Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
12
Τα γιασεμιά
Το μεγάλο ταξίδι στο πανώριο νησί! Πόσα χρόνια διαβήκαν! Δε διαβαίνεις εσύ του αταξίδευτου πρώτη γνωριμιά, συντυχιά με τα πράσινα, ώς πέρα! Και ποτέ, ποτέ πια. 5 Α! στην πλάκα της μνήμης πόσα επάνω γραφτά! Μελανιάζει και η πλάκα, ξεθωριάζουν κι αυτά. Και στην πλάκα τριμμένη που μελάνιασε, Εσύ στέκεις, θύμηση, πάντα σκαλισμένη χρυσή. Μιας διπλής πλάσης ήταν όψη, απόλαψη μια 10 στον ολάνοιχτο αέρα τα δυο πλούσια χωριά. Ορθοστύλωτη βίγλα στου βουνού την πλαγιά το χωριό με τα μάτια προς τα πλάτια ανοιχτά. Το χωριό μες στον κάμπο που κοιμάται αγκαλιά με τ’ αμπέλια του βιος του, με σκεπή την ελιά. 15 Το χωριό το βουνίσιο, κύκνος μες στα νερά, το χωριό το καμπίσιο, σμαραγδένια χαρά. Στο χωριό τ’ ασημένιο, στο σμαράγδι χωριό, πάαινε κι έλα χορεύτρα ζωή μου εσύ και στα δυο. Στο χωριό το χιονάτο, στο χωριό το χλωρό, 20 το ίδιο τ’ άνθισμα, ζωή μου, ζωή μου, το ίδιο φτερό. Και ή το φρέσκο αγεράκι και ή το κάμα του ηλιού, φίλεμά ηταν απ’ το ίδιο το στόμα του ίδιου φιλιού. Και ή στα ξέφωτα ή μέσα στου σπιτιού τη φωλιά, σκοπούς τ’ άνθια για με είχαν κι ευωδιές τα πουλιά. 25 Συντροφιές, καλοσύνες, μοναξιές, ξεγνοιασιές, και οι χωριάτες και οι στράτες και φιλίες και καρδιές. Κι εσύ, ξέστηθη δούλα, στο πηγάδι γειρτή, του νερού και της φλόγας κουβαλήτρα μαζί, πώς με ξάναβες, πάντα διψασμένο. Κι εσύ, 30 γριά καλή! Τα παιδιά σου τα ’τρωε ξένη μια γη, κι απ’ τον πόνο σου πήρες της γριάς μάνας καημέ, λίγη ζέστα να θρέψεις παιδί πλάι σου κι εμέ. Κι εσύ εκεί καθισμένος, καπετάνιε γερέ, στην πεζούλα τα βράδια, ταξιδιών θησαυρέ· 35 και ω λογής ιστορίες γης και πέλαου, φερτές ξωτικές από χώρες, από μπόρες δαρτές! —Τον καθρέφτη που δείχνει ξαλλασμένο ή πιστό τον ολόγυρα κόσμο δεν τον κράτησα εγώ, και τα μάτια μου, μάτια δειλού ονείρου, ποτέ 40 καθαρά δεν ανοίξαν για να κλείσουν εσέ και ξανά να σε δώσουν καθώς λάμπεις, καθώς κυλάς γύρω μας, κόσμε, ζωγραφιά, ποταμός. Στ’ άπραγά μου τα χέρια σπάτε ανώφελα εσείς ή κοντύλια ή σμιλάρια πλαστικά της ζωής, 45 και τα μάτια μου, μάτια σκλάβου ονείρου θαμπού, στα κελάρια δε στέλνουν της καρδιάς και του νου, παρά πρόσωπα ίσκιους, παρά πράματ’ αχνούς, της αυγής τα σουδάρια, του βραδιού τους χαμούς, και ακατοίκητα κάποια και γυμνά και πλατιά 50 κι αδειανά μεσημέρια μες στου ηλιού τη φωτιά. Από φως κι από χρώμα κάτι αν παίρνω, το φως μέσα μου είναι· το χρώμα; της ψυχής μου ο καημός. Α! ζωγράφος του κόσμου δε μπορώ να χυθώ· της αρρώστιας μου δούλος κανονάρχος, και ζω. 55 Δε μπορώ να σας βάλω στο δικό μου σκοπό, μήτ’ εσάς, περιβόλια, δε μπορώ να σας πω, καθώς είσαστ’ ένα ένα, κι αλαφρά και βαριά για στολίδια απλωμένα, για δουλειά στα χωριά, μ’ όσα υψώνονται ή γέρνουν, άνθια ή χόρτα, με τα 60 καρπερά που φουντώνουν, με τα πλήθια φυτά. Μα ω βαθύ περιβόλι και ακατάδεχτο, στο παιδί αθάρρετο ξένο, περιβόλι κλειστό· περιβόλι εσύ, γκόλφι του χωριού, ποιός θεός μυστικός να σε ζούσε και ήσουν κόσμος ή ναός, 65 και ή λιβάνι για κείνον, ή από κείνον πνοή, μοσκοβόλαγ’ εντός σου το λευκό γιασεμί; Όλα γύρω σου, ανθρώποι, σπίτια, δρόμοι, δρυμοί, από σένα ήταν όλα μια ευωδιά, γιασεμί! Κάποιο βράδυ περνούσα, περιβόλι, αποκεί, 70 μιας παράδεισος δίψα, μια ψυχή ξωτική, και στην πόρτα σου απόξω, στα χλωρά, στις δροσιές, άσπρους ίσκιους ξανοίγω, και ήταν τρεις κορασιές. Και στον κύκλο σα νά ηταν πλεχτές κάποιου χορού γελαστές για να πάνε, φτερωτές, κάπου αλλού. 75 Και στη νέα φαντασιά μου ξωτικιά καθεμιά, καθεμιά φυτρωμένη ζωντανή γιασεμιά. Οι ευωδιές οι μεθύστρες γύρω γύρω χυτές, βρυσομάνες τους είχαν τα λουλούδια ή αυτές; Από τότε μου μένει ταραμός, λιγωμός, 80 τ’ άυλο ανάσασμα του άσπρου γιασεμιού σαν καημός. Από τότε αν κρατήσω γιασεμιά, λαχταρώ. Τα μυρίζω, γυρίζω στο φευγάτο καιρό και στην ξέγνοιαστη χάρη των ονείρων πρωινών, σκεφτικό παλικάρι δεκαπέντε χρονών. 85 Καθώς μένει αποπάνω στο κρεβάτι σου μια κρεμασμένη στον τοίχο γκαρδιακή ζωγραφιά, και στον ύπνο όταν πέφτεις, πάντα, κι έξυπνος, νά! πρώτα πρώτ’ αυτή βλέπεις, και την ίδια στερνά, μπρος μου η θύμηση μένει, το λευκό γιασεμί, 90 μια στιγμή και δε φεύγει, μια πνοή και δε σβει. Και η τεχνίτρα μου η σκέψη στην καρδιά μου που ανθεί μ’ ευωδιάζει σαν άσπρο γιασεμί και με ζει. |