ άγριο Σούλι.

Κι αν του πρέπουν του τάφου στολίδια, στήστ’ επάνω του ολόρθη λαμπάδα με την άσβηστη φλόγα, την ίδια την Ελλάδα.

Ο ΤΑΦΟΣ

155 Σε δυο κόσμους ανάμεσα στέκω, κλειώ τον ένα κι ανοίγω τον άλλο, κάτου ο Χάρος κι επάνω νά η ζωή, τ’ αηδονάκι το πλάνο.

Στοχασμούς όλο πλέκω, ξεπλέκω, 160 ζω δε ζω και ρωτώ κι αμφιβάλλω, και στο ρώτημ’ αυτό που μεγάλο ρίχνω εδώ κι εκεί κάνω, μιαν απόκριση ο τάφος δεν πιάνω.

Κάποιο δέντρο αποπάνω μου κάποτε 165 ερωτόπαθα σα να μου γνέφει. Σιωπηλός, δε μπορώ· νύχτα μέσα μου τα σκουλήκια αξημέρωτη τρέφει.

Κι όμως μέσα μου πιο βαθιά, ολόβαθα, ζω τον ήρωα με τ’ άξιο τουφέκι. 170 Μια ψυχή, φλόγ’ ακοίμητη, πλάι του, το κουφάρι της, λες, παραστέκει κι αντί κι άλλα να πάει τρισελεύτερη και στοιχειά και κορμιά να θεριέψει, στη γη, στ’ άστρα, σε αγέρι, σε κύμα, 175 πάει, —και ποιός θα πιστέψει;— πάει και κάνει ουρανό της το χώμα μου και στοιχειώνει ένα μνήμα.

Το κορμί πώς κρατώ μες στα σπλάχνα μου που δε λιώνει, κρύο, καίει, ξαφνιάζει! 180 Μια κορόνα μού τ’ άγγιξε αρώτηχτα τ’ άγγιχτό μου το μέτωπο· ποιός θα πει κι αν το μόλεψε κι αν το δοξάζει;

Για του ξένου το ξένο στεφάνωμα ποιός το διάλεξε το μέτωπό μου; 185 Μια παιδούλα στον τάφο ενός Μπότσαρη! Μπορεί, κρίμα στη βλέψη του Νόμου.

Ποιός το αστάλωτο στύλωσε πλάσμα σου, χέρι στόχαστο αλλότριου τεχνίτη; Πώς ψηλάθε ξεπέφτει ένα πούπουλο 190 στου θεριού να ριζώσει τη χήτη!

Και ω της πλάκας μου ανάλαφρο φάντασμα! Ποιός με φόρτωσε; Πώς με βαραίνει! Μα ένα λείψανο κείτεται μέσα μου και σα νά ειμ’ εκκλησιά με πλαταίνει.

195 Ήρωα, ρίξε φωνή! Νά η ψυχή σου, νά η δουλεύτρα σου πλάι σου, μαζί σου, κι αν εντός σου δεν πνέει! Αποκρίσου, δοξαστής ποιός ή ποιός αρνητής σου, γελαστής ποιός για σένα στην πλάκα μου 200 λιγνό αδόξαστο πέτρωσε κρίνο; Μίλησε, ήρωα! να γίνω για τη ρίζα του ή πότισμα, ή Χάροντας για ξερίζωμα εγώ να του γίνω.

Ο ΞΕΝΟΣ ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Και πουλιά και κλαδιά και στοιχειά 205 κι όσα βλέποντας μέσ’ από ύψη, βλέπουν πιο βαθιά, βλέπουν ακομμάτιαστα, σαν την είδαν, ανοίξανε κάνουλες κι αναβρύσανε σπάταλα εμπρός της 210 κελαηδίσματα, μόσκοι, ονειρόλογα.

Μόνο οι άνθρωποι μέσ’ απ’ την τύφλα τους που κοιτάζει χωρίς να ξανοίγει, ξαφνισμένοι, οργισμένα τα λόγια, σαν την είδαν, πετάξαν.

215 Έτσι κάποτε οι άνθρωποι, έτσι κάποτε αδράχνουν τσεκούρια για να ρίξουν το δέντρο που δείχνεται σα για κάψιμο δέντρο, εκεί πού είναι γνωστικά, σπουδασμένα, από χέρι 220 για μελλούμενα πλούσια φουντώματα μοναχά κλαδεμένο.

Θαμπωμένος και ο τάφος ανάμεσα και ζωής και χαμού, σαν ψυχή που κοντόφταλμη πάει με τα χέρια της 225 ψαχουλεύοντας νά βρει το δρόμο, τι είν’ ανήμπορη νά βρει το δρόμο με τα μάτια της.

Μα όποιος θέλει να ιδεί την αλήθεια, μπρος τραβάει, δε ρωτάει, μήτε ψάχνει. 230 Κι α ρωτάει, ας κοιτάει ν’ αποκρίνεται πάντ’ αυτός και στο ίδιο του ρώτημα· την απόκρισην όποιος θα κάθεται να προσμένει, δεν προβαίνει· όπου πάει, θα γλιστράει.

235 Μα είμαι πλάστης, εγώ ειμαι ο πατέρας της. Ξέρω ποιό ειναι το πλάσμα και η πλάση του και το νόημα το ξέρω και τ’ όνομα της αφάνταστης και παρθένας και σίβυλλας, 240 που ξαρμάτωτη, ασάλευτη, απάντεχη, σαν την είδαν, την είπαν: Η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη!

Μα η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη της Ελλάδας ω εικόνα νιογέννητης 245 από μέσ’ απ’ των πρώτων ολόμακρων περασμένων καιρών της και απέραστων τα λογής ριζικά και τα τρίσβαθα. Μα και ασάλευτη, λες, αναδεύεται και στην πέτρα, όπως μέσα στη στάχτη του 250 το πουλί που ξεγίνεται και ξαναγίνεται. Και αγωνίζεται, λες, και προσμένει τα φτερά τα πρωτόγονα πάλι να αιστανθεί, να τ’ απλώσει, γιομίζοντας 255 τα πλατιά σου, Ιστορία, μισοούρανα για καινούριες και μοίρες και λύρες.

Της Ελλάδας ω εικόνα νιοφούντωτης κι από μέσ’ απ’ το αίμα της! Βρύση το αίμα ρέει και δε στέρεψε, 260 και δε στάθηκε, μήτε αχνός έγινε, κι είναι ακόμα του ογρά τα σταλάσματα κι όλο κι άλλο να στάξει ετοιμάζεται. Και θα λάμψει μια μέρα, μιαν άνοιξη, και όπου αίμα βροχή, όπου φαρμάκι, 265 σε αξεδιάλυτο γάμο θα σμίξουν η δροσιά και το μέλι.

Μα η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη, νά η Ελλάδα! Καθώς την ξανοίγει των ωραίων ο τεχνίτης που σπέρνει 270 (νους είν’ όλος, καρδιά, μάτι, φως) τα σοφά στους σοφούς πιο σοφός.

Μα η Ελλάδα δεν είναι αμαζόνα, μα δεν είναι γοργόνα· του αγώνα πρωτοχάραγη βλάστηση, τώρα 275 πάει σ’ ανέβασμ’ αργό, κανηφόρα λυγερή, δουλεμένη στη μπόρα, της Σοφίας να προσφέρει τα δώρα σα χτυπήσει η γραμμένη της ώρα. Τώρα η όψη της όψη παιδούλα 280 σφραγισμένη από νιας παρθενιάς την ιερή χρυσή βούλα, στων ηρώων της επάνω τα μνήματα, σα να κάθισ’ επάνω σ’ εκείνα του ήλιου αχτίνα.

285 Του όρθρου αστέρι, πώς βγαίνεις, να πας, ξανακάνοντας όλο το γύρο κι από μιας αρχής, όπου σαν πρώτα σε προσμένουν οι Σπάρτες του Ευρώτα, του δικού σου Χριστού τ’ άγιο μύρο, 290 και στης γης τη χαρά, στην Αθήνα, πρώτ’ απ’ όλα, του Λόγου τα κρίνα! Και για μια στιγμή, —φως κι η βουλή σου!— τ’ άρματά σου τα κλέφτικα κι όλα τα όσα κάνουν κοντρί το κορμί σου, 295 τα σπαθιά, τα μπαρούτια, κι όσα κράταγες γκόλφια, όσα πλούτια, τα παράτησες όλα, και στον ίδιο εαυτό σου είπες: Γδύσου! Και κρατάς μόνο σου όπλο τη γύμνια, 300 χαμοανθείς του βουνού δροσοβιόλα, με μονάκριβ’ οχτρό την ασκήμια.

Σάμπως δίχως αρχή, δίχως τέρμα, τώρα χάραμα, τώρα το γέρμα, μεσημέριασμα τώρα, αυγή νέα 305 ξάφνου απάντεχα, εκεί που την κλαις γριά, σε ποιών ξεπεσμών αγκαλιές! Έθνος τάχα; Βασίλειο; Φυλή; — Όχι. Απέραντο κάποιο φιλί μιας αγάπης. Ιδέα.

310 Με το γάλα της μάνας Ελλάδας, της Ελλάδας της μάνας των αιώνων, μες στους κίντυνους μες στους χαμούς, με της μάνας Ελλάδας το γάλα στάλα στάλα θρεμμένη 315 κι εσύ, φράγκισσα ρήγισσα βάρβαρη, όσο που έφτασες κι άγγιξες κι άδραξες τα σοφά, τα λαμπρά, τα μεγάλα!

Των ηπείρων αρχόντισσα τώρα, των εθνών κυβερνήτρα, 320 και λαών η γερόντισσα Ευρώπη και της σκέψης ρυθμός και της πράξης. Και της θείας απ’ των άγριων καιρών τα χτυπήματα πλήθια σωριασμένης βαριά 325 (τι αχνός ήτανε να γίνει, στοχάζοσουν, τι έλεες ήτανε να πέσει, κουφάρι), νά η γερόντισσα Ευρώπη, βοήθεια σε κορμί, να υψωθεί, φοινικιά, σε ζωή, να γιομίσει, φεγγάρι.

330 Ο αχνός πάλι ψυχή, και η ψυχή, νά! παιδούλα. Κι είν’ η Ελλάδα η παιδούλα. Της παιδούλας ψυχής, της Ελλάδας, παραστάτης η Ευρώπη.

Χαιρετίστε οι καιροί, κράχτε οι τόποι!

335 Με το γάλα που πήρε απ’ την πρώτη μάνα Ελλάδα, ποτίζει την άλλη· της παιδούλας μεστώνει τη νιότη το ίδιο γάλα, τροφή, θάμα πάλι.

Της Ευρώπης βλαστός, 340 νους επάνω στην πέτρα, νέας ορμής προμηνύτρα στον τάφο που σκεπάζει χωρίς να κοιμίζει τον ακοίμητον ήρωα, με την άγια τρεμούλα της τέχνης μου 345 την Ελλάδα παιδούλα τη σκάλισα.

Ο ΗΡΩΑΣ

Κι αν απ’ τη γλύκα σου, ω ζωή, το βόλι του Σκοδριάνου κι από την πολεμοφωτιά κι από το ροδαπρίλη το βόλι ανίσως μ’ άρπαξε, δε μ’ έφαγε το βόλι. Και στο βυθό του κιβουριού και στη νυχτιά του τάφου 350 δεν είμαι ο Μπότσαρης εγώ στους πρώτους πρώτος μέσα, στο Καρπενήσι κεραυνός, μετερίζι στο Σούλι; Πάντα, κι ας κείτομαι δετός, μέσα μου δε σαλεύει κάτι σα χήτη λιονταριού και σαν αϊτού φτερούγα; Δεν είμ’ εγώ και μέσα εδώ σα να λαγοκοιμάμαι 355 και σα να στέκω σε χωσιά και σα να περιμένω ν’ ανθίσ’ η οξιά κι η πασκαλιά, να ισκιώσουν τα λημέρια, να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια με χίλιους πίσω, χίλιους μπρος, κι εγώ ένας γι’ άλλους χίλιους; Στου μνημουριού μου τα δεξά κατά το πρόστασμά μου 360 παραθυράκι ολημερίς κι ολονυχτίς δε φέγγει να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια και το φεγγάρι το λαμπρό και τα δροσομαϊστράλια μες στα φτερά τους φέρνοντας του κόσμου τη ζωντάνια, του αρματολού το αλάλασμα, της λυγερής το γέλιο; 365 Μέσα στου τάφου το βυθό δεν είμ’ εγώ σαν πρώτα, μα και μαζί σαν κατιτί πρωτόφαντο, δεν είμαι μέσα στου τάφου τα στενά πλατύ μυστήριο πλάσμα με τη ζωή, μύριες φορές βαθύτερη απ’ την άλλη του απάνου κόσμου τη ζωή στον κάτου κόσμο; Πες το, 370 πες το, ψυχή μου αδιάλυτη κι αχώριστη μια φλόγα μέσα μου, ασώματη, κρυφή στον κόσμο τον απάνου, και τώρα πλάι μου Παναγιά μέσα στον κάτου κόσμο Χρυσοσπηλιώτισσα Κυρά και σκέπη στη σπηλιά μου!

Αστρομεστώνεσαι, ουρανέ, μες στ’ άφεγγα της νύχτας.

375 Κι αν είμαι τώρα στη νυχτιά του τάφου μεστωμένος όλος μ’ αστέρια εγώ ουρανός, έν’ άστρο απάνου απ’ όλα, το ξέρω, το θιαμαίνομαι, και της ψυχής μου εκείνο και της ψυχής μου είν’ η ψυχή πλασμένης και δειγμένης μέσ’ από τ’ άυλα τ’ άπλαστα στα μάτια των πλασμάτων. 380 Πουλί μού αλαφροχτύπησε το εντάφιο παραθύρι, δεν ήταν κελαηδοπουλί, δε λάλαε σαν αηδόνι, σαν άνθρωπος ορμήνευε, σαν άνθρωπος μιλούσε: «Ξύπνα να ιδείς τη θάλασσα γαληνεμένη, ξύπνα να ιδείς το Μάη ολόχρυσο κι ολόανθο τον Απρίλη 385 σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο ένα κομμάτι ασήμι! Έφεξε αστρί κι έφεξε αυγή κι έφεξε νιο φεγγάρι, νιος κόσμος γλυκοχάραξε. Και τ’ ουρανού που εσύ εισαι είναι ουρανός μέσα σε μιας ξωθιάς παιδούλας όψη, στου μνημουριού σου την κορφή, στο έμπα του σπιτιού σου, 390 του κόσμου της παράδεισος μες στον απάνου κόσμο σταλμένη εικόνα για να λέει και για να φέγγει ω! πόσα χαροποιά, αναστάσιμα, προφητικά τροπάρια, και λόγια ποιά και φέγγη ποιά στο χώμα που σε κρύβει! Δεν τα κρατάν οι λογισμοί, δεν τα μιλάν οι γλώσσες, 395 μόνο τα βλέπουν οι νεκροί, τα αιστάνονται, τ’ ακούνε μόνο οι νεκροί που σαν εσέ στον άδη κατεβήκαν κατάσταυρα στο μέτωπο κρατώντας ένα βόλι κορόνα τους και δόξα τους και γίνανε ρηγάδες μες στου πολέμου την ορμή, και πέθαναν και πάνε 400 για τις πατρίδες· για να ζουν κι αθάνατες για να ’ναι».

Κι έφεξε αυγή κι έφεξε αστρί κι έφεξε νιο φεγγάρι.

Μα ο θαμπός κι ο βαριάκουος ο άνθρωπος, γιατί οκνός, γιατί ανήξερος, ή θα στέκεται αδιάφορος ή 405 θυμωμένος θα χύνεται να γκρεμίσει τα ωραία τα είδωλα, σα να κόβουν το δρόμο που θέλει να τον τρέχει ανεμπόδιστα, αλάτρευτα ο θαμπός κι ο βαριάκουος ο άνθρωπος.

410 Των ωραίων ω τα είδωλα! Τα λατρεύεις μυστήρια στ’ αξήγητα και στ’ απέραντα μέσα υψωμένα, τα ξανοίγεις τα ωραία τα είδωλα σαν ουράνια δοξάρια, 415 σα μηνύματα θεία, στύλους πύρινους, της ψυχής οδηγούς μες στην έρημο.

Τι ο θαμπός κι ο βαριάκουος ο άνθρωπος, βλέπεις, γνοιάζεται, βλέπεις, πάει, προσκυνάει τα που μοιάζουν, 420 τα που δεν ξεχωρίζουν. Εσένα, χωριστέ, σε φοβάται, κι εσένα σε μισεί, μες στους όμοιους αλλιώτικε. Μα ω καλοί και ω μεγάλοι, Ψυχή εσύ, Έρωτα εσύ, κι εσύ, Δύναμη, 425 σα δε φτάνεται κάτου απ’ τις φτέρνες σας να κρατήσετε δούλο ανελέημονα το θαμπό το βαριάκουο τον άνθρωπο, θα σας φτάσει έν’ αλύπητο χέρι με φαρμάκι ή μαχαίρι.

430 Όμοια, αλύπητο χέρι την έφτασε την παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη και τη λάβωσεν, όπως λαβώνει με κακούργο λεπίδι ο ζηλόφτονος μια γυναίκα αφροδίτη που η φύση 435 για να βγάλει στο φως το κορμί της τη βοήθεια της τέχνης διακόνεψε της ισόθεης.

Όμοια, αλύπητο χέρι την έφτασε την παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη 440 και τη σύντριψεν, όπως τσακίζει με το χτύπο χοντρής της γροθιάς του για ένα παίνεμα ο κούφιος μεθύστακας το λεπτά πλουμιστό με χρυσάνθια, το γυαλένιο ποτήρι τ’ αρχοντικό 445 που ξεχείλιζε κι άφριζε μέσα του, κρασοστάφυλο, το αίμα σου.

Όμοια, αλύπητο χέρι την έφτασε την παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη. Και του ξένου τεχνίτη το καύχημα 450 νά! απ’ το θρόνο του πώς το ξεθρόνιασαν! Το τυλίξανε, πώς! φροντισμένα στα γυμνά τα σανίδια μιας κάσας, ως να θέλαν να κρύψουν τη γύμνια του, τη ντροπή του ως να θέλαν να κρύψουν 455 απ’ τα μάτια, και ποιών; των αδιάντροπων!

Πώς το στείλαν ολόμακρα στο παλάτι το ανήλιαγο που κρατάει και φυλάει σα χωμένα, μπορεμένα τ’ ανήμπορα κάνοντας, 460 για να σώσει απ’ του χρόνου τα δόντια, τ’ άγια λείψανα. Στο παλάτι πώς κλείσαν τ’ ανήλιαγο την παιδούλα του τάφου του Μπότσαρη, σα μιαν άρρωστη οϊμέ! που απορίχνεται 465 για να ζήσει όση ζήση τής λείπεται, ζωντανόνεκρη, μες στο σπιτάλι των αγιάτρευτων!

Και την κλάψαν τα δέντρα, την κλάψαν τα πουλιά, και οι νεράιδες την κλάψαν. 470 Στο έρμο βάθρο μαδήσανε πέρδικες τα γραφτά παρδαλόφτερα στήθια τους και βογκήξαν τρυγόνια, κι αηδόνια μοιρολόησανε νύχτες και νύχτες το χαμό της· τινάξανε 475 τα χλωρόφυλλα οι πλάτανοι, μείνανε, γυμνοί μείνανε σαν από δάρσιμο πρώιμου χινόπωρου απάντεχου.

Κι απ’ τα μαύρα σας μάτια αναβρύσανε, ξωτικές πρασινόμαλλες, δάκρυα, 480 κι άνθια γίναν της γης και πετράδια του πελάγου γινήκαν πληθαίνοντας τα γαρούφαλα μέσα στους κήπους και τ’ ατίμητα μαργαριτάρια στα ωκεάνια σπιτάκια τους. 485 Μα κι οι ανθοί σα να στάλαζαν αίμα και σα νά ηταν ο Χάρος επάνω στα πετράδια γραμμένος με ακέρια την αχνάδα του κόσμου του κάτου.

Και ο τεχνίτης ο ξένος που πρόσφερε 490 την παιδούλα ηλιογέννητη για νυφούλα της γης, διαλεμένης για να γίνει μιαν άλλη πατρίδα του, με κατάρα κι αγύριστος μίσεψε, της γης, άγριας, αυτός πιο άγρια ρίχνοντας 495 μαύρη πέτρα. Κι ο τάφος, από θρόνος βωμός, ξαναπόμεινε μνήμα ερμιάς· κι από τότε ποτέ και ποτέ πια κανείς αλαφρόισκιωτος μήτε που είδε και μήτε που ξάνοιξε 500 κάτι σαν ορασιά και σα μήνυμα που να λεν και να δείχνουν πως ένας αντρειωμένος, πως ένας ήρωας Έλληνας και νεκρός μέσα ζει και στο χώμα 505 τη ζωή των αθανάτων.

Το ιερό περιβόλι που χαίρονται τον αξύπνητον ύπνο οι πολέμαρχοι, στεγνωμένο, σωμένο μαζεύεται κι είναι αλύτρωτο κι είναι ανημπόρετο 510 να γλιτώσει από μια χειμωνιά, θεού οργή, που βαριά το δοκίμασε.

Και μονάχα μεσάνυχτα κάποτε σαν του βρέχεις, φεγγάρι, το φέγγος σου το μαζί και ιλαρό και κλαημένο, 515 λαχταρά το ιερό περιβόλι, μες στις ρίζες του, μέσα στα φύλλα του ανασαίνει, ανασταίνεται σάμπως κάποιο φιλί να το φίλησε μυστικό, δροσερό, καρδιοστάλαχτο 520 που το στέλνει, ψηλάθε τρισμάκαρη, φεγγαρίσιο φιλί, φεγγαρόθεη πια η παιδούλα του τάφου του Μπότσαρη

—Κι εγώ που όλα όσα ξέρω, όσα αιστάνομαι τα κρατώ για να πλάθω τραγούδια, 525 το στερνό αυτό τραγούδι το σκάρωσα, του άλλου κόσμου κι ας είναι τραγούδιμα, το ρυθμό του μετρώντας με τους χτύπους της μαύρης καρδιάς μου, της καρδιάς που χτυπάει και χτυπιέται 530 στον εδώ, στον απάνου τον κόσμο.

Γιατί μνήμα κι εγώ ειμαι που μέσα μου κάποιος ήρωας κρατιέται θαμμένος, ενώ γέρνει αποπάνω μου ανάλαφρα, σάμπως ξένου τεχνίτη μαστόρεμα, 535 στ’ άσπρο μάρμαρο τ’ άγαλμα μιας παιδούλας Ιδέας — ασύντριφτης.