Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
23
Τούτ’ η φτωχή λαϊκή φυλλάδα που είναι σα ντροπαλή στα χέρια σου και σάμπως να θέλει να κρυφτεί από σε, του λόγου τ’ αρχοντικού και πλούσιου τον τεχνίτη, 5 καθώς κρύβονται τ’ άσκημα του κόσμου· τούτ’ η φυλλάδα που κρατάς και ψάχνεις, του βασιλιά τ’ Αλέξαντρου η φυλλάδα. Μη την καταφρονάς· μια θεία αλήθεια απάνου απ’ όσα κοσμικά εδώ κάτου, 10 μια θεία αλήθεια είν’ η ψυχή που πνέει και που σε ζει, άσοφη, εσέ, φυλλάδα. Του κόσμου τα σοφά περνάν ή αλλάζουν. Σα θρονιασμένη ασάλευτη στο διάβα του χρόνου, αστέρι απλάνητο, νά η θεία 15 του Γένους ηρωική ψυχή, μια σάρκα, κι όσα γύρω της λάμπουν, αντρειοσύνες, πόλεμοι, νίκες, είναι σαν πλανήτες, που παίρνουν τη φωτιά απ’ αυτή και πάνε και της χορεύουν το χορό των άστρων. 20 Κάποιες είν’ αστραπές, μετέωρα κάποια, κάποια είναι φωσφορίσματα, που μόνο στης τρικυμιάς την αλογάριαστη ώρα, ναύτες θαλασσομάχοι, σας θαμπώνουν. Σε τέτοιαν ώρα και σε τέτοια μπόρα, 25 φωσφόρισμ’, αστραπή, μετέωρο, νά το! Ναύτες, δεν είναι πονηρό τελώνιο, μην το ξορκολογάτε, γονατίστε, φτερώστε προς αυτό την προσευχή σας, είναι το φως το μυστικό του Γένους, 30 του βασιλιά τ’ Αλέξανδρου η φυλλάδα. Βοριά και Νότου, Ανατολής και Δύσης ο βασιλιάς ο Αλέξαντρος γιομίζει των εθνικών ονείρων τον αέρα, και ζει και βασιλεύει, και πιο απάνου 35 απ’ τις αρχαίες ωραίες πολιτείες, πιο απάνου απ’ τη δρακόντισσα τη Σπάρτη, από τ’ ονειροπέρασμα της Θήβας, απ’ της Αθήνας τα πανώρια νιάτα, κι απ’ τα μοναχικά τ’ αρματολίκια 40 όπου αδιάβατοι φράχτες και κλεισούρες μέσα στη γη που, και παντού, όλα τα ’χει και σάμπως με το μέτρο μοιρασμένα, και απ’ όλα, νου λογής, λογής τους τόπους· απάνου απ’ τα νησιά τα ηλιολουσμένα 45 που την ογρή της θάλασσας χερσάδα, φουντωτές γάστρες ή άνανθες πλουμίζουν, κυβερνημένα αντάμα από τη γλύκα της λύρας κι απ’ τη λύσσα της φατρίας· πιο απάνου από χώρες κι από Ελλάδες 50 μ’ ένα πήδημα πήδησε κενταύρου, και πάει εκείθε, ολόμακρα, αλλού πέρα και ζει και βασιλεύει, και είν’ απάνου απ’ τις ωραίες αρχαίες πολιτείες, της Πολιτείας ο πλάστης. Δόξα. Η Ελλάδα! 55 —Και Τριβαλλούς και Γέτηδες και πλήθη βάρβαρα και τ’ αλλόφυλα τα γένη τ’ αφήνεις ανυπόταχτα, ω! τ’ αφήνεις αλογάριαστα εσύ να φοβερίζουν, μπασιά, τρικυμιά, φάγοσσα, τη γη σου. 60 Του Έλλην’ αφέντης και του Βουκεφάλα δαμαστής, δυο στοιχειών ο καβαλάρης, μεθυσμένος, και με διπλό μεθύσι, και με της απολλώνειας της μαντεύτρας τ’ ανάκρασμα: Είσαι ανίκητος, λεβέντη! 65 και με τη φλόγα του ήρωα των ηρώων, καθώς πάντα συντύχαινες μ’ εκείνον μέσα στην Ιλιάδα που την είχες γκόλφι σου και την έσερνες μαζί σου στο χρυσελεφαντένιο της κιβούρι. 70 Μεθυσμένος και με διπλό μεθύσι, με την ορμή του Βάκχου, με του Φοίβου την ομορφιά, τους άψαχτους δρυμώνες της μυστικής απέραντης Ασίας, καταχτητή και μάγε, πρωτοψάχνεις 75 και το διπλό σε πάει μεθύσι πάντα στα ονειρεμένα μάτια της Ρωξάνης και πέρα στον Ευφράτη που σου θρέφει τα ονείρατα κι ακόμα στα πλαταίνει. Καθώς πιάνετ’ από του κυνηγάρη 80 τα ξόβεργα το αφρόντιστο πουλάκι, καμιά χαρά δεν έμεινε, κανένα πάθος, κανένας θρίαμβος, καμιά δόξα που να μην πιάστηκε από σε. Κι ακόμα δε χορταίνεις, ο αχόρταστος. Αφού όλα 85 πήρες του κόσμου τα ρηγάτα, πόθος ξυπνά ξαφνικά μέσα σου να πάρεις το αθάνατο νερό, για να τη σύρεις και τη ζωή στ’ άρμα σου πίσω σκλάβα. Σ’ έτρεμε η γης κι ο κόσμος, η οικουμένη, 90 και ρώτησες τους μάγους τί να κάμεις, τί να κάμεις για να χαρείς ακόμα τον κόσμο, ακόμα μια φορά, τον κόσμο, τον κόσμο που όλος ήτανε δικός σου. και ρώτησες τους μάγους και σου είπαν 95 τ’ αθάνατο νερό να πας να πάρεις για να το πιεις, να μη φοβάσαι Χάρο, τ’ αθάνατο νερό, για να τη σύρεις και τη ζωή στ’ άρμα σου πίσω σκλάβα. Και πας, του Βουκεφάλα καβαλάρη, 100 και των ηρώων οι Πήγασοι ζηλεύουν το τρέξιμο του αλόγου σου, και μέσα κι ανάμεσ’ απ’ τα δυο βουνά που το ’να με τ’ άλλο πάντα γέρνοντας χτυπιώνται κι ουδέ πουλί πετούμενο προφταίνει 105 μέσαθε να περάσει,— εσύ διαβαίνεις και πέρα πας, τον άγρυπνο σκοτώνεις δράκοντα φυλακάτορα και παίρνεις τ’ αθάνατο νερό, και δεν το πίνεις! Από διπλό μεθύσι μεθυσμένος 110 πάντα, τυφλά, αλογάριαστα, ένας Βάκχος Εσύ κι ένας Απόλλωνας, του Ομήρου τραγούδι εσύ και μοίρα του Αχιλλέα, του κόσμου το κερνάς και το σκορπίζεις τ’ αθάνατο νερό, θησαύρισμά σου. 115 Κι απ’ το κέρασμα κι απ’ το σκόρπισμά σου κι ενώ γεννιέται γύρω σου, με σείσμα φτερών νυχτεριδένιων και ιριδένιων, από στοιχειά και πνέματα μια πλάση, κι ο Μύθος με τη ζήση σου κι ο Θρύλος 120 με το χαμό σου, αχάλαστη μια γέννα, μάνα σου η Φώκια, κόρη σου η Γοργόνα, και λάμπουν αδερφάδες σου και σφάζουν των καημών των αγιάτρευτων χαρίστρες του θείου χορού κυράδες οι νεράιδες, 125 Εσύ πεθαίνεις, μες στης θείας σου νιότης το γαυρίασμα, το διπλό μεθύσι πάντοτε, των θεών καθώς πεθαίνουν οι πολυαγαπημένοι. Εσύ πεθαίνεις και γίνεσαι ίσκιος και όνειρο, κι ο ίσκιος 130 όλα τ’ άστρα των Άρηδων ακόμα σκεπάζει, που ήρθαν ύστερ’ από σένα, και δεν τ’ αφήνει να σκορπάν ακέριο στους ανθρώπους το φεγγοβόλημά τους. Και τ’ όνειρό σου απλώθηκε στου κόσμου 135 τα τετραπέρατα, είσαι ο βασιλέας βοριά και νότου, ανατολής και δύσης, και τ’ όνειρό σου τ’ άρασμα στους ύπνους των ηρώων, των κορονάτων, όλων, κι ίσαμε των ερήμων της Λιβύης 140 τα βάθη κι ο άγριος πλάνης τ’ όνομά σου μελετά και δοξάζει, σάμπως κλήρα δική σου. Η Ρώμη η κοσμοκυβερνήτρα, γνώμη σοφή με σιδερένιο χέρι, κρυφά καρδιοχτυπά για σένα πάντα, 145 και κυνηγώντας το άπιαστο όνειρό σου, Καίσαρες και ιμπεράτορες περνάνε. Και της Ασίας δυνάστες, και η μοιράστρα της χάρης και της δύναμης, η Ευρώπη, πάντα κι ακόμα σα να ζητιανεύουν 150 τ’ αποτρυγίδια του περιβολιού σου· αστραπόπετρες είναι τ’ ουρανού σου Καρολομάγνοι, Ταμερλάνοι, Αττίλες, κι οι Ναπολέοντες που είν’ απάνου απ’ όλους. Και η Πόλη η βοσπορίτισσα από τότε 155 που το λάβαρο βάνει για πορφύρα και τον αϊτό, δικέφαλη κορόνα, κι ίσαμε τώρα που άξαφνα πετιέται από σεισμό αναπάντεχο δαρμένη στου κανονιού το γρίκημα που αστράφτει 160 και βροντά ολόγυρά της και προσμένει ν’ αναστηθεί ο μαρμαρωμένος κύρης, και στην Αγια-Σοφιά, του κόσμου θάμα, Κυρίου καμπάνα να ξανασημάνει, και η Πόλη η βοσπορίτισσα γιομάτη 165 απ’ τη μαυρίλα του ίσκιου σου, απ’ το φέγγος του ονείρου σου, στην πύκνα των αιώνων· κι εδώ κι εκεί, κι από τον άλλο κόσμο, του διάβα σου πατήματα κι αχνάρια, Ηράκλειοι, Κωσταντίνοι και Φωκάδες. 170 Ο βασιλιάς Εσύ ο μαρμαρωμένος που θα ξυπνήσει και που θα χιμήσει, κυνηγητής του νέου Περσιάνου ως πρώτα. |