Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Το σάλπισμα
Στο Δ. Π. Πετροκόκκινο
|
Ω των πολύτροπων ρυθμών περήφανε τεχνίτη, ρίξε τη λύρα που ρωτάει με τους σκοπούς τους χίλιους, τα μακρινά και τ’ άφραστα, τις νύχτες και τους ήλιους, και αγνάντια στον αυγερινό και στον αποσπερίτη 5 ψάχνει, στο φως που της κρατάν κάποιες μαγεύτρες ώρες, για δρόμους πρωτοχάραχτους προς υπερβόρειες χώρες. Και τη φλογέρα πέταξε την ονειρολαλούσα προς της ψυχής τα ολόβαθα, σαν από ύπνου αγκάλη, πιο μυστικά και πιο απαλά και απ’ όσα γλυκοψάλλει 10 προς τη νεράιδα Σιγαλιά της μοναξιάς η Μούσα. Και απίθωσε παράμερα την άρπα που ανεβάζει προς τους Ολύμπιους των θεών τους ύμνους των ωραίων, και ξαναδίνει τη δροσιά των κόσμων των αρχαίων, και των αγέννητων καιρών την όψη πρωταρπάζει. 15 Τη σάλπιγγα, τη σάλπιγγα γαύρα στο χέρι δράξε κι ένα μεγάλο κράξιμο με τη φωνή της κράξε, και κάμε τον ολόγυρα τον ήσυχον αέρα μια τρικυμία από καημούς και από θυμούς φοβέρα· πότισε τη χαλκόστομη με το δικό σου νάμα 20 και τη στριγκιά της τη βοή κάμε την ένα θάμα. Φύσηξε μ’ όλο το βοριά που ακούς βαθιά στα στήθη, και προς τα πλήθη σάλπισε, και σύναξε τα πλήθη, και σαν προφήτης φάνταξε, σα γόης αγνάντια στάσου, και ώς και τους νόμους άλλαξε με τα σαλπίσματά σου 25 και μάγεψε τα μάτια τους και μάγεψε τ’ αφτιά τους και φέρε τους και σύρε τους και δείξε ολόγυρά τους πιο πέρα από τα σύγνεφα, πανύψηλα υψωμένο, και στων πελάγων τους βυθούς στοιχειοθεμελιωμένο, δείξε το κάστρο, το χτιστό, λιθάρι προς λιθάρι, 30 απ’ όσην έχει δύναμη και απ’ όσην έχει χάρη η αστέρευτη χρυσοπηγή κι η ασύγκριτη Μητέρα που είναι πατρίδα κάτου εδώ, κι είναι στα ύψη πέρα κάποιο πολύ ξεχωριστό και παναρμόνιον άστρο· και δείξε το ανιστόρητο και το κυκλώπειο κάστρο! 35 Το κάστρο που τις πόρτες του και που τις πολεμίστρες φυλάνε σαν αδιάβατα κατώφλια παραδείσων οι Νίκες λαμπερόφτερες και οι Μούσες κελαηδίστρες, και περιστέρια ολόλευκα με Χερουβείμ αβύσσων. Σάλπισε, σάλπισε· άνοιξε στα μάτια του λαού σου 40 όσο τραγούδι κλει η καρδιά και όσην ιδέαν ο νους σου σε μιαν απέραντη γραφή και απίστευτην εικόνα, και πέρα ώς πέρα ξάπλωσε στο κάστρο την εικόνα, και όλο το κάστρο ζώσε το μ’ εκείνη, τέχνης τέρας, και με χρωμάτων ποταμούς, με θάλασσες αχτίδων 45 γράψε σε βάθη μιας χρυσής μαρτιάτικης ημέρας τη δόξα τω’ Λεωνιδών, τη γη τω’ Διγενήδων. Κι ύστερα πάλι σάλπισε σάλπισμα ξάφνισμα άλλο, ακόμα πιο θαματουργό κι ακόμα πιο μεγάλο· και μέσα σ’ ένα όραμα γεμάτο από μαυρίλα, 50 φέρε τη νύχτα, το χαμό, και την ανατριχίλα. Κάμε να ’ρθεί κατακλυσμός, και τ’ άγριο πέρασμά του τη ζωγραφιά, που θάμπωνε, να σβήσει και να πνίξει, και να μουγκρίσει μούγκρισμα σεισμού, και κάτου ώς κάτου το κάστρο το πανύψηλο συντρίμμι να το ρίξει. 55 Και όπου χρυσούς ιστόριζες και διαλεχτούς αιώνες και ξημερώματα λαών σε βάθια και σε πλάτια, και πανηγύρια Απρίληδων τριγύρω σε παλάτια με Σαλαμίνες πρόσωπα και Κλείσοβες κορόνες, δείξε σκελέθρου χάλασμα και ολέθρου απομεινάρι, 60 και αργογλιστρήματα φιδιών και στόματα έρμων λάκκων, των ερειπίων χορτάριασμα, και στ’ άρρωστο φεγγάρι άνομους γάμους και χορούς στριγλών και βρικολάκων. Και ύστερα πάλι σάλπισε σάλπισμα ξάφνισμα άλλο, πιο από τα πρώτα θαμαστό και απ’ όλα πιο μεγάλο, 65 και μέσα στα γκρεμίσματα και στα ρημάδια επάνω φέρε την τότε με θεάς αέρα ονειροπλάνο, και από συντρίμμι κάμε τη να σκύβει σε συντρίμμι, με χίλια μάτια αστρόχυτα, στοχαστικά, τη Μνήμη. Και ύστερα πλάσε, ω μάγε εσύ, και ρίζωσ’ εκεί πέρα 70 μια κόρην ωραιότερη κι απ’ την ωραία μητέρα, της Μνήμης κόρη, όλη ψυχή, την άσαρκη Θυσία, την καταλύτρα της σκλαβιάς, την άτρεμη παρθένα, που τα μαρτυρικά φτερά πάντα κρατεί ανοιγμένα, εκείθε από τα πρόσκαιρα, προς την Αθανασία! 75 Και σάλεψε πρωτάκουστα τα πλήθη των ανθρώπων μ’ όλο το φουσκοσάλεμα της θάλασσας καρδιάς σου και προς τα πλήθη φύσηξε με τα σαλπίσματά σου, τη γνώμη των παλικαριών, τα χέρια των κυκλώπων, και ξύπνα μες στις μαλακές ζωές των αδυνάτων, 80 των έργων την τραχιάν ορμή, τη δίψα των θανάτων που είναι λευκοί και υπέρτατοι κι έχουν την ίδια χάρη, του αγγέλου της Ανάστασης στου τάφου το λιθάρι· και ξύπνα κάτι αδάμαστο που ακούραστα ν’ αρχίζει στου κάστρου τα χαλάσματα κάστρο να ξαναχτίζει! 1898
|