Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο Θρίαμβος


Δώσε στα λόγια μου, Θεά, την αιωνία τη χάρη!

Lucretius («De rerum natura»)

Αργοζυγώνει ο Θρίαμβος, βούισμα και θάμπος, άκου! στην Αγορά, στ’ απόμερα, στα τρίστρατα, στον Κάμπο, στης Ρώμης κοσμοδέσποινας την αρχοντιά, την πλέμπα. Αρματοδρόμος θρίαμβος, ατέλειωτος διαβαίνει. 5 Στ’ άρματ’ απάνου στοιβαχτά, θησαύρισμα πολέμων, οι θώρακες λαμποκοπάν και οι περικεφαλαίες, μαυρολογάν των καραβιών οι πλώρες οι γοργόνες, μαρτυρικά του συντριμμού που ρήμαξε τους χάρους της Άσπρης θάλασσας κουρσάρους. Του επικού δυνάστη 10 του Πόντου τετραπάνωτο στ’ αμάξια το λογάρι, κι ο θρόνος και το σκήπτρο του κι από τα δυο πελώρια πετράδια το τραπέζι του μαστορευτό, περνάνε. Νά το κρεβάτι ολόχρυσο του ρήγα των Ιβήρων, και το κλινάρι που έγερνεν ο βασιλιάς ο Πέρσης, 15 και το καμπανιστό φλωρί στις μούλες φορτωμένο. Κι αγάλματα και κολοσσοί του μάρμαρου, του προύντζου, ιερό βλησίδι τρίδιπλο, με τη Μινέρβαν ο Άρης, κι ο Μουσηγέτης λυριστής, μες στους ωραίους πανώριος, και πίσω ο μικροκάμωτος από μαργαριτάρι, 20 Μούσες, της χάρης σας ναός, κι αυτός απάνου στο άρμα, σε γάστρα σάμπως φυτευτό της μαστοριάς λουλούδι. Σωρός το ατόφιο μάλαμα, το ασήμι χύμα. Κοίτα πιο λάγνα κι από των αντρών τω’ γυναικών τα μάτια στο γυάλισμα του θησαυρού του μαυλιστή πώς λάμπουν! 25 Από βαρβάρους είδωλα κι απ’ την Ελλάδα εικόνες, κι απ’ την Ευρώπην ο Κελτός κι απ’ την Ασίαν ο Μήδος, Αρμένηδες και Βρετανοί κι Εβραίοι και Αραβίτες, της Αφρικής ρηγόπουλα, του Ευφράτη παλικάρια. Περικυκλώνουν κι ακλουθάν τριμπούνοι πεζολάτες, 30 λεγγάτοι καβαλάρηδες, πλανήτες, έναν ήλιο, του Ύπατου ήλιο που στερνός διαβαίνει απάνου απ’ όλα. Μαργαριταροπλούμιστο φέρνει τον άρμα· πάει, και νικητής και θριαμβευτής ντυμένος με το ίδιο το φόρεμα που σκέπαζε τ’ ανάστημα του θείου 35 Μακεδονίτη, του άφταστου σ’ Ανατολή και Δύση ονείρου των πολέμαρχων και των Καισάρων όλων. Αργοζυγώνει ο Θρίαμβος, βούισμα και θάμπος πάντα στα στενορύμια, στα λουτρά, στα κάστρα, στα παλάτια. Μια τέτοια πανηγυρική, μια τέτοια επίσημη ώρα, 40 στ’ απόσκιο το σπιτάκι σου, με το κρασί το ακράτο που η Φαντασία του διαλεχτού κερνά και τ’ ακριβού της, με της Μελέτης μητρικά τα χέρια απιθωμένα στη θέρμη του μετώπου σου και δρόσισμα και σκέπος, από τα μαγιοβότανα του Ακραγαντίνου γόη 45 κι απ’ όλο το ανθολόγημα στον αθηναίο τον κήπο του ησυχαστή του ηδονοκράχτη που τον προσκυνούσες, κι από καρδιά και στοχασιά πλούσιος και σταλωμένος, αποδιωγμένε της χαράς, παράξενε κι αλλότριε, μηδέ της χώρας δουλευτής, μηδέ άρπαγας της φήμης 50 που είναι τιμή του στρατηγού, του βουλευτή λαχτάρα, και δαφνοστεφανώνει τους, κι άξιους κι ανάξιους, πέρα στους κάμπους τους ιταλικούς και στους ρωμαίους τους φόρους, μια τέτοια πανηγυρική, μια τέτοια επίσημη ώρα, τραγουδιστή και στοχαστή, Τίτε Λουκρήτιε Κάρε, 55 Θρίαμβον άλλο ετοίμαζες, μέσα στους θρίαμβους θάμα.

Απάνου απ’ όλους θριαμβευτή Ρωμαίε! Ο θρίαμβός σου δεν είν’ αχός από άρματα μεστά με των πολέμων το σίδερο, το μάλαμα, το σκλάβο, τον αφέντη. Πλάστης εσένα ο θρίαμβος από τη νίκη, πρώτη 60 και τελευταία που κέρδισες, μοναχοκόρη νίκη, για την αιωνιότητα, στου τωρινού τα μάτια, και στου μελλόμενου τ’ αφτιά, στο λόγο ριζωμένος, απάνου από τα τρόπαια σκληρόγνωμων πραιτόρων, π’ όλο τον πλούτο ορέγονται, τη δύναμη όλο θέλουν, 65 θρίαμβοι μαύροι, ας λάμπουνε, το διάβα τους ανοίγει κόκκινο δρόμο, ας λάμπουνε, της νύχτας είναι κλήρες. Εσένα ο θρίαμβος μεστός από τα νέα λουλούδια· τα νέα λουλούδια θέρισες να πλέξεις το στεφάνι που πρώτη φορά στόλισε φωνής λατίνας ψάλτη. 70 Εσένα ο θρίαμβος μεστός απ’ το νερό της βρύσης που την πρωτάνοιξες εσύ τον κόσμο να ποτίσεις. Εσένα ο θρίαμβος μεστός απ’ τους θεούς, δεμένους κι εκείνους μυθικά από σε στου λόγου το άρμα επάνω. Απ’ τους θεούς ξεσκεπαστούς· αφέντες των Ολύμπων 75 ή των ταρτάρων κύβερνοι δεν είναι, ούτε πατέρες, τύραννοι μήτε, μήτε οχτροί και μήτε σκιάχτρα· ξένοι της πλάσης είναι, εκείθε πέρα, χρυσοθρονιασμένοι, αδιάφοροι, ολογάληνοι και ατάραχοι και κρύοι, χαίρονται, μόνοι αχόρευτοι μες στο χορό των πάντων, 80 με την αθανασία τους, ακέρια την ειρήνη. Απάνου απ’ όλους, θριαμβευτή, μεστός ο θρίαμβός σου από τους γαληνούς ναούς κι απ’ τ’ άπαρτα καστέλια της Επιστήμης της ορθής που ο φόβος δεν της πάει, γιομάτος κι από τ’ άπαρτα καστέλια της Σοφίας· 85 κι είναι η Σοφία που τη φωτιά ψηλάθε πάει και κλέβει. Σε κάστρα υψώθης και σε ναούς, με του ρυθμού το χάδι το φρίμασμα της γνώμης σου μέρεψες της αλόγας, άλειψες με του τραγουδιού το μέλι το ποτήρι για να πίνεται απίκρατο το γιατρικό της γνώσης. 90 Σε κάστρα μπήκες και σε ναούς και ξάνοιξες μακριάθε, στα πόδια σου ανεμόδαρμα, το θέατρο του παλιάτσου, το θέατρο τ’ άθλιου του θνητού, που φτείρεται και ρεύει, κι ας ξάφνισε ώς τα πέρατα της γης με τ’ όνομά του, Σπάρτακος, Μάριος, Καίσαρας, και Λούκουλλος και Σύλλας, 95 καταχτητής και χρυσαφιού και δύναμης και δόξας. Απάνου απ’ όλους, θριαμβευτή, μεστός ο θρίαμβός σου με των Ομήρων τη σεμνή Μούσα επική Καλλιόπη. Μα των Ομήρων η σεμνή Μούσα επική Καλλιόπη, μ’ εσέ… λαμπάδα κοσμική· θεοί και ήρωες είναι 100 το σπέρμα και το ρίζωμα και τ’ άναρχα στοιχεία της Φύσης της αέναης· πολέμων κάμποι, τα όλα. Πέλαα, στεριές, αέρηδες, κόσμοι, ουρανοί ταιριάζουν το ποίημά σου, η μάνα Γη κι ο Αιθέρας ο πατέρας· και μες στην κοσμογονική την απεραντοσύνη 105 που την κηρύττει ο στίχος σου, φανερωτής και σώστης, η Ρώμη η κοσμοδέσποινα, με τις εφτά κορόνες και με τον Τίβερη, ξανθό ζουνάρι της, μεριάζει, σα σύγνεφο που χάνεται στο γάργαρο του απείρου.

Στο πείσμα των κοντόφωτων (Ω! Χαίρε, Ποίηση θεία, 110 παντού χυμένη πρωτεϊκή πολύφωνη και μέσα στους κύκλους σου τους άχανους αντιφεγγίστρα κόσμων, όλων των κόσμων και του νου και της καρδιάς λαλήτρα με λόγια σα χρυσόβουλα που λάμπουν και προστάζουν. Στο πείσμα των κοντόφωτων, θεία ποίηση, που βλέπουν 115 από τις μύριες σου όψες μια, την όψη που σε δείχνει σαν κάρφωμα φακιρικό, σαν αρρωστιάς λουλούδι),— στο πείσμα των κοντόφωτων, Ρωμαίε, ο θρίαμβός σου, μεστός από τα πρόσωπα του πολυπρόσωπου Οίστρου, κι από τ’ αδέρφια τ’ άμοιαστα, που αταίριαστα δεν είναι, 120 κι ας κυβερνάνε χωριστά βασίλεια τώρα. Αδέρφια ο Στίχος ο ξεφαντωτής, ο Λόγος ο διδάχος.

Κι από το πιο βαρύ το βιος μεστός ο θρίαμβός σου.— Ο φόβος και το Πάθος, α! σκιάχτρα της Οικουμένης, μέσα κι αυτά στο αμάξι σου, το πέρασμά τους μπόρας 125 δριμόχολο και νύχτωμα, πιο δυνατά κι απ’ όλους του Ολύμπου τους αθάνατους, γιατ’ είν’ αυτά οι δυνάστες και του κορμιού και της ψυχής, ο Φόβος και το Πάθος. Ο Φόβος είναι δράκοντας, είναι στοιχειό το Πάθος, για σε στοιχειό και δράκοντας οι φάγοσσες του ανθρώπου. 130 Μα του κάκου τα τέρατα στ’ άρμα σου με το ζόρι τ’ άδραξες και τα πάτησες και τα ’δειξες του κόσμου, καθώς τα δείχνει ο δαμαστής από τα σιδερένια κάγκελα μέσα, υπάκουα τ’ αφρικανά λιοντάρια. Ω δαμαστή, τα τέρατα δολερά, σε καρτέρι, 135 εκεί που ατάραχα γειρτός αγκάλιαζες τη Σκέψη, τη Σκέψη την αρχόντισσα σ’ ερωτικό κλινάρι, με τα όνειρά σου γύρω σου, τα ονείρατα μπροστά σου κοπαδιαστά, περαστικά, κυματιστά, αφρισμένα· ω δαμαστή, τα τέρατα δολερά, σε καρτέρι 140 τα νύχια τους επάνω σου γοργά, και σε ξεσκίζουν. Βουβός ο αγώνας και σκληρό το πάλεμα· του κάκου. Οι λιμασμένοι αχόρταγα κι αργά οι βασανιστάδες σταλαματιά σταλαματιά σού το ρουφάν το αίμα.

Τη θρυλικήν Ιφιάνασσα στο βωμό τηνε σέρνει 145 το φάσγανο από πρόσταγμα θεϊκό, για να το σβήσει ογρό από τ’ άχραντο αίμα της, το φως των ομματιών της, με τον πατέρα ανήμπορο μπροστά της μακελάρη. Και την ψυχήν, Ιφιάνασσα συρτή από το μαχαίρι φανατισμένου ιερουργού, σφαγάρι των αιώνων 150 τάχα από πρόστασμα θεού, την ξάνοιξες και ορθώθης και το μαχαίρι κράτησες και βρόντηξε η φωνή σου: «Θεοί δεν είν’ αιματοπότες, ιερουργέ, είσαι πλάνος. Δεν είναι κόλαση, έκραξες, έξω από μας, δεν είναι παράδεισο· παράδεισο μόνη και μια, η αλήθεια· 155 όποιος με δαύτη γνωριστεί, μακάριος είν’ εκείνος. Μέσα μας είν’ η κόλαση με τα ταρτάρεια πάθη, κι είμαστ’ εμείς για μας τους ίδιους οι φιδομαλλούσες, Κέρβεροι, Τάνταλοι, Τιτυοί, και Σίσυφοι και Στύγες». Μα είπε κι ο Φόβος: «Άνθρωπε, με χτύπησες. Του κάκου! 160 Θα σε παιδέψω. Ο παιδεμός, καθώς ο χτύπος, γίγας. Θα κάμω σου το λογικό σαν το καράβι μέσα στου χειμωνιάτικου πελάου τον τάραχο, παντέρμο, που μια το φέρνει στην κορφή και μια το συγκυλάει στ’ άπατα στ’ άψαχτα έγκατα το λυσσασμένο κύμα, 165 μηδέ λιμιώνα δείχνει του, μηδέ το σπάει στο βράχο. Θα κάμω σου το λογικό σαν τη βαριά ζαλάδα του ανεβαστού περπατητή σ’ ενός ζυγού το ψήλος· από το ψήλος του ζυγού στα πόδια του αγναντεύει μαύρο κατάβαθο γκρεμό, που τον τραβά να πέσει· 170 και να σταθεί δεν του βολεί, και να πισωδρομήσει δε μπορεί, γνεύει του ο γκρεμός έλα, και μήτε πέφτει. Θα κάμω σου το λογικό σαν το κορμί που σφίγγουν βασανιστάδων πλοκαμοί· του γνοιάζονται την πείνα, για να ξανάβ’ η δίψα του που τονε καίει περίσσια. 175 Θα κάμω σου το λογικό σαν το δαυλί που φέγγει μέσ’ από σύγνεφο καπνό, τον ίδιο τον καπνό του, π’ όσο ανεβαίνει γίνεται πιο πυκνερός, πιο μαύρος. Θα κάμω σου το λογικό σεισμό, χαμό της νύχτας, όσο να βρεις το γλιτωμό στα χέρια του θανάτου 180 που θα τον κράξεις καλεστής γοργός, και θα σε πάρει».

Στης χώρας την καστρόπορτα κατάμπροστα, προστάτης θεός της χώρας, κόνισμα στο χάλκωμα χυμένο, το σκληρό χέρι του βαστά νυχτόημερα απλωμένο για το λαό που το φιλεί, για όλων τα στόματα όσοι 185 το καστροπόρτι του περνάν, απ’ την αυγή ώς το βράδυ. Μα το φιλί του λατρεμού, γιά κοίτα, αγάλια αγάλια, πώς έφτειρε, πώς φύρανε το χάλκινο το χέρι! Α! και τ’ ανθρώπου ο λογισμός απ’ τα φιλιά του πάθους κι όσο αν ορθώνεται κρουστός και σα χαλκοχυμένος, 190 κι ο λογισμός πώς φτείρεται σιγά και πώς φυραίνει! Και των ανθρώπων οι καρδιές πώς γέρνουν και πώς δέρνουν η μια την άλλη από του πάθους το βοριά φερμένες, και πώς ανάφτουν και πώς καίνε όσο που σβούνε, στάχτη, σαν τις οξιές και τα έλατα ψηλά στα κορφοβούνια 195 καθώς τα σπρώχνουν οι άνεμοι, και σειένται και χτυπιένται, κι από τ’ ανέμου τη σπρωξιά και σειόντας και χτυπιόντας, παίρνουν φωτιά και γίνονται φλόγα, γίνονται στάχτη.

Όχι! Ευτυχία, δε δόθηκες! Η αποκάλυψη εδόθη σε μιαν ατάραχη ψυχή του κυβερνήτη Νόμου. 200 Ποιό μέγα είναι και στα μεγάλα ανάμεσα του κόσμου; Χαρά σας, άσειστα βουνά, που πάτε ψηλά, πέρα. Μα μες στου κόσμου τα τρανά μιαν άλλη τρανοσύνη πάει κι από τ’ άσειστα βουνά ψηλότερα, πιο πέρα, μια τρανοσύνη, εσύ το λες, Τίτε Λουκρήτιε Κάρε, 205 κι είν’ η ζωή του ατάραχου, του ατρόμαχτου είν’ η ζήση. —Μάτια, και τί σας δόθηκε, πέστε μου, να χαρείτε, πιο μεγαλόπρεπο και σαν επίτηδες χυμένο από το νου του Απέραντου για να τον παρασταίνει;— —Δεν ξέρουμε άλλο πιο τρανό, τα μάτια αποκριθήκαν, 210 από τον ξάστερο ουρανό στο μαύρο φως της νύχτας.— Μα κι απ’ του ξάστερου ουρανού το μέγα πιο μεγάλη, και ποιά ορασιά να δόθηκε του ανθρώπου να ξανοίξει; —Μια, μια ορασιά, αποκρίθηκες, Τίτε Λουκρήτιε Κάρε, κι είν’ η ψυχή του ατάραχου, του ατρόμαχτου είν’ η ζήση.— 215 Μα νά! Το Πάθος το στοιχειό, το Πάθος που μας φτείρει και που ποτέ δε φτείρεται, και πάει μπροστά, σαν να ήταν η αρχή των όλων, η φωτιά η γεννήτρα και η κινήτρα, δάμασε τον αδάμαστον εσέ που της αλήθειας αραξοβόλι φάνταξες και της αταραξίας. 220 Λόγος γκρικίθηκε για σε, και η διαλαλήτρα η φήμη το λόγο αγεροσκόρπησε, του τρόμου ανατριχίλα στ’ ανθρώπου το θυμητικό, κάθε φορά που ο στίχος, ο πήγασος ο στίχος σου τον άνθρωπο που ξέρει να κρατηθεί στη ράχη του, τον πάει σ’ ανάερα ύψη. 225 Λόγος για σένα στέκεται και συντυχιά κρατιέται: Μάισσα κακή σε πότισε θανατερό βοτάνι, πήρε σου τα συλλοϊκά, σου τα ’σβησε τα φρένα.— Μάισσα δεν πότισεν εσέ θανατερά βοτάνια, αγάπη ήταν η μάγισσα και το πιοτί γυναίκα 230 κι η πείνα για την ομορφιά κι η δίψα για τη σάρκα, και μια γυναίκα το ’καμεν αδράχτι τ’ ατσαλένιο κοντύλι σου, στα πόδια της τον πόθο σου να γνέθεις, στα πόδια που τα ορέγοσουν και που τα προσκυνούσες, και για τα πόδια της ταπί το μεγαλόπνοο έργο. 235 Και πότε μεσουράνιζε του λογισμού σου τ’ άστρο πλούσια παντού μοιράζοντας την αχτιδοβολιά του, και πότε κατρακύλαγε του λογισμού σου τ’ άστρο στο νύχτωμα μιας άβυσσος ξανά για ν’ ανατείλει πια μ’ ένα φως πιο θλιβερό κι απ’ το βασίλεμά του. 240 Όσο που βρήκες λυτρωμό, και μ’ όλα τα σκοινιά σου, μια ορμή νικήτρας δύναμης τα ίδια σου τα χέρια, τα χέρια που σε λύσανε και που σε παραδώκαν από τα νύχια του Έρωτα στην αγκαλιά του Χάρου.

Το τραγικό ταλάντεμα, τους γύρους, όλο γύρους 245 από τον έμπυρο ουρανό στ’ ανήλιαγο σκοτάδι, Α! το μυστήριο μιας ζωής άγνωρης μες στο σκότος, —κι ας είναι η δόξα σου πλατιά και λαμπερό σου το έργο—, Α! το μυστήριο του σοφού και του φρενίτη ομάδι, και τους θεούς που αρνήθηκες και τη θεά Αφροδίτη 250 μητέρα που διαλάλησε με πανορμόνιο στόμα, τον Έρωτα που αλύπητα και καταφρονετής του με βούνευρο τον έδειρες, κι αυτή που την καρδιά σου πιο αλύπητα την έδειρε, την έμπουσα γυναίκα, τα πάθη σου τα αινίγματα, τη νιότη σου τη νύχτα, 255 ποιός θα τα ξεδιαλύσει, ποιός, και ποιός θα τα ιστορήσει;

Πάντ’ αγαπούν οι άνθρωποι να ζουν και να γελιένται κι από τ’ αχνοφαντάσματα κι από τα είδωλ’ άδεια και σκύβουν για να δέρνουνται και για να τυραγνιένται κι από τις λάμιες τις ορμές κι απ’ τους θεούς τους που είναι, 260 γιγαντεμένοι απέραντα, τ’ ανθρώπου είν’ ίσκιοι του ίδιου. Μα πού το ξέρεις οι άνθρωποι κι α δεν υπάρχουν, πάντα μπαίγνια για να πλανεύουνται και σκλάβοι για να σκύβουν, και γέλασμα και σκύψιμο κι αν είναι κι α δεν είναι, στου ύπνου το πέλαο τ’ όνειρο που ζώνει της ζωής μας, 265 κι αυτά από μοίρα προσταχτά, βαλτά κι αυτά από νόμο, κι αυτά χαράς και δύναμης μαγνήτες; Πού το ξέρεις κι αν είναι για καλό η σκλαβιά, για λυτρωμό και η πλάνη, και μήτρες που γεννοβολάν ζωή στη ζήση μέσα, στην πλάστρα την ασύστατη που δε βαστά το πλάσμα 270 ποτέ της καθώς το ’πλασε, μα ρίχνει πάσαν ώρα κι αξήγητα και ξαφνικά, τα φύτρα για καινούρια πλάσματα μέσα στα παλιά κι όλο αναβρύζ’ η ανάβρα.

Οι άνθρωποι άναντροι και οκνοί γρικώντας της φωνής σου το σάλπισμά, το σύνθημα του σηκωμού του σώστη, 275 αντί ν’ αδράξουν τ’ άρματα κι αντί ν’ αναγαλλιάσουν, σκύψανε ακόμα πιο πολύ, μήπως τους βρει εκδικήτρα των αφεντάδων τους η οργή. Του φόβου δουλευτάδες, του πάθους υποταχτικοί, σφραγίσανε τ’ αφτιά τους να μη σ’ ακούνε, το άκουσμα σα να ήταν από στόμα 280 σειρηνικό αηδονόλαλο του δόλου και του ολέθρου. Σφραγίσαν και τα χείλη τους να μην τα ξεσφραγίσει τ’ αφορεσμένο σου όνομα κι αθέλητα το πούνε, και μελανιάσουν οι ουρανοί και η κόλαση μανιάσει κι ανοίξει για να καταπιεί των άσεβων το γένος. 285 Κι από το κάστρο που ύψωσες κυκλώπικο περνούσαν καθώς περνούμε από σπιτιού ρημάδια στοιχειωμένα, που τα φωτόκαψε αστραπή και μέσα τους μονιάζουν με λύκους και δεντρογαλιές οι μάισσες κι οι δαιμόνοι.

Μα η Αφροδίτη και των θεών χαρά και ανθρώπων.

290 Μονάκριβό σου λάτρεμα στων αποκαρωμένων και στων αδιάφορων θεών σου ανάμεσα τα πλήθη, μέτωπο εσύ την έκαμες λαμπρό του παλατιού σου, κι ερωτικό της έστησες βωμό με το τραγούδι. Μα η Αφροδίτη και θεών χαρά, χαρά και ανθρώπων 295 εσέ τον άπιστο πιστό, τον άθεο θρήσκο εσένα με το τραγούδι σου μαζί σάς ξαναζεί για πάντα στ’ άστρο της να φεγγοβολάτε, φως από το φως της. Κι εγώ ποιητής ανήμπορος για να σε ξαναζήσω σε κάποιο Καύκασο ή σε κάποια Ηλύσια, που ν’ αξίζουν 300 τη μοίρα σου, ήρωα ορφικέ και μάρτυρα πυρφόρε, στοργικά στα κατάβαθα του νου μου σε κοιμίζω. Του ανείπωτου αιθερόπλεχτα προικιά, σεντόνια ολάσπρα στο κρεβάτι που πλάγιασες έστρωσα και για σένα.