Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Ο Πήγασος
Πέρα σε μια κακοτοπιά της Ρούμελης, εκεί κατά το φουμιστό της κυρα-Ρήνης κάστρο, το καλοκαίρι μιαν αυγή τ’ άλογο ασάλευτο γερμένο προς τη γη 5 λαμπύριζε σαν άστρο· και τα φτερά του το καθένα σα σπαθί, και το βαθύ γαλάζιο τους τα ’δειχνε σάμπως μαύρα,— κι ο ανασασμός του λάβρα. Και γνώρισα τον Πήγασο· 10 κι έκραξα: —Εσύ εδώ; Και μ’ αποκρίθηκε· «—Προσμένω από του Μπάιρον τον καιρό. Τον έχασα τον καβαλάρη, χρόνια θα διάβηκαν και χρόνια, 15 τον ήβρε ο Χάροντας, παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια. Χάθηκε ο καβαλάρης, πάει· στον τάρταρο; στα ηλύσια; δε γνωρίζω πού· στέκω σα να ’χασα τη στράτα, 20 στέκω σα χήρα, στέκω δίχως νιάτα, σαν το κορμί φωτοκαμένου είμαι δεντρού. Μιλούσαμε μαζί καθώς μιλά τ’ αδέρφι τ’ αδερφού· τέτοια δε θα ’χε συντυχιά 25 τ’ άλογο ο Ξάνθος με τον Αχιλλέα. Τα φρενιασμένα τα ταξίδια μας τα ωραία! Ψηλά από τ’ αλπικά βουνά κι ώς κάτου στα βενέτικα παλάτια, Πήγασος, είχα τα φτερά, 30 κι εκείνος, άνθρωπος, τα μάτια. Σας γγίξαμε, κορφές των ιδεών, κι ήπιαμε μέσα στων παθών αχόρταγα τα βάθη· μα καβαλάρης μες στους καβαλάρηδες ποιός άλλος ξαναστάθη; 35 Τον ξέρει ο Ρήνος ο περήφανος διαφεντευτής ξεδιψαστής πλατύς κάστρων, ψυχών και τόπων· και, λίμνη ελβετική, κι εσύ, όσο γλυκιά, τόσο βαθιά ζωγραφιστή 40 στους πόθους των ανθρώπων και πιο βαθιά στους έρωτες των ποιητών, κι εσείς δρυμοί τευτονικοί και ιταλικά ακρογιάλια, και πύργοι εσείς ρομαντικοί κι ερείπια στοιχειωμένα κι ο αδιάντροπος ξεφαντωτής, κι εσύ, δειλή παρθένα. 45 Της αμαρτίας τους άγριους τους ανθούς απόκοτα τους έκοβε και στόλιζε μ’ αυτούς και φόρτωνε τα σύμμετρα της τέχνης του ανθογυάλια. Ελληνολάτρης βάρβαρος, ροβόλησε μακριάθε και γονάτισε στο δοξασμένο χώμα· 50 της Αττικής οι μέλισσες δεν το καταφρονέσανε το σκυθικό του στόμα. Της θείας της γης διαλαλητής, μα και κριτής, της έφερε τη λύρα του και το σπαθί του αντάμα, 55 κι ήρθε, και σβει στη ματωμένη λιμνοθάλασσα τη φλόγα της ζωής του και το δράμα. Και νά ώς εδώ ανυπόταχτη με τον καημό η ψυχή του κι ώς τους γιαλούς που τους μολώνει ο Φίδαρης από το βράχο της μεγάλης Αθηνάς 60 κι από τα κορφοβούνια της Χιμάρας. Μπάιρον κι αν κράζονταν αυτός, ήταν ο Αρόλδος κι ο Μαφρέδος τραγικός, —και ήταν ο Λάρας. Αυτός με πρόσταξε κι εγώ τον έφερα 65 κι ήβρε το σταυραδέρφι του τον Κάη, και με τους άγγελους αντάρτες του Θεού, της γης ταξιδευτής και τ’ ουρανού, έδεσε αγάπες. Τονε πήραν, πάει. Σύρθηκα εδώ πεντάρφανος 70 από τα ρήχια τ’ άχαρα κι από το Μισολόγγι, και παραδέρνω μοναχός και παραστρατισμένος· τα όρνια, τα πλάγια, και οι σπηλιές και οι πόταμοι και οι λόγγοι, σα μ’ αγναντέψουνε, ξαφνιάζονται. Είμαι ξένος. Ένας ύπνος βαρύς με μολυβώνει, 75 ο καβαλάρης μού έδειχνε το δρόμο ο χρυσοχέρης, ζηλεύω και τ’ ανάλαφρο του Μάρτη χελιδόνι… Ποιός είσ’ Εσύ και πού με ξέρεις;—» «—Κι εγώ είμαι καβαλάρης, έλα, στη διαμαντένια σου τη σέλα 80 γνωρίζω πώς να κρατηθώ. Μόνο μ’ εσένα το ταξίδι τ’ αγαπώ. Εγώ είμαι από το γένος το μεγάλο που πρωτανάθρεψε κι εσέ. Γιά πάρε με και φέρε με, υποταχτικέ, 85 ψηλότερα κι από τον άλλο!—» |