Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στ’ όργανο που παίζ’ η κόρη


Μες στο πολύφωνο όργανο τα γνωστικά σου χέρια
με μιας αγάπης χάιδεμα, με μιας οργής δαρμό
ξυπνάνε τα μιλήματα στη γλώσσα που τ’ αστέρια
απάνου σε ονειρόφεγγα τη ρίξαν ώς εδώ.

«Στην κόρη που παίζει τ’ όργανο» (Η Πολιτεία και η Μοναξιά)

Έφυγε και σ’ άφησε και κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν έρχεται για να σε φροντίσει· πάει το χάιδεμα, ο δαρμός, το γνοιασμένο χέρι που σου ξύπναε το σοφό μουσικό μεθύσι.

5 Σάμπως μιας πολύκοσμης πολιτείας λιμιώνας, πια σα να μην έρχεται πλοίο σ’ εσέ ν’ αράξει, σάμπως κανείς άνεμος και κανείς χειμώνας να σε δείρει ουρλιάζοντας και να σε ταράξει.

Άνεργο, παράλυτο σ’ άφησε το χέρι, 10 άδαρτο κι αχάιδευτο σ’ έχουν παρατήσει, σάμπως να σε χτύπησε κοφτερό μαχαίρι, η πληγή είν’ αγιάτρευτη· θα σε καταλύσει.

Σε μια γωνιά. Στην έρμη σάλα. Σε τίποτε, α! δεν ξεχωρίζεις 15 από τ’ ασήμαντα στολίδια κι από παιγνίδια κι από τ’ άλλα που τ’ αντικρίζεις πάντα να στέκονται τα ίδια, κι όσο μικρά και φαντασμένα, 20 κι όσο φτωχά και τιποτένια, τόσο κι απ’ όλους γυρεμένα, τόσο γι’ αυτά μεγάλη κι η έννοια. Κι εσύ σαν τ’ άλλα τα μουγγά, βουβό, και μήτε που βογκά 25 και μήτε που παραπονιέται τίποτε μέσα σου· η ψυχή σου, των ήχων η εντέλεια, σβηέται. Λεκιάζοντας μολεύ’ η σκόνη, του εβένου λάμψη, το κορμί σου, 30 κι η δολερή νοτιά σε λιώνει, κι η φλογερή αντηλιά σε φτείρει. Απάνου σου χωρίς νερό λίγα λουλούδια σε ποτήρι παρατημένα ξεψυχάνε, 35 κι αξαίνουν τον καημό, σα να ’ναι λουλούδια απάνου σε νεκρό.

Οι λυχνοστάτες αδειανοί, τα μάτια σου σβηστά, με τη φωνή.

Τίποτε μέσα σου δε ζει, 40 και σε ποτίσανε φαρμάκι. Κι είν’ η φωνή σου το σαράκι που κάποτε και πότε τρίζει.

Και κανείς δεν έρχεται για να σε φροντίσει. Μνήμα. Και για συντροφιά μήτε κυπαρίσσι.

45 Στα φιλτισένια σου τα δώρα που φιλημένα πάσαν ώρα σα μύρια στόματα πλασμένα για των θεών τα χαμογέλια, για των τιτάνων τους λυγμούς, 50 άσεβα πάει να δοκιμάσει τα χέρια της η δούλα και γελά. Κι ο ανήξερος και το παιδάκι να σκούζεις άρρυθμα σε κάνουν, της αρμονίας ω βρυσομάνα! 55 Χορδές, πλήχτρα, και αριθμοί και ρυθμοί γυρεύουν σαν ψυχές αγέννητες μέσ’ από σκοτάδι να πλαστούνε για του κόσμου την αυγή. Φτόγγοι και ήχοι και σκοποί, τόνοι, νόμοι, ομάδι, από γνώσης γνέψιμο κι από τέχνης προσταγή, 60 όλα τη ζωή λατρεύουν.

Μέσα σου υπερβόρειες οι σονάτες, πνέματα χλωμόφεγγα, σειρήνες, μέσα σου ξενόφερτες μπαλάττες, μπαλαρίνες. 65 Γιορτές μέσα σου νυφάδων, και χοροί παρθενικοί με το Χρυσοκόμη γύρω στην ολόφωτη Αττική. Μέσα σου λογής ρυθμοί και νόμοι 70 στ’ ακρογιάλια των Κυκλάδων με τα μέτρα των Ελλάδων. Μέσα σου όργια Μαινάδων βακχικών και αγκαλιάσματα σατύρων· 75 και τ’ απέραντα υπερκόσμια των ονείρων των τευτονικών.

Μέσα σου του δρόμου τα τραγούδια τα χορευτικά, τα στραγγουλισμένα, 80 τα ορατόρια μέσα σου ένα ένα, σαν αχνοζωγράφιστα αγγελούδια, μυστηριακά.

Τα δικά μας και τα ξένα, τ’ ακριβά, τα χιλιομασημένα, 85 τα λειτουργικά, τα κοσμικά, ή λιγοθυμήσαν, ή νεκρά…
. . . . . . . . . . . . . .
Μου άφρισεν η Σκέψη και μου ξαδιαντράπη, και στ’ αφτιά μου βούιξε: «Μάθε το καλά, μέσα σου όλα νύχτα· κι οι θεοί κι η αγάπη, 90 τίποτε· η πατρίδα, η πίστη, καμιά ιδέα μέσα σου δε στέκει, δε φεγγοβολά· κι όλα τα μεγάλα κι όλα οϊμέ! τα ωραία άπιαστα και κρύα κι όνειρα θολά του ακαμάτη σου ύπνου· κι ο ύπνος σου δε φτάνει 95 να σε πάει στη χάρη που τους ήρωες κάνει.

Μα όσο κι αν κρατιέσαι κι άνεργος και στ’ άδεια μέσα τα σκοτάδια, μες στα σωθικά σου μύριοι θαφτοί σπόροι φούντωμα προσμένουν ίσαμε τ’ αστέρια… 100 Μα σαν τ’ όργανο είσαι που το παίζει η κόρη, κι απ’ τα μουσικά της κρέμεσαι τα χέρια. Μια πνοή σε αγγίζει και σε τρικυμίζει, και σε ξεβουβαίνει, και σε δυναμώνει, 105 σίδερο αναμμένο, δουλεμένο ατσάλι στο σφυρί, στ’ αμόνι, σάμπως να σε δέρνουν η μανία κι η ζάλη, και όλα στην καρδιά σου και στα λογικά σου γίνονται τραγούδια· 110 κι όλα ώς τα μεδούλια μες στα κόκαλά σου στόματα τα κάνεις, στόματα τ’ ανοίγεις σα για να πετάξεις, σα για να προσφύγεις όπου τα μεγάλα κι όπου τα ωραία, 115 πίστη, εσύ, και αγάπη, και πατρίδα ιδέα! Όργανο, και μόνο σαν ξυπνά σε η κόρη, χάιδεμα ή δαρμός, με τα δάχτυλά της, πώς βαραίνεις ίσα με Παλλάδας δόρυ, πώς της αρμονίας είσαι ο πρωτοστάτης! 120 Όργανο· μα δίχως του χεριού την έγνοια σαν καματερό του που σε σαλαγά, ρεύεις, μπαίγνιο με τα μπαίγνια και με τα μουγγά!»