Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Το μήλο
Αν άθρωπος εις κόρφον του το μήλον τούτο βάλει, νεκρός ας κείται παρευθύς, άπνους ευθύς ας είναι· αν δε τις εις την μύτη του του νεκρωμένου πάλιν θήσει το μήλον το χρυσούν, ζήτω… «Τα κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην» Σ. Λάμπρου, Collection de Romans grecs. |
Καλλίμαχε, του ονείρου μου το δράμα και το θάμα! Στο χρυσοδρακοντόκαστρο μαύρο θεριό κρατούσε βασιλοπούλα υπέρκαλη, τη Χρυσορρόη κρατούσε. Το κάστρο το απαράδοτο σ’ εσέ παραδομένο, 5 κι ο δράκος ο ακατάλυτος εσέ ήβρε καταλύτη, και της υπέρκαλης εσύ και λυτρωτής και ταίρι. Ρήγας βασίλειου μακρινού σού ορέχτηκε το ταίρι, της αστραπής τη συντροφιά και της βροντής τη μάνα, την κακομάγισσα τη γριά σού στέλνει με το μήλο, 10 το μήλο το χρυσόμηλο με τα γραμμένα λόγια, μαγέματα, μαντέματα και σύνεργα δαιμόνων. Το μήλο το χρυσόμηλο, της μάισσας το κανίσκι, κι ανυποψίαστα και γοργά στον κόρφο σου το βάνεις, οχιά σα να σε δάγκωσε, πέφτεις και σβεις, πεθαίνεις. 15 Περνά κι η αγάπη τ’ αδερφού και κλαίοντας γέρνει ομπρός σου, ψάχνει τ’ ολόσβηστο κορμί, σα να πολέμαε νά βρει το λαβωμό που το ’σβησε, και ψάχνοντάς το βρίσκει το μήλο το χρυσόμηλο με τα γραμμένα λόγια, μαγέματα, μαντέματα, και σύνεργα δαιμόνων: 20 «Άνθρωπος που θα βάλει εμέ στον κόρφο του πεθαίνει, κι άνθρωπος που με μυριστεί κι ας είναι πεθαμένος, θα ξαναπάρει την ψυχή, θα ξαναρθεί στη ζήση». Το μήλο σε θανάτωσε, το μήλο σ’ ανασταίνει. Στο παραμύθι το παλιό π’ όλο από σε γιομίζει, 25 πολλά παθός, πολλά μαθός, μα νικητής, και πάλε της Χρυσορρόης ο κερδεστής, της Χρυσορρόης ο άντρας, όμως μέσα στου ονείρου μου το δράμα και το θάμα στοχαστικά περιπλεχτός και μεταμορφισμένος με νόημα που δεν πέρασε στο νου το στιχοπλέχτη, 30 το νου που βάλθη απλά να πει κι άτεχνα την αντρειά σου στο παραμύθι το παλιό π’ όλο από σε γιομίζει. Το μήλο σε θανάτωσε, το μήλο σ’ ανασταίνει. Μα φως γίνεται μέσα σου, νέε Λάζαρε του κάτου κόσμου τ’ αξεμυστήρευτο μυστήριο που μας φέρνεις, 35 και κάτου από το φως αυτό ξανοίγοντας τα πάντα, καταφρονάς τα πάντα εσύ, και του σπιτιού τα τίμια, και τα φιλιά της ομορφιάς και της ζωής τη γλύκα, και την υπέρκαλη κυρά τη Χρυσορρόη, και κείνη, καταφρονάς τα πάντα εσύ, τα πάντα εσύ τ’ αρνιέσαι. 40 Τι αγάπησες, από το φως βαλμένος του άλλου κόσμου, τι αγάπησες, ολόστερνη, πνίχτρ’ αμολόητη αγάπη που έχει τον άλλο κόσμο αρχή, τον άλλο κόσμο τέλος, τι αγάπησες το ξέρασμα του σκότους και του ολέθρου. Ήτανε κόρη μια φορά, της λεϊμονιάς δροσάνθι, 45 κι από αξεδιάλυτη βουλή κι από τρομάρας μοίρα κατάντησε δρακόντισσα, σταυραδερφή του Χάρου, όσο που νά ’ρθεις, ήρωα, μ’ ένα φιλί, ώσπου νά ’ρθεις μ’ ένα φιλί, μ’ ένα φιλί στο στόμα του τεράτου την παρθενιά και τη δροσιά να του ξαναχαρίσεις. 50 Και ζούσε με την παντοχή, το φιλί καρτερούσε, το φιλί που δε σίμωνε κανείς να το προσφέρει στο τέρας το πανάσκημο. Κι αγάπησες —τί αγάπη!— το τέρας το πανάσκημο, και πας για να του δώσεις το απ’ όλους άδοτο φιλί, που θα το ξαναφέρει 55 το τέρας το πανάσκημο στον ήλιο και στη χάρη. Ένα ένα, όλα τ’ ανέβηκες τα κορφοβούνια, και είναι η αγάπη χρέος υπέρτατο, κι είναι το χρέος αγάπη, και στην κορφή την πιο ψηλή τραβάς, κι είναι η αγάπη στην πιο ψηλή τ’ ανέβασμα κορφή, και στης θυσίας 60 τον ουρανό αναλήφτηκες, —ανάληψη άγια, χαίρε!—. Κι ας έπεσες κι ας σ’ έριξε στο γκρεμό, καβαλάρη, του ξαφνιασμένου αλόγου σου το σκιάξιμο, την ώρα που τα χυτρόχειλα άνοιγε για να πιει το φιλί σου το τέρας το πανάσκημο… Θα πρόφτασες και θά ειδες, 65 και πέφτοντας μες στο γκρεμό, και πέφτοντα για πάντα στην αγκαλιά του Χάροντα για το ταξίδι τώρα το αμάγευτο που γύρισμα δεν έχει σαν το πρώτο, και πέφτοντας μες στο γκρεμό, θα πρόφτασες και θά ειδες κάτι σα γλυκοχάραμα, σα χαμογέλιο κάτι, 70 κάτι σαν ξαναγεννημό στην όψη του τεράτου! Το μέγα θάμα, Αγάπη εσύ, στα θαμαστά του κόσμου! Καλλίμαχε, του ονείρου μου το δράμα και το θάμα, κοιμήσου μέσα μου απαλά στα ολόβαθα του νου μου. Του ανείπωτου αιθερόυφαντα προικιά, λευκά σεντόνια, 75 στοργικά στο κρεβάτι σου να σε πλαγιάσω στρώνω. |