Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Οι νεράιδες


Πέρασε ο καιρός των ανεράιδων

Mistral («Καλαντάλ»).

Ο ΛΥΡΑΡΗΣ

Μην την είδατε, διαβάτες και περάτες, τη γυναίκα μου, την αγαπητικιά μου;

Στο νεραϊδοβούνι μες στη ρεματιά πλένουν οι νεράιδες τα χρυσά σκουτιά.

5 Στη λαμποκοπούσα νεραϊδοσπηλιά ξωτικές χτενίζουν τα χλωρομαλλιά.

Τα μεσάνυχτα, ώρα που τα ξεκινά τα στοιχειά, τα μάγια, και τα παγανά, πώς γλυκοκοιμάστε με τ’ αγνά πουλιά, 10 γάργαρα νεράκια, σε ζεστή αγκαλιά! Μα γοργοξυπνά σας της ξωθιάς η ορμή που σας παραδίνει τ’ ονειροκορμί· βάι κι αλίμονό του κι όποιου σοφιστεί στα νεραϊδονέρια νά μπει να λουστεί! 15 Κάτου από τα μάτια που ποτέ δεν κλαίνε, θα σου λιώσει η σάρκα, νεραϊδοπαρμένε, σαν κερί. Μες στο χαϊδοχέρι που σκληρά βαρεί, της ζωής σου η χάρη 20 θα κοπεί, λυράρη, σαν κλωστή.

Στα νεραϊδαλώνια, γύρω στη φωτιά, τα φτερά τ’ ανοίγουν οι ξωθιές πλατιά, και προτού, φεγγάρι, να χυθείς, λαμπρό, 25 χύνοντ’ οι νεράιδες, πιάνουν το χορό, κι ο λυράρης παίζει, του Σαββάτου η γέννα, σαν εμένα, οϊμένα! Νεροκόρη θέλει, ξωτικιά γυρεύει, και δασκαλεμένος απ’ το νεραϊδάρη, 30 παίζει κι όλο παίζει, το χορό ταιριάζει, στης φωτιάς την πύρη, στης νυχτιάς τ’ αγιάζι, παίζει και προσμένει και παραμονεύει μια ξωθιά ν’ αρπάξει, μια ξωθιά να πάρει.

Αγλαΐα; Μηλίτσα; Μέλπω; Λαμπετώ; 35 Λεϊμονιά; Σμαράγδα; Χάιδω; Κυμοθόη; Συναξάρι ο νους μου, μέσα μου κρατώ με τα ονόματά τους το νεραϊδολόι. Μόνο τ’ όνομά σου δε μπορώ να πω, νεραϊδογυναίκα και νεραϊδομάνα, 40 σ’ αγαπώ και λιώνω, καρδιοχτυπώ, μόνο τ’ όνομά σου… —Πες το!— Δεν μπορώ, μέσα μου τ’ ακούγω σάμπως να βαρώ νεκρική καμπάνα.

Της ερωταγάπης τα ξανθά τα μέλια 45 τα ήπια στο πλευρό σου, γίνανε φαρμάκια, της ξωθιοπλανεύτρας λύρας μου τα τέλια τα ’φαγαν τ’ αγρίμια και τα χαμοδράκια. —Πρασινομαλλούσα και φεγγοβολούσα, μες στις ανεράιδες ρήγισσα ανερούσα, 50 το ουρανοδοξάρι το ’δενες φακιόλι, για καθρέφτη σου είχες το γλαυκό ουρανό, και διπλό στα χέρια πέρναγες βραχιόλι τον αποσπερίτη, τον αυγερινό. Στο χορό όταν κράταες τ’ αραχνομαντίλι, 55 κρέμοταν η πλάση κι απ’ τα δυο σου χείλη.

Στα νεραϊδαλώνια νεραϊδογαμπρός, με τ’ αμίλητο είχα ποτιστεί νερό, χόρευες το μέγα νεραϊδοχορό, μαύριζε πιο μέγας ο γκρεμός, εμπρός.

60 Και τραγούδαες όλα τ’ άφραστα τραγούδια, και λυράρης με όλους τους σκοπούς εγώ, κι απ’ το φως των άστρων ώς τα πεταλούδια, και τα πάντα, λύρας παίξιμο γοργό.

Κι έξαφνα τη λύρα με τ’ αστροποχέρι 65 τρίψαλο, χτυπώντας, ρίχνω καταγής, κι ο λυράρης γύπας προς το περιστέρι το νεραϊδοταίρι… —Δράχ’ τη, μην αργείς! Αντρειωμένην άκουα μια φωνή: —Κουράγιο! Θα λαλήσει ο κράχτης, ώρα της αυγής, 70 και της βλογημένης μέρας το τρισάγιο θα γκρεμοτσακίσει, θα σκορπίσει ώς πέρα τις ξωθιές της νύχτας, τα στοιχειά του αγέρα. Μα εσύ κράτα, σφίγγε στ’ ατσαλόχερό σου τη νεράιδα σκλάβα, κούρσος σου και βιος σου. 75 Μη σκιαχτείς τα μύρια, τα λογής κορμιά που θα τα φορέσει για να σε τρομάξει και να σου ξεφύγει. Βράχος, κυνηγάρη, στο ξωθιοκυνήγι. Μη σκιαχτείς γκαμήλα 80 και βροχή και φίδι και φωτιά και σκύλα. Βάστα, όσο να κράξει μες στη μαύρη ερμιά την αυγή μηνώντας της αυγής τ’ ορνίθι, να καπνοσκορπίσει τα νεραϊδοπλήθη, 85 και να μείνει μόνο στ’ ατσαλόχερό σου σκλάβα σου η νεράιδα, κούρσος, θησαυρός σου!—

—Της αυγής τ’ ορνίθι δεν το περιμένω, μόνο περιμένω, μόνο λαχταρώ, το μαντίλι θέλω τ’ αστροκεντημένο, 90 που με κείνο ανάερη σέρνεις το χορό…

Νά! το φυλαχτό σου, πάει το φυλαχτό σου! Πήρα το μαντίλι, το μαντίλι πήρα, κι αν κομμάτια η λύρα, 95 του κορμιού σου η λύρα της ψυχής μου η κλήρα. Το μαντίλι σου έχω, νικητής δικός σου, νά ο γαμπρός, νυφούλα, κούρσος σου και βιος σου!—

Στη νεραϊδολίμνη και στη ρεματιά 100 πλύνετε, νεράιδες, τα χρυσά σκουτιά. Στη λαμποκοπούσα νεραϊδοσπηλιά, ξωτικές, χτενίστε τα χλωρομαλλιά!

Των πόθων ακροβλάσταρο, των ξωτικών καμάρι, χρόνια και χρόνια χάρηκα με τη δική σου χάρη, 105 γελούσες, και σου πέφτανε τα ρόδα στην ποδιά σου, μέσα στο σπίτι μου ήλιος του το φεγγοβόλημά σου.

Η νεραϊδένια σου ομορφάδ’ αγαθοσύνη εγίνη, μιαν ανθρωπιά υπεράνθρωπη σ’ εσέ η ταπεινοσύνη, (γερά κλειδομαντάλωσα το μαγικό μαντίλι), 110 της κόρης ήσουν η χαρά μες στη δροσιά τ’ Απρίλη.

Μια βαθιοστόχαστη σιωπή, μια μυστική ησυχία πλασμένη γλώσσα ουρανική να λέει την ευτυχία, αμίλητη, δεν έφτανε τη γλύκα σου τ’ αηδόνι, όλοι της λύρας οι σκοποί μια στεναξιά σου μόνη.

115 Αν τα ’κρυψες, αν τα ’κοψες τα ξωτικά φτερά σου, από τα νύχια ώς την κορφή φτερό το ανάστημά σου. Την ώρα που το σπλάχνο σου στην κούνια του κοιμούσες, οι αγγέλισσες απάνου σου γειρμένες κι οι Ελεούσες.

Πρασινομαλλούσα και φεγγοβολούσα, 120 ήσουν η πλανεύτρα, κι ήσουν η Γελούσα;

—Μην την είδατε, διαβάτες και περάτες, τη γυναίκα μου, την αγαπητικιά μου; Την αποζητάν άντρας, παιδί, και σπίτι, πίκρες και χαρές κι οι ερωταγάπες όλες. 125 Πήγανε παντού, τα πάντα και ρωτήσαν, τα ψηλά βουνά που τ’ αγναντεύουν όλα, κάμπους και χωριά, γιαλούς και περιβόλια, τις φανταχτερές και τις μεγάλες χώρες, ξένους και δικούς, τα σύγνεφα, τ’ αχνάρια: 130 —Μην την είδατε, διαβάτες και περάτες, τη γυναίκα μου, την αγαπητικιά μου;

Έκρουεν ο χορός, βούιζε το πανηγύρι. —Άντρα και καλέ, κι ας πάω στο πανηγύρι, νά μπω στο χορό και το χορό να σύρω, 135 και σα φλάμπουρο στο χέρι ν’ ανεμίσω το μαντίλι μου το νεραϊδοραμμένο. Δώσ’ μου τό ζητώ, και κάμε μου τη χάρη, έτσ’ η αγάπη μας πάντα να ζει και νά ειναι σαν τα κρύα νερά και σαν τα ψηλοβούνια! —

140 Το μαντίλι της το νεραϊδοραμμένο, πήγε στο χορό, το πήρε το μαντίλι, σέρνει το χορό στα νεραϊδένια αλώνια, και σα φλάμπουρο τ’ ανέμισε στο χέρι. Κι όπως ξεκρεμά και ζώνεται ο λεβέντης 145 τα χρυσάρματα και πάει να πολεμήσει, κι όπως τ’ άρμενα τα γοργοξεδιπλώνει, για τα ολάνοιχτα ταξίδια το καράβι, ζώστηκε κι αυτή, ξεδίπλωσε και κείνη τα ολομέταξα τα νεραϊδοφτερούγια, 150 και με τα φτερά του αέρα απαντηθήκαν, κι από κόκαλα σα νά ηταν κι από σάρκα τρίξαν αλαφρά και λάγνα αναγαλλιάσαν τ’ αγερόφτερα στο συναπάντημά τους. Μουσικόλαλη φωνή χυτή γκρικήθη: 155 —Η βασίλισσα είμ’ εγώ των ανεράιδων, λάμια η πλάση μου, Γελούσα τ’ όνομά μου!— Κι όλο ψήλωνε κρατώντας το μαντίλι και χορεύοντας και πάγαινε του ψήλου, κι όλο πιο ψηλά κι ανάερα και πιο πέρα, 160 όσο που ’σβησε στ’ ανάβλεμμα και χάθη. Μην την είδατε, διαβάτες και περάτες, τη γυναίκα μου, την αγαπητικιά μου;

Ο ΑΝΤΡΑΣ

—Λυράρη, αλλάζουν οι καιροί και περπατούν οι μέρες, όλα φτερά, και τίποτε δεν είναι ριζωμένο, 165 και οι τόποι, σαν τον άνθρωπο, κι ανόητα μεγαλώνουν, και η ζήση τους από λογής και θάνατους και γέννες. Όπου ήταν οι χερσότοποι, τ’ αμπέλια πρασινίζουν, κι όπου στα καλυβόσπιτα κατάνακρα το χάνι το σκεβρωμένο σού άνοιγε τη φαγωμένη πόρτα, 170 τώρα είν’ οι χώρες οι πλατιές, με τα ψηλά παλάτια, στον κάματο νυχτόημερες και στην ξεφάντωση όμοιες. Τα μονοπάτια τα στενά με απάνου τους γραμμένα του κάρου τα περάσματα, του μουλαριού τα πόδια, και τα —που τ’ αργοχάραξαν— αχνάρια του αγωγιάτη 175 μέσ’ απ’ του λόγγου τις οξιές κι απ’ τις ελιές του κάμπου, τα μονοπάτια τα στενά τα σβήσανε, τα θάψαν οι δρόμοι οι κατραμόχυτοι και οι σιδερένιες ράγιες.

Αγάλια αγάλια τα βουνά —ποιός ξέρει! κάποιου νόμου και ιστορικού και κοσμικού το πρόστασμα θ’ ακούνε— 180 σαλεύουνε τ’ ασάλευτα και σάμπως χαμηλώνουν τις αχαμήλωτες κορφές και βλέπουν προς τους κάμπους. Και οι κάμποι περπατάν κι αυτοί σπρωγμένοι από τον πόθο γνώρες να πλέξουν και φιλιές με τις μεγάλες χώρες. Και τα χωριά τα ολόδροσα, τα μοσκοβολισμένα, 185 και του νερού και του χλωρού μανούλες, τα μολεύουν της πολιτείας ακάθαρτες μαύρες καπνιές και χνότα. Κι αντί να πάνε τα χωριά πιο αλάργα, ακόμα πέρα, όπου είν’ η πλάση απείραχτη, στα ολάνοιχτα του αέρα,— στραβά και κουτοπόνηρα και νιτερεσολόγα 190 σα νυχτοβάτες ξεκινάν και σέρνονται και πάνε για νά βρουν τύχη πιο καλή κι ανάσασμα πιο πλέριο στη χώρα την κυκλώπισσα με τα εκατό της χέρια που όλο προς όλα απλώνεται, για να ρουφήξει τα όλα, και ή γαλανό βασιλικό και ή κόκκινο της πλέμπας 195 το αίμα όλο μυρίζεται κι όλο το αίμα θέλει.

Και νά οι νεράιδες οι άφταστες και νά οι καλοκυράδες, νά του βουνού οι αρχόντισσες και του χωριού οι βραχνάδες φερτές από μια δύναμη κι αυτές μεταμορφώτρα, στις χώρες κατεβήκανε, στις πολιτείες καθίσαν, 200 και του χαμού του ξεπεσμού γινήκανε γυναίκες. Και κάτου απ’ τις μασκάλες τους τα κρύψαν τα φτερά τους, και τ’ αραχνομαντίλια τους, τ’ άρματα της γητειάς τους, στα ολόβαθα του κόρφου τους τα θάψαν τα μαντίλια, και κάμανε τα πόδια τους φτερά, και για μαντίλια 205 τα χέρια τους απλώσανε, και μοναχά στα μάτια κράτησαν τα δαιμονικά τα δίχτυα τους ακέρια, που δίχως μπλέκουν ξεπλεμό, δίχως γιατρειά λαβώνουν.

Πάντ’ άπιστες, διπρόσωπες, πλανεύτρες, ξελογιάστρες.

Μα εδώ στη χώρα που ήρθανε, στη γη που θρονιαστήκαν 210 τους ήβραν οι κρυφές ξωθιές και οι νεραϊδογυναίκες, λεβέντες της διπροσωπιάς, της απιστιάς μαγνήτες, πιο πλάνους, πιο ξελογιαστές, τους άντρες τους τεχνίτες. Τους άντρες που στοχάζονται, κι ας μην το ξεστομίζουν: —Κι αν είστ’ εσείς τεχνίτισσες, κι εμείς πρωτομαστόροι!— 215 Στη σιδεροθεμέλιωτη ξεχωρισμένη χώρα, η φύση είναι κολίγισσα κι αρχόντισσα είν’ η τέχνη, και τίποτε δε γίνεται χωρίς το θέλημά της και τίποτε δεν πιάνεται χωρίς το δόλωμά της. Τέχνη και τ’ όνειρο κι η ζωή και η ποίηση και η πράξη, 220 και, Αγάπη ηδονολάτρισσα, τεχνίτρα απάνου απ’ όλες! Κι εγώ, μπορεί, από κάλπηδες φλωρί, στον αργαλειό μου, μπορεί, πανιών ανυφαντής που γλήγορα ξεφτίζουν, λαμποκοπώντας πέρασ’ από χέρι σ’ άλλο χέρι, και φάνταξαν τα έργα μου σαν αραχνοπλεμένα. 225 Γιατί, ως που να πεθάνω, με την τέχνη πορεύομαι, και με την τέχνη κάνω την προσωπίδα που φορώ, και ζει και πρόσωπο είναι. Βολές βολές ξαφνίζομαι, βολές βολές τρομάζω, σ’ έναν καθρέφτη γέρνοντας όταν πως είμαι βλέπω 230 καταποτήρας απονιάς και ξεγνοιασιάς πηγάδι… Κι αν η έγνοια ρίχνει κάποτε τον ίσκιο της απάνου στο μέτωπό μου, αν έκαψε τα σωθικά μου ο πόνος, η τέχνη μου την άπλωσε την έγνοια, κι ήρθε ο πόνος κι άναψε, κι ήρθε κι έσβησε τεχνίτης για την τέχνη. 235 Κι όσες φορές αγάπησα κι όσες φορές μπροστά σας μου λυγίσαν τα γόνατα παθητικά, γυναίκες, αγερικές αλύγιστες ή ξωθιές υποκρίτρες, το πάθος και το λύγισμα δεν ήταν της καρδιάς μου, το πάθος και το λύγισμα της τέχνης μου ήταν, όπως 240 και το καρτέρι και η χωσιά κι ο πόλεμος κλεφτάτα, χωστά, συρτά, από τα δεντρά κι απ’ τα χαράκια πίσω για να ξεβγάλει τον οχτρό, τ’ άξιου του κλέφτη η γνώση. Πόσες φορές ατάραχος και αδάκρυτος, τα δάκρυα και τη θαλασσοταραχή τ’ ασώτεψα μπροστά σου, 245 γυναίκα της αγάπης μου, για να γυρίσω αμέσως στου αδάκρυτου και ατάραχου το απάνεμο λιμάνι, κι ας μ’ είδες να σ’ αφήνω γεια κατάχλωμο σαν ένας που πάει με την απόφαση να κόψει τη ζωή του. Ψεύτης; Δεν ήμουν. Ήμουνα μες στους αρχιτεχνίτες 250 κι εγώ, νεραϊδογύναικα τεχνίτρα, ένας τεχνίτης, κι ο αγώνας και η λαχτάρα μου, στα πόδια σου συρμένο να με πατάς, στα χέρια σου δεμένο να με παίζεις, όσο που να πλεχτώ μ’ εσέ, περιτυλίγοντάς σε, κισσός ο σφιχταγκαλιαστής, και ψάχνοντάς σε ολούθε, 255 για νά βρω τα φτερούγια σου και το μαντίλι νά βρω, να κόψω τα φτερούγια σου, να κάψω το μαντίλι, μπορεί για με, για να σε δω στο θέλημά σου σκλάβα, μπορεί για την αγάπη σου, για σε, μα πρώτ’ απ’ όλα για της κυράς μου την τιμή, για τη χαρά της Τέχνης. 260 Δεν ξέρω, η φαντασία μου, δεν ξέρω, και η καρδιά μου σαν τί καημούς μού ανάψανε, σαν τί ουρανούς μού ανοίξαν. Ξέρω πως μέσα μου βαθιά κι όπου σταθώ, όπου γγίξω, στον πόθο, στην απόλαψη, στ’ όνειρο, στη μελέτη, κι αν όπου στέκω είναι καρδιά και φαντασιά ό,τι γγίζω, 265 της φαντασίας είν’ η καρδιά, κι η φαντασία, της τέχνης. Και φαντασία μου και καρδιά μιας τέχνης τα κανίσκια.

Ο ΛΥΡΑΡΗΣ

Εσύ, καλότυχος! Μα εγώ; Ποιός θα με κλάψει; Ερμιά μου! Αλίμονο στα νιάτα μου και στα συλλοϊκά μου!

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Λυράρη, πιο έρμος από σε και πιο για κλάηματα είμαι.