Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Κύπρος

Στο σοφό μας φίλο Ν. Γ. Πολίτη

Καλώς μάς ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη, στη Μακαρία τη γη, στάζει το μέλι διαλεχτό σαν πρώτα; Ακόμη γίνεται τ’ ολόγλυκο κρασί;

5 Η χαρουπιά η ολόχλωρη λέει τα παλιά και τ’ άξια της αργυρής ελιάς; Και τ’ αηδονάκι τραγουδεί στην ευωδιά του λάδανου τα πάθη της καρδιάς;

Κι οι ακρογιαλιές λαχταριστές, τ’ αραξοβόλια ολόβαθα 10 και τ’ ακροτόπια ορθά, το καρτερούνε της θεάς το υπέρκαλο ξαγνάντεμα και δεύτερη φορά;

Καλώς μάς ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την πολύχαλκη, στην καρποφόρα γη, 15 ακόμα η Μοίρα της οργής, η Μοίρα όλων των όμορφων, ξεσπάει και καταλεί;

Λυσσάει με την αναβροχιά, με την ακρίδα μαίνεται, χτυπάει με τη σκλαβιά; Στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβησε; 20 Πέστε το εσείς, παιδιά!

Καλώς μάς ήρθατε, παιδιά, και φέρτε, κελαηδήστε μας το ευγενικό νησί. —Μες στη βαθιά της αγκαλιά μητέρα η Άσπρη Θάλασσα να κρύψει εσέ ζητεί.

25 Του κάκου· στεριές, πέλαγα, λαοί τριγύρω σου ήμεροι και βάρβαροι λαοί, σ’ είδανε, σε ορεχτήκανε, και κατά σε χυθήκανε και Ασία και Αφρική.

Ρωμαίους και Σαρακηνούς, Τούρκους και Φράγκους γνώρισες. 30 Ω Ροδαφνούσα εσύ, από τη Δύση ο βασιλιάς κι ο Ρήγας σ’ ερωτεύτηκαν απ’ την Ανατολή.

Κι απ’ τον καιρό που σε ήβρανε θαλασσομάχοι Φοίνικες, ώς τώρα που σοφά 35 πατάει σ’ εσένα ο Βρετανός, πολλούς αφέντες άλλαξες, δεν άλλαξες καρδιά.

Κι είναι η καρδιά σου εσέ πιστή, και δένεις με γητέματα, και πήραν από σε μια ρίζα τα διαβατικά, και μοίρανε τ’ αλλότρια 40 δική σου χάρη, ω ναι!

Και την Αστάρτη ξέγραψεν η θεία Ποθοκρατόρισσα που γέννησαν οι αφροί, κι από της Τύρου το Μελκάρθ, και με τα σπλάχνα σου, έπλασες τον Έλληνα Ηρακλή.

45 Κι αφού πετάξανε οι θεοί, και της Παφίας απόμεινε συντρίμματα ο βωμός, η Ροδαφνούσα σου έφτασε, και γίνηκε τραγούδι σου, και σ’ άναψε, καημός.

Και του Ηρακλή το ρόπαλο το πήρε και κυνήγησε 50 τον ξένο, εκδικητής, κι εσέ λημέρι του έκαμε, το κάλεσμα προσμένοντας το μέγα, ο Διγενής.

Εσύ κρυφοζωντάνεψες, ωραίο νησί, και φύλαξες, εσύ τα προσκυνάς, 55 της Ρωμιοσύνης τα είδωλα· της Ομορφιάς το είδωλο και της Παλικαριάς.

Από τα κέδρα του Όλυμπου σκαλίστε γοργοκάραβα, ω Ακρίτα! Ω Ροδαφνού! Ή κάμετε καράβια σας τα ολάνθιστα κι ολόδροσα 60 φτερούγια του Απριλιού,

Και των Ελλάδων τα νεκρά ακρογιάλια γύρα φέρτε τα, ξυπνήστε ένα βοριά, απλώστε ένα τρικύμισμα, κι αστράφτε εμπρός και μέσα μας τα ωραία, τα δυνατά.

65 Καλώς μάς ήρθατε, παιδιά! Σ’ εσένα, Κύπρο αέρινη, ω Μακαρία γη, πήγεν ο μέγας Έρωτας και χτύπησε, κι ανάβρυσε θαματουργή πηγή.

Στοιχειό οργισμένο την πηγή βαθιά την καταχώνιασε. 70 Ω χέρι ονειρευτό, που πάντα σε προσμένουμε, ξεσκέπασε, και φέρε μας το αθάνατο νερό!

Καλώς μάς ήρθατε παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη, στη Μακαρία γη, 75 στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβησε. Και ζει, και ζει, και ζει!