Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Κομμάτια


Παλιέ ζωγράφε συλλογισμένε.

V. Hugo
Γλυκιά μια εικόνα
κρέμετ’ εμπρός σου·
βάλ’ της το φως σου,
κορόνα.

(«Πεντασύλλαβοι»)
. . . . . . . . . . . . . . . . . .

—Ποιά είσαι, και ποιός να σ’ έστειλε; —Σταλμένη, από κανένα. Δεν ξέρω ποιά αζωγράφιστα και ποιά ζωγραφισμένα σου δίνουν κάποια δύναμη, σου φέρνουν κάποια χάρη. Αστέρια τα έργα σου, μπορεί, κι εσύ ζωγράφος θάμα· 5 μα εγώ δεν το θιαμαίνομαι το κοντύλι σου, μήτε της ζωγραφιάς σου πρόβαλα γυρεύτρα ή αγοράστρα. Εγώ ειμ’ αλόγιαστη ψυχή κι εγώ ειμαι ανίδεη σκέψη. Μ’ έφερε ανηφοριάτικος ο δρόμος ίσα απάνου στο σπίτι σαν ασκηταριό και σαν ερημοκλήσι 10 που τ’ αργαστήρι σου άπλωσες κι άνοιξες το ναό σου, κρυφέ ζωγράφε και ακουστέ που ολαγρυπνάς και πλάθεις με την αγιονορίτισσα, την καλογερική σου τέχνη, στο κερομάστιχο, στον τοίχο, στο σανίδι τις Παναγιές για τα κελιά, τους άγιους για τα τέμπλα 15 και των αγγέλων τους χορούς για τα προσκυνητάρια. Μπροστά μου πόρτα ολάνοιχτη, και μπήκα. Έτσι δε μπαίνει αεροφερμένη, κάτασπρη, λιγόζωη πεταλούδα στου σπιτιού μέσα τα θαμπά με τα φτερά του Απρίλη;

—Και θέλεις, τί; —Εγώ; Τίποτε. —Κι ήρθες με ποιόν; Τί φέρνεις; 20 —Με τα τριαντάφυλλα έρχομαι, τριαντάφυλλα σου φέρνω.

. . . . . . . . . . . . . . . . .
Θαμμένο τ’ αργαστήρι μου σε μια πλαγιά του λόφου, δύσκολα μάτι ανθρώπινο ξανοίγει το από κάτου. Μα εγώ από τ’ αργαστήρι μου κάθε φορά που ρίξω το μάτι μου εξεταστικό στα γύρω και στα κάτου 25 ξανοίγω όλα τ’ ανθρώπινα, και ξεχωρίζω κόσμους. Ο λόφος όπου το ’στησα της τέχνης τ’ αργαστήρι χλωρός και σα ζωγραφιστός· για το κοντύλι μου είναι. Πολλά δρομάκια φέρνουνε προς την κορφή του, στέκει χρυσή κορόνα του η κορφή, και της κορφής κορόνα 30 το εκκλησιδάκι το παλιό με τ’ άσπρο σταυροθόλι, πάντα σα να είναι στο δροσό, στο ξέφωτο, στη νιότη, με την καμπάνα προύτζινη, με μιαν ελιά ασημένια· ειδωλολάτρα είν’ η ελιά και χριστιανή η καμπάνα. Άγιοι σεμνοί, γυμνές ξωθιές, κονίσματα και σκιάχτρα 35 σαν αδερφάκια ζουν εκεί και σαν ταιράκια σμίγουν. Απάνω εκεί, λειτουργηθείς γιά φιληθείς, το ίδιο, και η προσευκή με το φιλί καμιά όχτρητα δεν έχει.

Γάργαρη ρέει στο ρίζωμα του λόφου η βρυσομάνα, θα ’πιες το κρύο της το νερό στου χεριού σου τη φούχτα, 40 σερπετή, και θα τράβηξες προς την κορφή του λόφου μέσ’ απ’ το φιδωτό στρατί που το μοσκοβολάνε πλουμίζοντάς το οι λυγαριές, τα θρούμπια και τα ρείκια, στο εκκλησιδάκι το παλιό με τ’ άσπρο σταυροθόλι, και το σταυρό σου κάνοντας θα τ’ άναψες, το ξέρω, 45 μ’ ευλάβεια το κεράκι σου στο κόνισμα του αγίου, και σα διπλόψυχο ύστερα και σα διπλόζωο πλάσμα, πότε καλόγριας λογισμός, πότε χορός τσιγγάνας, θα ’γειρες κάτου από της ελιάς τον ίσκιο, φως του ίσκιου, ποιός ξέρει με ποιόν έρωτα, ποιός ξέρει με ποιόν πόνο, 50 Ψυχή, ω ψυχή μου…

. . . . . . . . . . . . . . . . .
Σούρουπο. Το ηλιοβασίλεμα ήταν ως κόρης λιγοθύμισμα που δείχνοντάς την ξάφνου κερένια, ξέστηθη, σβηστή, και σαν παραδομένη, την κάνει πιο πιθυμητή, και μέσα μας ξυπνάει, 55 —μαζί με τη φροντίδα μας που σα μητέρα τρέχει ν’ ανοίξει τα ματάκια της και να τη ζωντανέψει— λαχτάρισμα ηδονόπαθο για το μεστό κορμί της. Στα πόδια σου τ’ αγνάντεψες απ’ την κορφή του λόφου θαμμένο μέσα στην πλαγιά της τέχνης τ’ αργαστήρι, 60 και τράβηξες και στάθηκες απόξω από την πόρτα, κι η πόρτα σιγανοίχτηκε, χωρίς να τη χτυπήσεις, και μπήκες, ξαφνοπρόβαλες κι ολόρθη εμπρός μου εστάθης, πανήμερη, πανάλαφρη, πανώρια, παντογνώστρα. Κι αν από των τριαντάφυλλων χυμένη την πατρίδα, 65 το ρόδο εσ’ είσαι μιας ορμής, δεν είσ’ η ανίδεη σκέψη. Σα να ’ρθες αλογάριαστα κι άλλα πολλά να μάθεις, το μέρωμα, τ’ αλάφρωμα, την ομορφιά, τη γνώση για να τα πας ψηλότερα, στο πλάι μου, μέσα σου, όλα μες στα φτερά κάποιου έρωτα πρωτοδοκιμασμένου, 70 ω του ζωγράφου βραδινή και ηλιοβασιλεμένη φωτιά και αγάπη και ηδονή και τελευταία και πρώτη, σαν από μέσα απ’ τις πηγές των υπερούσιων τύπων στη σκέψη την πλατωνική πρωτοζωγραφισμένων, κατεβασμένη, επαγγελτή, για το κοντύλι μου ήρθες.
. . . . . . . . . . . . . . . . .
75 Εμένα το κοντύλι μου με την καρδιά μου είν’ ένα, βλέπει μου εμέ ο χτυπόκαρδος και η πινελιά μου κλαίει.
. . . . . . . . . . . . . . . . .
Το περιβόλι εγώ αγαπώ που πάει να γίνει δάσος.
. . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο πρώτος ο αλησμόνητος νεκρός, το παλικάρι που ζούσε του βιβλίου πιστός και ποθητός μας ήταν, 80 κι ο δεύτερος της φλογερής καρδιάς σου ο λατρεμένος, περήφανος απ’ ομορφιά και πλούσιος από νιάτα, κι ο άλλος ο τρίτος των ωχρών χειμώνων ο διαβάτης, ο διψασμένος των παθών, των ίσκιων ο ζωγράφος, και οι τρεις, νεκροί και ζωντανοί και ζωντανόνεκροι, όλοι 85 μες στην ψυχή σου χώρεσαν που είν’ ουρανός ή τάφος. Τον ύπνο τον αξύπνητο του πρώτου ανθοδροσίζεις, προσφέρεσαι στο δεύτερο, τριαντάφυλλο του Απρίλη, και με τον τρίτο γίνεσαι φως του ήλιου που αργοπέφτει και που ασημώνει κρύα βροχή, βουβή και λυπημένη. 90 Ψυχή, ω ψυχή μου… Τρίψυχη και τρισαγαπημένη.
. . . . . . . . . . . . . . . . .
Των Ουρανών ιστόρισα την Πλατυτέρα απάνου από το Βήμα το ιερό, στης εκκλησιάς τον τρούλο τον Παντοκράτορα έστησα με τα μάτια που βλέπουν πάντα στα πάντα στυλωτά και πιο βαθιά απ’ τα πάντα. 95 Στον τοίχο, στο ψηφιδωτό, στο ξύλο, στο βιβλίο σεμνούς αγίους αλύγιστους και σάμπως καρφωμένους απ’ το χέρι του αοράτου στου μυστηρίου το βύθος πήρα και τους ανάστησα. Και μες στα Συναξάρια και μες στα Τετραβάγγελα και μες στα εικονοστάσια 100 μιαν σάρκαν άυλη χάρισα στις θείες τις λειτουργίες και στις δεσποτικές γιορτές ασκητικά κουφάρια. Στα φύλλα τα περγαμηνά ζωγράφισα τον Όρθρο νυμφίο, παρθένα φρόνιμη ζωγράφισα τη Νύχτα κι ανάμεσό τους βιβλικό πατέρα τον Προφήτη. 105 Δίνω στα χέρια του βοσκού την άρπα, τη σφεντόνα, του βασιλιά τη μάνητα πρααίνει με την άρπα, το γίγαντα η σφεντόνα του χτυπά, και την κορόνα τριπλή τού βάνω, ρήγισσα, προφήτισσα και ψάλτρα. Και με λιοντάρια και μ’ αϊτούς, κι απάνου από μνημούρια 110 γονατιστές ολάνοιχτα, για την αιωνιότη μες στα βαριά δεσποτικά φορέματα τους άντρες έκλεισα τους αγέλαστους, χορταριασμένους πύργους, και τις ψυχούλες του καημού και τ’ άνθια της λατρείας, εδώ τους Ευαγγελιστές κι εκεί τις Μυροφόρες. 115 Με τα στεφάνια αχτιδωτά στ’ αράπικα άλογά τους αρματωμένους έβαλα τους τρεις αγίους Ακρίτες, και τα τριμόρφια μου ακριβά και το κοντύλι μου ένα. Του Πανσελήνου ασύγκριτου μαθητής άξιος μέσα στου χρυσοσύγνεφου το φως παράστησα το Βρέφος 120 με των αγγέλων τη χαρά, τη φλόγα των ερώτων. Κι απ’ τ’ αργαστήρι μου, ναό που λειτουργούσε νύχτα και μέρα —Δεύτε, λάβετε το φως!— και το σκορπούσε στις εκκλησιές και στις καρδιές, προσκυνητές και λάτρες, κόσμος, πιστός και των θεών και του τεχνίτη αντάμα, 125 τι εκείνος ήτανε του θεού και πλαστουργός και πλάσμα. Ψυχή, ω ψυχή μου, και ήρθες εσύ. Γιατ’ ήρθες; Από τότε σε πήρε το κοντύλι μου και σε κρατά κι αφήνει, κι όπου διαβεί κι όπου σταθεί, της όψης σου τ’ αχνάρια στον τοίχο, στο ψηφί και στο χαρτί και στο σανίδι, 130 τ’ αφήνει για την εκκλησιά και για το μοναστήρι, για του κελιού τη μοναξιά, για του σπιτιού τη δέηση, καθώς αφήνει, σα χυθεί στα γαλανά του αέρα, το πούπουλο άσπρο το πουλί, τον καπνό μαύρο η φλόγα. Γλυκοφιλούσες Παναγιές, Κυράδες Τριχερούσες 135 γεννιούνται με τα νιάτα σου και με το πρόσωπό σου, γελούνε με το γέλιο σου, με τη ματιά σου βλέπουν, της κοσμικής και σαρκικής και ηδονικής σου εικόνας τα μυστικά, τα εκστατικά, τ’ άγια κονίσματα ίσκιοι, και είν’ ο δικός σου ο λατρεμός που ζει το λάτρεμά τους.
. . . . . . . . . . . . . . . . .