Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ποιητική

Με το τραγούδι ολάσβηστο και ας δείχνεσαι, και ας είσαι, με το τραγούδι ανάτειλε, βασίλεψε· και ζήσε, 5 και σβήσε· στου ύπνου αξύπνητου γειρτός το σκληρό στρώμα, στα κρύα σου χείλη ακόμα τραγούδι ας πνέει, ζωή.

Αν είναι η ψυχή μέσα σου 10 ψυχή σαν του προφήτη, στα μάτια ας καθρεφτίζεται σα φως του αποσπερίτη. Μα ξέφευγε του αμάθευτου, ο δαίμονας ο αρχαίος, 15 πάντα άλλος κι όλο νέος, κι όλο άπιαστος εσύ.

Ρυθμός ας είναι ο δρόμος σου και ο λογισμός σου ημέρα, σαν την ημέρα ολόχυτη 20 στον αθηναίον αιθέρα· μ’ όποιο συγνεφοσκέσπασμα, γύρω ας χαλιέται η πλάση, χωρίς να ηλιογελάσει δεν πάει να κοιμηθεί.

25 Μες στη γαλήνη ανήσυχος, ήσυχος μες στη μπόρα· φάνταζε ως φάνταζε άλλοτε στης θείας λατρείας την ώρα του γερακιού το πέταμα, 30 μια χρησμοδότρα γλώσσα· και υψώνου όλο προς όσα είναι ήρωες και θεοί.

Αν από κάτω ανέβηκες, ή αν ήρθες από πάνω, 35 σαν πνέμα πέτα ασκλάβωτο, σαν άγριο στοιχειό πλάνο. Εσένα και τον έρωτα σας έστειλε μια μοίρα· Αιολική εσύ λύρα, 40 κάνε την αύρα ωδή.

Ας βρίσκεσαι στους έρημους και στους παρθένους τόπους, μέσα στη χώρα ας χάνεσαι, ας φεύγεις τους ανθρώπους. 45 Η μια η μεγάλη αγάπη σου, θάλασσα κυματούσα, και η μάνα σου, και η Μούσα, να είν’ ο άνθρωπος που ζει

και μ’ όλα του τα κρίματα 50 και μ’ όλα του τα πάθη, της γης κορόνα υψώθηκε, κόσμος του κόσμου εστάθη, των όλων το καθρέφτισμα, κι απ’ τα σκουλήκια ώς τ’ άστρα· 55 και θείων κι επίγειων πλάστρα του ανθρώπου είν’ η ψυχή.

Μα κι αν εσύ ο φιλάνθρωπος, ας είσαι για τα πλήθη τ’ ανάερο φωτοπέρασμα· 60 ή σαν το παραμύθι, το παιδιακίσιο· παίζοντας το ακούμε, μας ευφραίνει, μα σκεπασμένος μένει βαθύς ο νους που κλει.

65 Θα τα προσμένουν οι άνθρωποι τα νέα μεστά σου χρόνια τα ορθά, για κάποιο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια, κραυγή Τυρταίου το λόγο σου 70 και τον καημό —ω λαχτάρα!— στης Ψάπφας την κιθάρα ξανά από σέ βαλτό.

Μα εσύ, σοφός, και μ’ όλα σου τα νέα, μεστά, ορθά χρόνια, 75 θεού βρύση ως να σε πότισε χαρά και καταφρόνια, Ολύμπιε, το τραγούδι σου με την ιδέα που πλάθει, φέρ’ το έξω από τα πάθη, 80 στον έβδομο ουρανό.

Γερνάς. Πώς αργοχύνεται το ηλιοβασίλεμά σου! Περνάς. Κιτρινοφύλλιασες, χιονίζει στα μαλλιά σου. 85 Θα την προσμένουν οι άνθρωποι την κρύα χλωμή σου δύση να την αντιφεγγίσει του στίχου σου ο σκοπός.

Μα εσύ τινάξου ολόδροσος, 90 και με τα χελιδόνια χτίσε φωλιές μαρτιάτικες· και ω! στα παλιά, στα αιώνια, στου Απριλομάη τ’ ανθίσματα, στη νιότη, στην παρθένα, 95 τραγούδια λατρεμένα τραγούδα, πάντα νιος.

Γιατί όσα θα ’χεις μέσα σου και πάει και κρατήσει, παθών θησαυροφύλακας, 100 ορμές, αγάπες, μίση, μέσα σου, νά τα! απείραχτα. Θα φύγεις… Πρόσφερέ τα στερνά χλωρομπουκέτα στου κόσμου τη γιορτή.

105 Με των εθνών τα λάβαρα πώς σέρνουν το κατόπι καρδιές ευκολομάλαχτες θαμποί πατριδοκόποι! Εσύ αντιστάσου, αταίριαστος, 110 και τόλμα να κηρύττεις: —Του ΚΟΣΜΟΥ είμαι πολίτης, πατρίδα έχω τη γη!—

Μα και ποιά μαύρα σύγνεφα ποιών ιδεών ακρίδων 115 πυκνώνονται και απλώνονται, φοβέρες των πατρίδων! Πάλι αντιστάσου αταίριαστος, και πες, πατριδολάτρης: Ἀμύνεσθαι ὑπὲρ ΠΑΤΡΗΣ 120 εἷς ἄριστος οἰωνός!

Κράξε: —Η πατρίδα, υπέρτατη: Κι όσο αίμα να της δώσεις το αίμα του κόσμου ανήμπορο για να την ξεπληρώσεις. 125 Αν κλει ζωές μύριες μέσα της και μια δροσοσταλίδα, και η πιο στενή πατρίδα πλατιά σαν ουρανός.

Και δόξα στα αιμοσφράγιστα 130 πατροπαραδομένα, νεκρώσιμα, αναστάσιμα, στου Γένους τα γραμμένα, στων αντρειωμένων τ’ άρματα, στων όμορφων τα κρίνα, 135 στου καλυβιού την πείνα, στου παλατιού το φως!

Σιωπή. Βροντάει, ρημάζοντας, του ολέθρου το κανόνι, μα κάπου σ’ ένα πράσινο 140 δάσος λαλεί έν’ αηδόνι. Απάνου απ’ τα συντρίμματα κι από τ’ απομεινάρια του ονείρου τα φεγγάρια σαν πάντα λαμπερά.

145 Κι αν είσαι το νερόχαρο το ευκολολυγισμένο καλάμι στο γοργόρεμα του ποταμιού σκυμμένο, μες στο καλάμι, α! μέσα σου 150 τιτάν από τα ύψη κλέφτης την έχει κρύψει μέσα σου τη φωτιά!

Με το τραγούδι αθάνατο και ας δείχνεσαι και ας είσαι, 155 με το τραγούδι πρόβαλε και χόρτασε και ζήσε. Και πέθανε. Τα χώματα θα σε ρουφάν, και ακόμα στο παγωμένο στόμα 160 ο ύμνος θα καίει, ζωή.

28‒3‒1917