Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Αγέννητες ψυχές

Τραγούδια αγέννητα,
λογής λογής,
της νύχτας όνειρα
και της αυγής…
Πάει! θα σας χάσω,
θεϊκό γιορτάσι…

(«Πεντασύλλαβοι»)

Μεγάλα οράματα, επικά ταξίδια, ρυθμισμένα σοφά τραγούδια, αφύτρωτα βλαστάρια, θαμποζείτε στης φαντασίας μου τα βαθιά, στα κρυφά της καρδιάς μου κι ακόμα δε χαρήκατε με το φιλί της τέχνης, 5 του ιδανικού αφροπλάσματα, τον ήλιο που σας πρέπει. Οράματα, δε δόθηκε στα πλάτια της εικόνας από ζωγράφου κοντυλιά χυμένοι φωτοΐσκιοι να στυλώσετ’ επάνω σας τα μάτια των ανθρώπων. Κι εσείς, ταξίδια στους βυθούς του περασμένου, 10 ταξίδια στου μελλοντικού τ’ άψαχτα βάθη, φανταστικά, χιμαιρικά, κρατιέστε ασάλευτα, είναι σα θησαυρός ανώφελος και μάτια και φτερά σας. Κι εσείς, τραγούδια, η χάρη σας δεν έγινε —όχι— ακόμα του ζαχαρένιου στίχου η χάρη και του μαρμαρένιου. 15 Στης φαντασίας μου τα κρυφά, στα βαθιά της καρδιάς μου είστε τ’ ανύπαρχτου ύπαρξη και ζείτε σαν τους ίσκιους. Μα εγώ σαν το βιργιλικό της χαλασμένης χώρας ήρωα, σαν τον αχάλαστο γενάρχη τον Τρωαδίτη που η Σίβυλλα τον έμπασε στα Τάρταρα οδηγήτρα, 20 τάχα δεν είμαι, και άπραγος και ταπεινός ας είμαι; Σίβυλλα η Μούσα, ο ποιητής ανάερος ταξιδιώτης μέσ’ απ’ αστέρια Τάρταρα κι αστέρια παραδείσους, κι είναι των όλων ο καθρέφτης μέσα του η ψυχή του με τις στιγμές αμέτρητες και με τις μαύρες όψες. 25 Μια Σίβυλλα τον έμπασε στα Τάρταρα οδηγήτρα τον ήρωα τον αχάλαστο της χαλασμένης χώρας και στη νυχτιά του κολασμού, στο λύσσασμα της φλόγας ξάνοιξε τ’ αχνοφώτιστο παράμερο λιβάδι μ’ όλα τα δέντρα τα δασιά τα πυκναραδιασμένα, 30 τα σαλεμέν’ απ’ αλαφριές πνοούλες τρομασμένες. Της λησμονιάς τα μαυρονέρια ζώναν το λιβάδι, ψυχές πλανήτρες ο ήρωας ξανοίγει στο λιβάδι, γερμένες προς της λησμονιάς τα μαυρονέρια βουίζαν, σαν τα μελίσσια στ’ Απριλιού γύρω τα ολόασπρα κρίνα 35 που αντιλαλούν το βούισμα του κι από μακριάθε οι κάμποι. Κι ήταν οι αγέννητες ψυχές. Λαχταρούσανε μέσα στα μαυρονέρια πνίγοντας της λησμονιάς την πρώτη ζωή τους που τη ζήσανε στον κόσμο τον απάνου, και λαχταρούσαν οι ψυχές να ξαναγεννηθούνε.

40 —Μεγάλα οράματα, επικά ταξίδια, ρυθμισμένα σοφά τραγούδια, αγέννητες κι εσείς ψυχές, ζητάτε στης λησμονιάς να πνίξετε τα μαυρονέρια μέσα τη θύμηση της πρώτης σας ζωής αναβρυσμένης από της φύσης τις πηγές κι από της ιστορίας. 45 (Ω εσείς της φήμης οι ήρωες, της ποίησης τα διαμάντια!) Ξανοίγω σας, αγέννητες, αγκομαχάτε, μέσα σε τετραπάνωτη ζωή, στον Όλυμπο της τέχνης, μες σε μια δεύτερη ζωή ν’ ανθίσετε για πάντα, κι εγώ είμ’ εγώ ο βιργιλικός της χαλασμένης χώρας 50 ήρωας, κι ας μην κρατώ σπαθί κι ας είμαι της ειρήνης πιστός που τα μελίγλωσσα τρέφει παιδιά του στίχου, κι εσείς οι αγέννητες ψυχές, γύρω μου λαχταρώντας το ξαναγέννημα στο φως του ηλιού που σας ταιριάζει, μεγάλα οράματα, επικά ταξίδια, ρυθμισμένα σοφά τραγούδια… 55 Θα μπορέσω; Πότε θα μπορέσω, ξανοίγοντάς σας πλάσματα, να κράξω, ν’ αλαλάξω, διονύσιος, απολλωνικός, οργιαστής, ιερέας· —Μαζί, επικό και λυρικό το δράμα της ψυχής μου νά! Σας το φέρνω!— Ανέλπιδα για πάντα κοιμηθείτε 60 στης φαντασίας μου τα βαθιά, στα κρυφά της καρδιάς μου. Δε θα σας πούνε στόματα, χέρια δε θα σας γγίξουν και δε θα σας γνωρίσουνε τα μάτια που γνωρίζουν ερωτικά να παίζουνε με τ’ άσπρα τα κορμάκια και με τα μαύρα τα ματάκια που είναι τα βιβλία, 65 ξενυχτώντας απάνου τους. — Για πάντα κοιμηθείτε, τι ανάπαψη σας καρτερά κι αποκάρωμα, κι ύπνος πιο γλυκός κι απ’ το θάνατο στο κάτασπρο κλινάρι του ανείπωτου που μέσα μου για σας απαλοστρώνω.

—Όχι, όχι! Σαν το Μάγο, νά! Μες στον καθρέφτη ο Μάγος 70 ξάνοιξε —αστραφτερή στιγμή— την ουρανίαν Ελένη, κι ας βρόντηξε βαριά στη γης αστραποχτυπημένος. Έτσι κι εσείς απ’ τα βαθιά του αγέννητου φανείτε στης τραγουδίστρας τέχνης μου το μαγικό καθρέφτη, των ίσκιων ίσκιοι, και προτού να γοργαφανιστείτε, 75 ξαφνίστε όσους ορέγονται τα ονείρατα που θέλουν κορμί αερένιο να ντυθούν με το ρυθμό του λόγου. Κι ύστερ’ από μακριούς καιρούς —ποιός ξέρει— κι από αιώνες, ως μέσ’ από τα τρίσβαθα των τρομερών Μητέρων έφερε ο μαύρος ο Αρνητής κι απίθωσε στα χέρια 80 του αχόρταγου καταχτητή, του σκλάβου του κι αφέντη, ξαναπλασμένο αλόγιαστα τ’ όνειρο της Ελένης,— τραγούδια αστάλωτα, θαμπά, μισοτραγουδημένα, ποιός ξέρει αν ύστερ’ από μακριούς καιρούς κι από αιώνες δεν ξαναρθείτε στη ζωή, του κόσμου αιώνια θάμπη, 85 και σταλωτά και ολόφωτα και ασύγκριτα και ακέρια, κι α δε σας φέρει από το χάος των τρομερών Μητέρων προς τον τεχνίτην Άνθρωπον ο δαίμονας ο Οίστρος.