Μάστορα, καλορίζικο το νιοχτισμένο σπίτι!
Μ’ ανθόκλαδα το στόλισες κι απάνου είν’ η κορφή του
τριγυριστή με φλάμπουρα και χτυπητά σινιάλα·
λογής λογής τα καρτεράς της γειτονιάς τα δώρα,
5 μέσ’ απ’ το ψήλος της σκεπής να τα βροντοφωνάξεις.
Κι εγώ σού στέλνω χάρισμα μαντίλι κεντημένο
με της καρδιάς το μάλαμα, του πόθου το μετάξι·
του κέντησα τον έρωτα τον πετροκαταλύτη,
τον έρωτα που χίμησε μέσ’ από μαύρα μάτια,
10 τα μάτια της Παρασκευής, της ώριας ψυχοκόρης,
της σκλάβας που είν’ ασκλάβωτη και ψυχικό δεν κάνει.
Μάστορ’ ανέβα στο γιαπί, και κράξε απ’ την κορφή του
«Χίλια καλώς μάς όρισε, παιδί, το χάρισμά σου,
να κάμει ο Θεός κι η Παναγιά κατά το θέλημά σου,
15 κι η ψυχοκόρη, η απόνετη να σε ψυχοπονέσει!»
Θα το γρικήσ’ η γειτονιά, θα το βουίξ’ η χώρα,
τα περιβόλια στ’ Αντλικό, στο Μισολόγγι οι μόλοι,
και στο γιβάρι του ο ψαράς τραγούδι θα το κάμει.
Θα σκάσουν οι αδερφάδες μου κι η μάνα μου και ο κύρης,
20 Παρασκευή, θα λαφτιαστείς κι από θυμό θ’ ανάψεις,
και θα τρανέψ’ η φλόγα μου κι αντάμα κι η ομορφιά σου.
|