Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Μια βραδιά σ’ ένα σπίτι

Οἶος πέπνυται.
Όμηρος

Και μετρημένη συντροφιά, προσμέναμε στο σπίτι, και ο στοχαστής και η λυγερή και η μουσική και ο στίχος. Έξω του Μάρτη είν’ η νυχτιά, της καλοσύνης η ώρα, φεγγαροφωτοπλούμιστη, μαργαριταρωμένη, 5 γλυκονυχτιά ανοιξιάτικη, μιας μπόρας προμηνύτρα. Κι έξαφν’ ακούσαμε: —Θά ’ρθει!— Και σα ν’ άνοιξε κάποιο παράθυρο και να ’μπασε γοργοσάλευτο αγέρι, μας τάραξε το γρίκημα τ’ απάντεχου ερχομού σου, και ξάναψε τον πόθο μας της παντοχής σου η θέρμη. 10 Στο σπίτι εσέ προσμέναμε, των ταξιδιών πιλότε στ’ άγρια τα νυχτοπέλαγα και στα βαθιά κανάλια, που το τιμόνι κράτησες οδηγητής να μπάσεις το νέο καράβι τ’ άμαθο στη θάλασσα της δόξας, κι έξαφνα — μαύρος ουρανός κι έξαφνα μαύρη μέρα, 15 και το τιμόνι παρατάς, και μέσ’ απ’ το καράβι, του καραβιού σαν ξένος πια και σα βαριεστισμένος, μέσα στη βάρκα σου έφυγες αλύγιστος, αμίλη- τος, δε γνωρίζαμε για ποιά ταξίδια αλλού, ποιός ξέρει! Στο σπίτι εσέ προσμέναμε, το μήνυσες, θα ’ρχόσουν 20 αραξοβόλι μιας στιγμής να βρεις και λίγη ανάσα στο λιμανάκι απάνεμο πού ηταν από τραγούδι κι από πνοή μελωδική κι από γυναίκεια λάμψη.

Ο ένας δειλά σε χαιρετά κι ο άλλος βουβά σε βλέπει, και ποιος φιλεί το χέρι σου και ποιος τα λόγια βρίσκει 25 ρητορεμένα τορνευτά για να σου τα προσφέρει· και νά ο σεβάσμιος ραψωδός μιλώντας σου δακρύζει, και του σπιτιού με την καρδιάν ακέρια ολανοιγμένη καλωσορίζει σε η κυρά και σε πολυχρονίζει· συνταιριαστής θησαυριστής των εναρμόνιων ήχων, 30 χαίρεται ο κύριος του σπιτιού χαρά από σε μεγάλη και πρόθυμα στα πόδια σου θα σκόρπιζε το βιος του για να δοξάσει το έργο σου, για να τιμήσει εσένα, κι όλο το σπίτι αγάλλεται κι όλο το σπίτι σειέται. Όμως εμείς αθάρρευτοι και ανήσυχοι μπροστά σου, 35 και υπάκουοι κι ανυπόταχτοι, μαζί παιδιά και αφέντες, καθώς θα στέκουνται συχνά, ψυχές ταλαντεμένες (γιατί σιμώνει ο θαμασμός, το ρώτημα κεντρίζει, μα η περηφάνια πόδισμα κι ο φόβος μάκρεμα είναι), στους ήρωες της ενέργειας μπρος οι αναθρεφτοί του ονείρου. 40 Τα μουσικά πουλιά δετά μες στ’ αργυρά κλουβιά τους καρτερούν ανυπόμονα το πρόστασμα ν’ ακούσουν για να χυθούν αϋλόφτερα, της φαντασίας μεθύσια. Τ’ άνθια, νερόχαρα, κι αυτά στα βάζα τους προσμένουν τα δάχτυλα που θα βαλθούν να τα στεφανοπλέξουν. 45 Του τραγουδιού μια δέσποινα για τη δική σου χάρη, σάμπως με βέργα μαγική, με το μελένιο στόμα στο χορό σέρνει το λαό τον υποταχτικό της. Τα ελεφαντένια κόκαλα του πιάνου σπαρταρούνε, καθώς τα γγίζουν πύρινα, σα χείλη που φιλούνε, 50 τα ευγενικά και τα σοφά δασκαλεμένα χέρια. Στου θείου του στίχου τα φτερά μια Μούσα ονειρεμένη φέρνει του πρωτομάστορη την όμορφη γυναίκα, που το αίμα της το ρίζωσε το θρυλικό γιοφύρι, τι, μετρημένη συντροφιά προσμέναμε στο σπίτι, 55 και ο στοχαστής και η λυγερή και η μουσική και ο στίχος.

Κι εγώ έναν ύμνον ύψωσα μες στην ψυχή μου, ψάλτης:

—Στα χρόνια τα πρωτόγονα τα πρωτοϊστορισμένα και τα δυσκολοφάνταστα του μύθου και του θρύλου, στης ιστορίας τον ουρανό πριν ανατείλ’ η Ελλάδα, 60 ξεχωριστός ο αστρόκοσμος ο παναρμονισμένος του νόμου, του συλλογισμού, του σμιλαριού, του στίχου, στης ιστορίας τον ουρανό εσύ έφεξες, ω πρώτη και τελευταία της ιστορίας ελληνικής κορόνα, στα φωτογνέφια ανάμεσα τ’ άπλαστ’ ακόμα, αστέρι 65 δαχτυλιδοστεφάνωτο και μεσουρανισμένο και γινωμένο, το χορό τον κυκλικό οδηγούσες, και γύρω δορυφόροι σου, πίσω υποταχτικοί σου, στεριές και κάστρα και νησιά και θάλασσες, τα έθνη, και ρύθμιζες το βήμα τους κι ήσουν εσύ το φως τους 70 κι εσύ τους νόμους έδινες και μοίραζες τις τέχνες απ’ τους βαθιούς λιμιώνες σου στους μαυροθαλασσίτες γιαλούς κι από την Αττική στης Αφρικής τους άμμους. Δαιδάλεα Εκατοντάπολη, των πόλεων τιθασεύτρα, τα Αιγαία σε προσκυνούσανε και οι Φαραώ απ’ το θρόνο 75 με σέβας προσηκώνονταν για να τους χαιρετίσουν τους γιους σου πλουσιοπάροχα σταλτούς εκεί από σένα. Πριν πλάσει το τραγούδι της η λύρα των Ομήρων, χαρίστρα Ολύμπων από θεούς κι από ήρωες Ολύμπων, τη ζήση σου έκαμες εσύ και Οδύσσεια και Ιλιάδα, 80 μάνα γεννήτρα που έθρεψες με το δικό σου γάλα στα κορφοβούνια σου και θεών κι ανθρώπων τον πατέρα, και που κριτή στα τάρταρα και στα ηλύσια ρήγα τον κοσμοξάκουστο έστειλες δικό σου βασιλέα με τ’ όπλο του πολεμιστή, τη ζυγαριά του δίκιου.

85 Κι έξαφνα η χάση του αστεριού στων ουρανών τα πλάτια.

Γραμμένο το σπαρτάρισμα στου ξεπεσμού τα νύχια. Τίποτε δε στυλώνεται, και των εθνών οι δόξες σαν τα καλόκαιρα περνάν και σαν τα νιάτα σβήνουν. Κι αν για τον ίδιο ανθόκηπο γυρνάν τα καλοκαίρια, 90 μα για την ίδια τη ζωή δεν ξανανθούν τα νιάτα· της Πολιτείας τ’ ανθίσματα κι αν κάποτε διπλιάζουν, ποτέ όμοια δεν ξανάρχονται, σαν όλα εδώ του κόσμου. Τα λασιθιώτικα βουνά και οι σφακιανές μαδάρες και ανάμεσα ψηλότερος και σαν πατριάρχης γίγας 95 ο Ψηλορείτης, τα βουνά τα πυκνοδασωμένα σε πλάγια, λάκκες, και κορφές κρατάνε των αιώνων παθήματα μαθήματα, της μοίρας τα δεφτέρια και της ανθρώπινης βουλής τους δρόμους και τους τρόμους και των καιρών τις αλλαγές, τις πληρωμές των αιώνων, 100 σεισμούς, ξεθεμελιώματα, και στ’ ακρογιάλια σου όλο, κι όσα της θάλασσας οι αφροί της Άσπρης τα ραντίζουν, κι όσα του πέλαου Λιβυκού τα κύματα τα δέρνουν, όλο λαών ξεβράσματα στα χλωροχώματά σου κι αράσματα καταχτητών και λημεριάσματα όχλων 105 αλλόφυλων, κι ο Ασιανός κι ο Αφρικανός κι ο μέγας ο δαμαστής κυβερνητής των κόσμων, ο Ρωμαίος. Στη μέση από τα πέλαγα, για βίγλα ή για ταμπούρι, σε ορέγοταν κάθε ληστής, ανάπαψη ή καρτέρι, κι από τη γη των Ισπανών που είχε πατήσει ο λύκος 110 κουρσάρος ο Σαρακηνός, μονιά του κάνοντάς τη, λάγνα σε πόθησεν εσέ και καταπάνου σου ήρθε, τι ανάβρυζες, του φάνταξες, το μέλι και το γάλα, σε πήρε και σε μόλεψε, κι αφόρμισε η πληγή του, από την Αίγινα ώς εσέ, γαγγραίνιασμα, κατάρα 115 στα δροσοδωδεκάνησα και στις φωτοκυκλάδες. Στα καρπερά χωράφια σου και στις ξεροκαμπιές σου κι όπου δε φτάνει ο άνθρωπος να θυμηθεί, θυμούνται και την καντήλα την ιερή της μνήμης την κρατούνε το χάλασμα κι η αχάλαστη φύση, να καίει, ποιός ξέρει! 120 Στους κήπους σου οι πορτοκαλιές οι μοσκοβολισμένες θ’ ακούν από τα γέρικα τα λιόφυτα, ποιός ξέρει! ποιές ιστορίες πανάρχαιες, ποιές! και θα τις ξαναλένε· κι απάνου στα ψηλώματα και μέσα στις ραχούλες νά και οι πελώριες καστανιές και τ’ αγριοκυπαρίσσια· 125 στα κυπαρίσσια οι καστανιές θα τα ξομολογιένται, ποιός ξέρει! τί άγραφα δεινά, και θα τα διαλαλούνε τα πεύκα σου με τα πουλιά, και τα πλατάνια μ’ όλα τα κρυόνερα, τα ιστορικά και τα δοξαστικά σου. Α! Ονείρατα και χίμαιρες των υπνοφαντασμένων 130 ποιητών! Η φύση ανθρώπινα μάτια κι αφτιά δεν έχει, καθώς μηδέ το πρόσωπο, και την ψυχή μας μήτε, δεν αγαπά, δε βούλεται και δε θυμάται η φύση, καθώς εμείς θυμούμαστε, βουλιούμαστε, αγαπούμε. Αφάνταστη, αζωγράφιστη, κι απάνθρωπη είν’ η φύση 135 ψυχή, κι αν κρύβει στοχασμούς, μέτρα, σκοπούς, φροντίδες, τα πάντα ακατανόητα κι έξω από μας, και πέρα. Κι αν τη δική μας την ειδή στων όλων τον καθρέφτη κοιτάζουμε, το κρύσταλλο που δείχνει την ειδή μας, ακάμωτο και ασύντριφτο και μυστικό και ξένο.

140 Μα η Φύση αν είναι αδιάβαστη, της Ιστορίας τα χέρια πάντα παντού σκαλίζοντας, πάντα παντού το γράφουν με δυσκολόσβηστα ψηφιά, με λαμπερά σημάδια και στου θνητού το λογισμό και στο κορμί της πλάσης με τα φύλλα τ’ αρίφνητα το μέγα της βιβλίο, 145 να το διαβάζεις, Άνθρωπε, και να το μνημονεύεις.

Χρυσά τα φύλλα που μιλάν για τη δική σου δόξα, μαύρα τα φύλλα που ιστορούν τα πάθη τα δικά σου, με το σπαθί σου τα ’γραψες, μοσκοβολάν μπαρούτη, σαν αγριεμένος ουρανός αστράφτουν και βροντάνε. 150 Κελαηδισμός ανέλπιστος μέσα τους κάπου κάπου σιγά και αργά, τολμητερά να ξαπλωθεί γυρεύει, της νέας ελλήνισσας φωνής τα πρώτα ρυθμισμένα λόγια στα φύλλα του βιβλίου γλυκοψιθυρισμένα, σα για να χτίσουν έτοιμα του Λόγου το παλάτι 155 για της Σοφίας το θρόνιασμα, για τη χαρά της Τέχνης, καθώς η Τέχνη εδώ δειλά κι εκεί γερά πατούσε στα λαμπροκαίρια μινωικά τα πρωτοϊστορημένα. Μα ήρθεν η νύχτα της σκλαβιάς και η άβυσσο του ολέθρου, του φράγκου σ’ έσφιξε η τριχιά, της Βενετιάς οι αρμάδες 160 οι θαλασσοκρατόρισσες κι εσένα αλυσοδέσαν. Του σκορπιού τούρκου το κεντρί σε τρύπησε φαρμάκι, στο μυριοστριφογύριστο κρυψώνα που ρουφούσε τη λεβεντιά, την παρθενιά της Πασιφάης το τέρας, πώς μπήκες άβγαλτα κι εσύ, πώς παραστρατισμένη 165 κατάπεσες, πώς νύχτωσες, πώς έρεψες, πώς πήγες! Όχι! Μεγάλος σου ο Θεός! Της Πασιφάης το τέρας κι α σ’ έθαψε στους γύρους του, δε σκότωσεν εσένα. Του Νικηφόρου του Φωκά οι στρατοί κι οι αϊτοί του κάκου στη γη σου δεν τ’ αφήσανε το πέρασμά τους. Μπόλι 170 βυζαντινό το κέντρωσε το κρητικό το δέντρο, της Πόλης τ’ αρχοντόπουλα στα κρητικά λημέρια γενιές ριζοθεμέλιωσαν και μετερίζια υψώσαν, πάντα μαλιά με τον οχτρό και αγώνας με τον ξένο, και οι δυο σταυραδερφές ψυχές διπλά δυναμωμένες. 175 Με της κυράς Εφτάλοφης το φιλί σφραγισμένη κι αν της Εκατοντάπολης τη χάρη δεν ξανάβρες, δεν είσ’ η εκατοντάπολη, μα εκατοντάψυχη είσαι.

Δικές σου είναι δυο Δύναμες· μια ενέργεια και μια δίψα, μιαν αρχαγγέλισσα και μιαν ημίθεη Αμαζόνα. 180 Στα χρόνια τα σκοταδερά τα θαλασσοπνιμένα η Αντίσταση κι η Λευτεριά φωτάν και ζουν εσένα. Πάντα της αρχαγγέλισσας το λάβαρο ανεμίζεις, το σπαθί πάντα παίζεις της ημίθεης αμαζόνας, χτίζεις βωμούς της λευτεριάς, η αντίσταση σου σκάβει 185 λάκκους μπροστά στα πόδια σου και τάφους· δεν τους τρέμεις. Ο νιος κονταροχτυπητής, το ρηγικό βλαστάρι, του τραγουδιού σου ο διαλεχτός, ο καβαλάρης πού ηταν όλα του μαύρα, το φαρί, τ’ άρματα, η φορεσιά του, τι μαύρη ήταν κι η μοίρα του, κι η ορφάνια του μεγάλη, 190 τη σκοτωμένη Αγάπη του πενθούσε και θρηνούσε, της σκοτωμένης ο φονιάς, αλίμονο! αυτός ήταν, κι ας ήταν άθελος φονιάς, όμως λεβέντης πάντα, πάντα κονταροχτυπητής, το ρηγικό βλαστάρι, του τραγουδιού σου ο διαλεχτός, ο νιος ο καβαλάρης, 195 και μ’ όλη τη μαυρίλα του, μ’ όλη την αμοιριά του, του Σπιθολιόντα νικητής, τ’ άθεου Καραμανίτη, φαντάζει κι είν’ η εικόνα σου, και πνέει κι είν’ η ψυχή σου. Τη ρήγισσαν Εφτάθρονη σα μόλεψεν ο Τούρκος μέσα στην Άγια της Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, 200 κι όλα στα πόδια του μπροστά σφαμένα, ρημασμένα τα όπλα, οι τάπιες, οι άνθρωποι, κι αχούρια τα παλάτια, όλα, απ’ το ρήγα ώς το παιδί στην αγκαλιά της μάνας, μες στο σφαμένο το λαό, στο ρημασμένο τόπο κανείς δεν αντιστέκεται, κανείς ορθός. Μονάχα 205 δράκοι και δρακοντόπουλα, μια φούχτα παλικάρια, από τα παλικάρια σου κι από τα χώματά σου σε μια αγκωνή με τα σπαθιά, με τα κοντάρια, ολόρθοι, ολόρθοι και απαράδοτοι και ανέλπιδοι κρατήσαν τον ιερόν Αγώνα ορθό και στο ξεψύχισμά του, 210 σα να ’θελαν περήφανα τα μάτια του να κλείσει, ορθός, χωρίς να λυγιστεί, χωρίς να γονατίσει.

Στα χρόνια τα μαρτυρικά τα σκλαβοπατημένα που των πατέρων η φυλή πορεύοταν και ζούσε, σερνάμενη πορεύοταν, ξεψυχισμένη ζούσε, 215 κυνηγημένος του βουνού κλέφτης, ραγιάς του κάμπου, και του σκολειού γραμματικός κρυφονυχτερεμένος, μες στων πατέρων τη φυλή της λευτεριάς μαχαίρα και της αντίστασης βροντή,— κι ώς τα στερνά, ώς τα τώρα της φυλής κράτησες εσύ το φλάμπουρο υψωμένο, 220 και μ’ όλα τα ξεφτίσματα, με τα ξεσκλίδια του όλα, σαν άγγιχτο και αγέραστο και απρόσβλητο και ακέριο, κι έγινες άξια να κραχτείς η Ελλάδα της Ελλάδας.

Κι όταν ο Κύριος θέλησε, και γλύκανε ο θυμός του, κι άνθισε Απρίλης κι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου 225 κι από τις δυο σου Δύναμες, δεξά τη μια, την άλλη ζερβά, σφιχτοκρατούμενη (σαν κόρη που οδηγούνε δυο εκστατικές ιέρισσες προς το βωμό ενός γάμου), φερμένη στη ζεστή αγκαλιά της Μάνας παραδόθης, η Μάνα, μια καρδιά πυρή και φτερωτή μια σκέψη: 230 —Μπροστά σου, ως να ’ρθα εγώ σ’ εσέ, κι όχι εσύ προς εμένα!— Μα ήρθες εσύ. Στα χέρια σου τα αιματοσταλασμένα κι ακόμα απ’ άγριο μακελειό κι απ’ την αγία θυσία, στα χέρια σου δυο ατίμητα πετράδια λαμπυρίζαν, οράματα σα θάματα, ρουμπίνι και ζαφείρι, 235 σου τα χαρίσαν θυμητάρια φυλαχτάρια οι δυο σου Δύναμες· τούτο η Λευτεριά, τ’ άλλο η Αντίσταση. Ήρθες. Όμως δεν ήρθες μοναχή. «Νά ο Κυβερνήτης!— είπες:— Στα χρόνια τα πρωτόγονα τα πρωτοϊστορισμένα για σας, για μέ παντοτινά πρασινοφυτρωμένα, 240 καινούρια, από σβηστών καιρών πιο αλαργινών τα βάθη, πριν γείρω απ’ τ’ αποκάρωμα, και πριν παραμερίσω, στη Σπάρτη νόμους έδωκα, την Τέχνη και τη Δίκη, τη θέισσα την αγέλαστη και την ολόανθη χάρη τις φανερώνω στους λαούς τους ασπροθαλασσίτες. 245 Κι ύστερα η νύχτα κρύβει με και η λησμονιά με τρώει, και η αττική φεγγοβολιά παντού χυτή, και κάθε φέγγος θολώνει ώσπου το σβει, και το δικό μου πάει. Μα στων αιώνων τα έγκατα και στ’ άψαχτα της νύχτας, καθώς η θάλασσα, καιρούς, βαστάει μαργαριτάρια, 250 θάμα μες στων ολόβαθων κρυψώνων της τους κόσμους, βαστάω κι εγώ ένα θησαυρό και σας τον ξαναφέρνω, τον κυβερνήτη στυλωτή, τον κυβερνήτη νόμο. Νά οι μέρες που προφήτεψαν οι σίβυλλες και οι ψάλτες! Γελά η πανώρια η Κέρκυρα προς τη χαρά της Λέσβος, 255 από τον Όλυμπο χορός ώς του Μαλιά τον Κάβο. Νά οι δρόμοι ολάνοιχτοι, στρωτοί, και οι δάφνες και τα ζήτα μπρος να περάσει ο Βασιλιάς και ο Κυβερνήτης πίσω. Μακεδονίτισσες κορφές και ο Κίσσαβος και η Γκιώνα γνεύτε του Πενταδάχτυλου, την Ίδη χαιρετίστε. 260 Μα νά και οι μέρες μακριάθε αγναντεμένες λάμιες από τις κακογύφτισσες και τις γριές στρίγλες, άκου! Σφυροκοπάν οι Κύκλωπες, τάματα ολέθρου, τα όπλα για τους αρίφνητους λαούς και τους τιτάνες κόσμους. Η Ευρώπη, απέραντη φωτιά μες στο σκοτάδι του Άδη, 265 και ω μικροκάμωτη εσύ γη με την τρανή ιστορία, και απόσκεποι και ξέσκεποι, και σε παραμονεύουν μακρόνυχα όρνια, βάσκανες φιδοματιές, οι οχτροί σου. Μην τον ξεχνάς το Βούλγαρο, μην μπιστευτείς το Σλάβο, τον Τούρκο μην καταφρονάς, και πάντα να υποπτεύεις 270 τον ξένο, φράγκο απ’ το βοριά και φράγκο από τη δύση. Τα δαφνοκλάδια που έστρωσες κλινάρια μην τα κάμεις για να πλαγιάσεις· τ’ άρματα στεφάνωσε μ’ εκείνα, και πάντα κράταε τ’ άρματα, και ολονυχτιά στο πόδι βιγλάτορας βλεπάτορας από ψηλά ταμπούρια. 275 Και τόλμα. Πρέπει να τολμάς. Άγια Σωτήρα η Τόλμη.

Κι αν ήρθαν χρόνια δίσεχτα κι αν οι καιροί οργισμένοι κι αν χώρισε τ’ αχώριστα διχόγνωμη η αμάχη, της αρμονίας εγώ ψηχή, κι εδώ τα λόγια μου είναι της αρμονίας η δέηση, της αρμονίας ο ύμνος. 280 Νά ο Βασιλιάς με το σπαθί και ο Κυβερνήτης νά τος με τη βουλή, και νά τηνε κι η Πολιτεία, κορόνα, λαμποκοπούνε στης κορόνας την κορφή διαμάντια και τα διαμάντια είναι διπλά, σφιχτοπεριπλεμένα. Δόξα σοι, των πατέρων Θεέ, Θεέ, δόξα, των Ελλήνων! 285 Στου επαγγελμένου Βασιλιά το πλάι ας είναι ο τόπος του επαγγελμένου Λειτουργού! Κι εμπρός, θρασά ταξίδια, στ’ άγρια τ’ ανοιχτοπέλαγα και στα βαθιά κανάλια, του επαγγελμένου Καραβιού που κρατάει στυλωμένη στην πλώρη, αλύγιστο είδωλο, μια γοργόνα: τη Δόξα!»—

290 Έξω του Μάρτη είν’ η νυχτιά, της καλοσύνης η ώρα, φεγγαροφωτοπλούμιστη, μαργαριταρωμένη, γλυκονυχτιά ανοιξιάτικη. Μιας μπόρας προμηνύτρα.

28 του Μαρτιού 1915