Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος εντέκατος

—Παρακαλώ σε, ο πόνος μου βαθύς, δεν υποφέρνω τη σαϊτιά του Σατανά, δε με σκεπάζει σκέπη, από παντού με πολεμάν, καταφυγή του κόσμου! Δεν ξέρω πώς να βολευτώ και πού να καταφύγω! 5 Ο νικητής ανέλπιδος. Της Πολιτείας ο σώστης απαρηγόρητος. Εσύ παρηγορήτρα ελπίδα! Από δικούς και αλλόφυλους και ανθρώπους και δαιμόνους κι απ’ όσα έχουν την κόλαση πατρίδα και πειράζουν κι απ’ όλα κιντυνεύουμε, καταραμένοι απ’ όλα. 10 Βασίλειο, Γένος, Εκκλησιά, Λαός μου, η Πολιτεία, Άγια Λεούσα, κρέμουνται από σένα, ελέησέ μας και σώσε μας, Σωτήρα εσύ, γαλήνη εσύ και ειρήνη όλων των χειμωνόδαρτων και των κατατρεμένων. Στάχτη να γίνουν οι άσεβοι που δεν τα προσκυνάνε 15 τ’ άγια σου τα κονίσματα· θαματουργά είναι· τα ’χουν ιστορισμένα απόστολοι με αγγελικά κοντύλια. Ψηλότερη απ’ τους ουρανούς πιο καθαρή απ’ τον ήλιο και πιο ακριβή απ’ τα Χερουβείμ, πιο δοξασμένη ακόμα κι από τα Σεραφείμ εσύ, στάμνα του θείου τού Μάννα. 20 Πληθύναν οι αμαρτίες μας, από τα κρίματά μας αρρώστησε και η σάρκα μας, άρρωστη κι η ψυχή μας. Του σπλάχνους άνοιξε σ’ εμάς την πόρτα, Θεοτόκο!

Γιατί είν’ ο πόνος μου βαθύς; Γιατί, άξαφνα, με πήρες, μνήμη της υπνοφαντασιάς, απίστευτης. —Μου φάνη 25 στο παραθύρι ακουμπιστός του Παλατιού πως ήμουν. Του Βοσπόρου του Θρακικού το μέγα το Παλάτι κόσμος αφέντης χαοτικός, καστροπεριζωμένος. Η Πόλη σαν εκστατική γουμένισσα γερμένη στα πόδια του, και πίσω της καλόγριες τα προπόλια, 30 και τηνε κάναν κι άστραφτε σταυροί και τρούλοι, που ήταν από τα δέντρα σάμπως πιο πυκνοί, και σα να κρύβαν το πράσινο της βλάστησης. Διαβάτρα, από της Θράκης τους κάμπους τους ολάνοιχτους, με δροσολόγαες, αύρα. Στο βάθος πλατυξάνοιχτο τ’ ολόχρυσο Κοσμίδι. 35 Και νά! στο πλάι μου βρέθηκε στυλωμένος ολόρθος αποκρισάρης Άγγελος του αξήγητου και σάμπως από την πλάση πιο πλατύς που ξάνοιγα μπροστά μου. Μ’ άγγιξε, κι ανατρίχιασα. Μου φύσηξε στα μάτια, είδα. Ήταν το ’να του φτερό σα χάλκινο δεφτέρι, 40 θαμποφέγγαν απάνου του της Μοίρας τα γραμμένα. Ήτανε τ’ άλλο του φτερό σα μαγικός καθρέφτης, και μέσα του οι αγέννητοι καιροί μαυρολογούσαν. Είχε μιαν όψη που έπαιζε και σάλευε δειγμένη τρίδιπλη, σαν τη θάλασσα που κάποτε και αντάμα 45 κι ασπρογαλλιάζει και χλωρή δείχνει και μαυροφέρνει. Πότ’ έμοιαζε με του Θεού τον άγγελο, και πότε με τον αρχάγγελο έμοιαζε της άβυσσος, και πότε με τον Παρακοιμώμενο το συνονόματό μου.

Τριπλό το σκιάχτρο με τη μια και με την τρίδιπλη όψη, 50 με βούισμα, σαν τριπλό κι αυτό, και σα νερού φερμένου, γλυκού νερού, νερού αρμυρού, μέσ’ από τα πηγάδια, τα κοντινά, τα μακρινά, του λογισμού, του ονείρου, του παραμιλητού, τριπλά. Κι ήταν το βούισμα τέτοιο:

—Στην Πόρτα στη Χρυσόπορτα που ολάνοιχτη και αστράφτει, 55 καιροί, από σας, ηρωικοί, κι από των τροπαιούχων αυτοκρατόρων πομπικό το πέρασμα, προσμένουν να σε δοξολογήσουνε και να σε στεφανώσουν με το στεφάνι που κανείς δε φόρεσε ώς τα τώρα, σε περιμένει ο Θρίαμβος ο γίγαντας και η Δόξα 60 σε περιμέν’ η αγγέλισσα, Δέσποτα καβαλάρη. Σα μυγδαλιά λουλούδιασε και ντύθηκε σα νύφη απ’ άκρη σ’ άκρη η Πόλη σου κι όλου του κόσμου η Πόλη για να διαβείς απάνου της, πατώντας την, αφέντης. Και τα παλάτια βγάλανε στον ήλιο και αραδιάσαν 65 τ’ ανήλιαγα βλησίδια τους για να σε χαιρετίσουν· παλάτια και τα σπίτια ειναι και τα καλύβια, και όλα, περήφανα, και πράσινα κι άσπρα, γιορτάζοντάς σε. Τα πέπλα τα ολομέταξα, τα βελουδένια πεύκια, τα λιανοπλούμιστα πανιά, του δρόμου σου στρωσίδια· 70 κι όπου είν’ ο δρόμος άστρωτος, γδύνονται και σου στρώνουν τη γη με τα χλανίδια τους, κι αργατικοί και αρχόντοι, και για το καλωσόρισμα, για το προσκύνημά σου τα φλάμπουρα όλα, ανάερα, στις δάφνες όλες, θέρος. Από των κάστρων τα τειχιά, και απάνου από τους πύργους 75 ξαγναντευτές των πέλαγων, ψάχτες των κάμπων, όπου στυλώνουνε τα μάτια τους κι όπου ρωτάνε, γύρω στα τετραπέρατα, πουλιά, σύγνεφα, τα σημάδια, κι όπου γυρνάν τα μάτια, κι όπου ταξιδεύτρα η σκέψη, τα πάντα μιαν απόκριση, κι όλα ένα μήνυμα είναι: 80 «Πόλη, χαρά σου, δέσποινα κι ανατολής και δύσης!» Από στεριές κι από γιαλούς, όλες οι στράτες, πλήθος γνώριμοι δρόμοι και άγνωροι, και οι χιλιοπατημένοι και οι πρωτοχάραχτοι από σε, στην Πόλη σου ίσα πάνε, με της Ευρώπης τα καλά, με της Ασίας τα πλούτια, 85 και οι δρόμοι σου υποτακτικοί σ’ εσέ, από σε γιομάτοι, πεζούρα, αλόγατα, άρματα, δικά σου, και πιστά σου. Μηδέ πολέμια πουθενά σαΐτα δε σφυρίζει, κι όπου είν’ οχτρός γειρτός τραβά στ’ αμάξι σου ζεμένος· πολυσπορίτης ο στρατός, και τα ξανθά τα Γένη, 90 κι όσους ψηλάθε βαλτικές και στέπες κατεβάζουν, κι οι λιοψημένοι Αφρικανοί κι οι Ανατολίτες, κάθε φυλής και πίστης μάζωμα, σ’ εσένα ρογιασμένοι· σκλάβος ο Σλάβος, βοηθητές Λατίνοι και Αλαμάνοι, μαυράδι μισοξάνοιχτο μακριά είν’ ακόμα ο Τούρκος, 95 και καπετάνιος ο Γραικός και το Βυζάντιο στύλος.

Μα ουαί, Χρυσόπορτες, και ουαί, Θρίαμβοι! Από τη νύχτα στη νύχτα, σαν τα πάγανα και σαν τα χαμοδράκια, σα μολεμένοι ανασασμοί μέσ’ από σάπια λάκκων, ξεβράσματα από μνήματα, του πονηρού βλαστάρια, 100 παράμερα, όχλος καρτερά, Δέσποτα καβαλάρη, τη νύχτα, να χυθεί· κι εσέ, να ξεκαβαλικέψεις πεζός τραβώντας προς το μέγα αγύριστο ταξίδι. Η σάρα η μάρα καρτερά τα μάτια σου να κλείσεις για να ξαπολυθεί ξανά και να τον παραδώσει 105 του μαλακού και του κιοτή και του παραλυμένου τον κόσμο που μεγάλωσες ποτίζοντάς τον αίμα, με το μαχαίρι κερδιστής και με τη νίκη χτίστης. Και λιμασμένοι τρυγητές θα πέσουν του αμπελιού σου μουνουχισμένοι, μαυλιστές, μουρλοί, παλιάτσοι, πόρνες.

110 Του κάκου η Βλαχερνιώτισσα, τα χέρια σηκωμένα στον ουρανό, παρακαλέστρα τ’ ουρανού, του κάκου! Βλαχερνιώτισσα, γέρασες, τα χέρια πια δεν τα ’χεις παρά για τ’ ανωφέλευτα παρακαλέσματα, όχι, σαν πρώτα, για να πολεμάς και για να σαϊτεύεις 115 της Πόλης τους απόκοτους φοβεριστάδες, ούτε για να βουλιάζεις των οχτρών απίστων τις αρμάδες.

Οι καταρράχτες θ’ ανοιχτούν και θα ξαπολυθούνε. Θα ξεσπάσουν τα σύγνεφα. Θα βρέξουν τα βουλκάνα τη λάβα τους. Με τα φτερά τους, όλα πέρα ώς πέρα 120 θα τα σαρώσουν οι άνεμοι, βοριάδες και χαμψίνια. Μέσα σου, απάνου σου θυμοί, σεισμοί, πληγές, αστένειες, και αφορισμοί, και αφανισμοί, καταραμένε τόπε! Κύματ’ από την Αφρική, ποτάμια από το Σκύθη φουσκώσαν, πλημμυρήσανε, και σπάσανε τους φράχτες, 125 και οι δρόμοι σου, αυτοκράτορα, και οι χιλιοπατημένοι και οι πρωτοχάραχτοι από σε, που φέρναν ίσα ολόισα της οικουμένης τ’ αγαθά στη δέσποινα τη χώρα, ξεχωνιασμένοι οι δρόμοι σου, συνεπαρμένοι τώρα, παντού είν’ η ξυλοχάλαση, παντού ο καταποτήρας. 130 Τα ρέματα, οι κακοτοπιές, τα βαλτονέρια τώρα, όπου περνώντας πάταγες —και τα πατήματά σου γύρω τ’ αχολογούσανε τα στόματα του κόσμου, του δοξασμού σου βούκινα,— τόσο βαθιά τ’ αχνάρια του διάβα σου τυπώνοντας, που έλεγες: Δε θα σβήσουν! 135 Παρατημένη η δέσποινα στου ριζικού τα δόντια, χίλιω χρονώνε καύκημα, κορόνα όλων των τόπων, και μέσα στη νεροποντή σαν ξεμοναχιασμένο ξέσκεπο σπίτι, αφύλαχτο κι αβοήθητο, που ρεύει και δε μπορεί μήτε απομπρός κανείς μήτε αποπίσω 140 και μήτε κι από πουθενά, και μια παλιοσανίδα γιοφύρι κάνοντάς τηνε, να τρέξει, να προφτάσει για να του πάει, σα λυτρωμό και σα βοήθεια, κάτι.

Σε κάτεργα βενέτικα, σε αφρικανές γαλέρες κι από καστέλια φράγκικα, κι από τους λεβαντίνους 145 γιαλούς, Λατίνοι, Νορμανοί, Κελτοί, Μογγόλοι, Τούρκοι! Νά! με του Πάπα το σταυρό, με τ’ άστρο του Σουλτάνου ο ένας του άλλου πρόδρομος κι οδηγητής. Αδέρφια. Και η Πόλη και η κοσμόπολη, ζωστή. Παρμένη. Πάει, πάει. Του Κυρίου νά ο ναός! Αχούρι κοπρισμένο 150 από τ’ αλόγατα του οχτρού. Μια πόρνη καθισμένη στο θρόνο του Χρυσόστομου, στριγκόφωνη κηρύχτρα του δαίμονα του σαρκικού. Καπίστρια τα φελόνια και οι κολυμπήθρες γούρνες. Νά! Διαγουμιστάδες όλοι των όλων. Τίμιων, ιερών μαγαριστές και σφάχτες. 155 Και της Σοφίας του Θεού, πανάκριβη, πανώρια, παρμένη κι η Άγια Τράπεζα, μες στο καράβι κούρσος για τη Φραγκιά. Κυρίου οργή. Και σύψυχο, και αγνάντια στο Μαρμαρόνησο, χαμός. Βουλιάζει το καράβι. Βουλιάζει κι η Άγια Τράπεζα. Και η θάλασσα τριγύρω 160 λάμπει και είν’ ήλιος, και ποτέ δεν τρικυμίζει, και είναι μυρόβολη και γαλανή και ανάμα τα νερά της. Κι οι πολεμάρχοι εξόριστοι κι οι αρματολοί φευγάτοι, σαν έρμοι, σαν κατάρατοι, γυμνοί, άπατροι, σκηνίτες, τρων το ψωμί της ξενιτιάς, και για να το πλερώσουν, 165 τον ξένο δασκαλεύουνε, του ξένου παραδίνουν της Ρωμιοσύνης τα σπαθιά, τα μυστικά της νίκης, κι αυτοί πεθαίνουν άχαροι, και χαίρεται το βιος τους ο ξένος. Γράμματα, άρματα —καημένη Ρωμιοσύνη!— διωγμέν’ απ’ την Ανατολή, κονεύουνε στη Δύση. 170 Στ’ άλπεια βουνά ξανανθιστές, της Αττικής βιολέτες! Κι από τα γιγαντόκορμα μαζώματα φουσάτα μύριω φυλών, μύριω γλωσσώ, φλάμπουρων μύριων κάτου από το ένα λάβαρο του Ἐν Τούτῳ Νίκα, ω ρήγα Bουργαροφάγε ατράνταχτε, τίποτε δε θα μείνει, 175 κι απ’ όσα πλάθεις, ταίριασες, και κυβερνάς και ορίζεις. Του Χριστού πίστη, μέριασε! Φυλές, λογαριαστείτε! Σαξόνοι, Ρούσοι, Νορβηγοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Σπανιόλοι! Βάρβαροι φλαμπουριάρηδες ρογιασμένοι, τραβάτε με το δικό του φλάμπουρο καθένας, να το υψώσει, 180 αγάλια αγάλια, λάβαρο νικήτρας μιας πατρίδας! Φυλή το μάζωμα, η φυλή λαός, και νά τα Έθνη! Λατίνοι, Σλάβοι, Γερμανοί, με τα όπλα, με τα φώτα, και με τα σύνορα πλατιά, με τα όνειρα μεγάλα! Και της Σοφίας του Θεού πανάκριβη, πανώρια, 185 βγαλμένη κι η Άγια Τράπεζα μέσ’ από του πελάγου τα βάθη, τέρας ψάρεμα, άξιων ψαράδω φράγκων, και μοιρασμένο κάθε της θαυματουργό κομμάτι δύσης και νότου και βοριά. Στα Έθνη πάντα, στα Έθνη!

Κι απάνου από το Γερμανό, κι απάνου απ’ το Λατίνο, 190 κι απάνου απ’ τον Αγαρηνό, κι απάνου από το Σλάβο, κι απάνου απ’ όλα τα ξανθά, τ’ αναστημένα Γένη, με τα πλατιά τα σύνορα, με τα τεράστια κάστρα που δεν τα χτίζουν πέτρες πια, και δεν τα στεφανώνουν πύργοι, και δεν τους βρέχουνε τα πόδια τους οι τράφοι, 195 σαν πρώτα, μήτε οι πολεμίστρες, μάτια τους, αστράφτουν… Κάστρα, χαράκια και πυργιά, τράφοι και πολεμίστρες, τα Πυρηναία, τ’ Απέννινα, και Καύκασοι και Ουράλια, και ο Ρήνος και οι Δουνάβηδες, Ταμέσηδες και Σένες, και οι Μαύροι και οι Ατλαντικοί και οι Βαλτικές και οι Άσπρες, 200 τ’ άχανα των ωκεανών, και οι θάλασσες που παίρνουν το λάγγεμα κάποιων λιμνών ονειροχαϊδεμένων. Νά οι θάλασσες, νά τα βουνά, νά οι πόταμοι, νά οι γνώμες! Νιος κόσμος. Μέγα τ’ άλλασμα στην τέχνη των αρμάτων. Πεζοί και καβαλάρηδες, αλιά σας, αντρειωμένοι! 205 Σκουριάστε, δαμασκιά σπαθιά, κοντάρια, συντριφτείτε, του τοίχου πια ανωφέλευτα στολίδια τα δοξάρια, στο καλό σύρτε, σαϊτευτές, έχετε γεια, λεβέντες! Κι εσύ, χυτή βυζαντινή φωτιά, διπλόζωο φίδι, στο σύνεργο του σατανά, στο μαύρο βόλι κλείσου, 210 κατάσταυρα, αξεχώριστα, σημάδευε, και χτύπα, θέριζε αλάθευτα μακριάθε, άξιους, ανάξιους, όλους, αρμάτους και ξαρμάτωτους, κιοτήδες και ηρακλήδες. Κι απάνου απ’ όλα τα ξανθά τα Γένη, αναστημένα, με τα πλατιά τα σύνορα τα καλομετρημένα, 215 στο μνήμα το βασιλικό της Ελλάδας πατώντας και κάνοντας το βάθρο της για να φαντάξει απάνου σε κείνο, ακόμα πιο ψηλή, νά η ζυγαριά της Δίκης και της Σοφίας νά η πηγή, νά η δύναμη και η χάρη και η κυβερνήτρα και η κυρά, κι όλων απάνου σε όλα, 220 με τ’ όνομά της μοναχά, με τ’ άκουσμά της μόνο, με την ιδέα της πιο πολύ, το φως της πρώτ’ απ’ όλα, η αυτοκρατόρισσα που ακούει να την υμνολογάνε της οικουμένης τ’ άργανα: Ευρώπη, Ευρώπη, Ευρώπη!

—Πέστε, βυθοί του Ωκεανού, τί αναβρύζετε; Μήπως 225 την Αφροδίτη, δεύτερη φορά; —Την Αφροδίτη; Όχι. Στον ήλιο φέρνουμε ξανά την Ατλαντίδα, τ’ ονειροφάνταστο νησί, που είναι κι αυτό ένας κόσμος.— Η Αθήνα δεν υπάρχει πια· υπάρχ’ η Ευρώπη. Δώσ’ της, Ευρώπη, από τα σπλάχνα σου της νιοφανερωμένης. 230 Σου είναι στενός ο γέρικος ο γνωρισμένος κόσμος. Δρυμοί παρθένοι, άχανοι κάμποι, πέλαα, καταρράχτες, πιο μεγαλόπρεποι από σας, κάτου από σας, μαζί σας, νά οι Άτλαντες, νά οι Άτλαντες, έρχονται, σπέρνονται, είναι, φυτρώνουνε, θεριεύουνε, λεύτεροι, γαυριασμένοι, 235 του νέου του κόσμου κύρηδες, του γέρικου φοβέρες. Μα ασάλευτος και ο Κίτρινος από καιρούς και χρόνια, σε άπαρτων τόπων και λαών άγγιχτων τα σκοτάδια, σαν από κρέας ανθρωπινό δράκοντας χορτασμένος, πάντα στο σάλεμα σεισμός, πάντα στο χτύπο χάρος, 240 πονήρεψε, και μαθητής γράφτηκε τ’ Άσπρου μάγου, και ξέρει από μαγέματα, κι ο ασάλευτος τινάχτη, κι έγινε φίδι με φτερά, και στοίχειωσε, και θέλει ν’ αρχίσει από το δάσκαλο το έργο ξανά, τα πάντα σεισμός να ρίξει Γκεγκισχάν και χάρος Ταμερλάνος.

245 Κι από τον Ατλαντόκοσμο πιο θαμαστός, πιο μέγας απ’ την Ασία τη Σίβυλλα κι από τη Μούσα Ευρώπη, και τροπικών και πολικών και υπερβορείων τόπων θεμελιωτής, διαφεντευτής, κρατάρχης μέσα σε όλα, και με το μάλαμα κορμί, με τα διαμάντια μάτια, 250 και με το μάρμαρο καρδιά, τελώνιο και δαιμόνιο, νά ο βασιλιάς ο Μαμωνάς! Ο αντίχριστος, το τέρας, και σερπετό και σταυραϊτός, και παίρνοντας κάθε όψη, καθώς ο μάντης που έβοσκε τις ποσειδώνειες φώκες και ζούσε μες στης θάλασσας τα βαθιά. Τον αδράχνεις 255 κι όλο σού φεύγει, και είν’ αφρός κι είναι βραχνάς, και πάντα, κι εκεί που τον καταφρονάς, προσκυνητής του πάντα. Μα ήρθε καιρός, και πλήρωσε της δύναμής του ο γίγας το κρίμα μ’ όλο του το βιος που η γη δεν το χωρούσε. Φτωχολογιά σακάτισσα, φτωχολογιά καημένη, 260 σα φρύγανο στην αμμουδιά, σαν καλαμιά στον κάμπο! Άστραψε φως και γνώρισες τον εαυτό σου. Βάστα, ρίξου, αργατιά δρακόντισσα, χτύπα, αργατιά εκδικήτρα! Νά! Νά! Σηκώθη ο σηκωμός του κόσμου ο πιο μεγάλος, του φτωχού σήκω ο σηκωμός! Σφιχταλυσοδεμένο 265 σε τυραγνούσε ο δράκοντας και δουλευτή και δούλο σε τρύπες μέσα και σπηλιές, γύφτο και χτήνος, μέσα σε πυρωμένους κλίβανους κι ανήλιαγα κατώγια, σε φάμπρικες πολύκοσμες, πολύτεχνα αργαστήρια, παλάτια ήταν οι φάμπρικες, μπουντρούμια τ’ αργαστήρια, 270 κι όλα, της κόλασης κελιά, μπουντρούμια και παλάτια. Κι ο Μαμωνάς, κλεισμός! Χαμός! Διαλαλημός! Βοηθάτε! Στο πρόστασμά του ανατολής και δύσης παραστάτες αρματωμένα, αρίφνητα, και με τους αρχηγούς του και με τους πολεμάρχους του μπροστά καθένα, τα Έθνη. 275 Και νά! Πολέμια χλαλοή, μα νά! Μεγάλο θάμα! Λευκοντυμένος άγγελος διπλώνει τα φτερά του απάνου από τη βαλτωμένη, τη διαγουμισμένη, απάνου απ’ της αναβροχιάς κι απ’ της ερμιάς τη χώρα. Ἀνάστα! Και φεγγόβολος και μεταμορφισμένος 280 ανέστη από το μνήμα του το παραπεταμένο ο ταπεινός, ο κουρελής, ο καταφρονεμένος, ο αγνώριστος, ο απάντεχος, ο αγέλαστος και ο ξένος, μισόκοπος, σημαδιακός, άσκημος, ο άντρας, ο άντρας! Της αργατιάς ο βασιλιάς, της φτώχειας ο πατέρας, 285 του κόσμου αφέντης. Έρχεται των πάντων ο ντραγάτης, και Φτωχολέοντας κράζεται και λιόντας είναι. Φτάνει, ο κληρονόμος έρχεται, στάμνα βαστά και σπάθα. Από τα δάκρυα του φτωχού μεστή βαριά είν’ η στάμνα. Ο Φτωχολέοντας έρχεται, στάμνα βαστά και σπάθα, 290 και στολισμένη η τράπεζα, και τα κεριά αναμμένα, ο κληρονόμος έρχεται στο τέλος των αιώνων, σταμνί βαστά, σπαθί βαστά, για να τα σφάξει τα Έθνη! Δράκοντα, αλιά σου, Μαμωνά! Στην οικουμένη ειρήνη, αδερφοσύνη στους λαούς, χαρά και καλή γνώμη 295 στη γη! Τρισεύγενη η δουλειά, μια Πολιτεία ο κόσμος!

Και οι μοιραστές της αμοιβής και της ποινής οι αφέντες παν πάνε, οι μοιραστές θεοί, παν οι θεοί αφεντάδες, πλάστες δεν είναι πια οι θεοί, μήτε είδωλα του τρόμου, μήτε σκηνής υποκριτές, ή τραγικοί ή παλιάτσοι, 300 κάτου από μύριες, άσκημες, όμορφες, μάσκες. Πάνε. Του νου του ανθρώπου πλάσματα, κι όσο δε δύνετ’ άλλο του ανθρώπου ο νους ο ποιητής ψηλότερα να φτάσει, του νου του ανθρώπου πλάσματα κι οι θεοί κι οι πλάστες ήταν μέσα στον άφταστο ουρανό φερμένοι της ιδέας, 305 μαργαριτάρια του όνειρου, του αξήγητου διαμάντια, μα και της πράξης λάβαρα, μα και σπαθιά του πάθους. Μονόθεοι και πολύθεοι, κριτές, τύραννοι, σκιάχτρα, Βαλχάλες, Όλυμποι, ουρανοί, παράδεισοι, όλα πάνε, Σωτήρες και Παντάνασσες. Τώρα, Ψυχή, το νιώθεις, 310 ύστερ’ από καιρούς καιρών κι από αιώνες αιώνων, πως Χάρος ήρθε απάντεχος, θεοκαταλύτης Χάρος. Βουλιάξανε, χαθήκανε, δίχως ο Μέγας Κόσμος να χάσει τίποτε, ούτε βήμα απ’ το περπάτημά του, φυλλάκι από τη χλώρη του, μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του. 315 Και μες στου χάους αμέτρητου και μες στης οικουμένης της μετρημένης το άπλωμα, τα πάντα λυτρωμένα, χαίρονται, σταίνουν το χορό, καλόρυθμα γυρίζουν, κι ο Ήλιος πρωτοχορευτής. Χρυσοστεφανωμένος, δοξαριστής, κιθαριστής, αρματοδρόμος; Όχι. 320 Νά ο Ήλιος, αβυσσόκοσμος, και μόνοι θεοί, που ζούνε κι ακόμα απόξω απ’ το χαμό, νά η Αθηνά, Σοφία τώρα είναι τ’ όνομά της, νά! Νά κι η Αφροδίτη, Αγάπη τώρα κι εκείνης τ’ όνομα, κι αφροχύνεται πάντα ολόγυμνη απ’ την άβυσσο, και πορνική και ουράνια· 325 κι εσύ, ξαρμάτωτη· Αθηνά; όχι Αθηνά· Σοφία, βιβλίο κρατάς και σκύβοντας απάνου του διαβάζεις και με κοντύλι σίδερο σε φύλλα ατσάλια γράφεις· σφαίρα το πόδι σου πατά, και σα να τηνε σπρώχνει, και η σφαίρα αστέρι, και τ’ αστέρι κόσμος, και γυρίζει· 330 τα μάτια σου, τρομαχτικά, της κουκουβάγιας μάτια πάντα, κι αστράφτουν, ουρανοί, κι ολόβαθα είναι, νύχτες.—

Κατάματα και ατάραχος την κοίταξα την όψη τ’ αγγέλου σκιάχτρου, του τριπλού, και σάμπως να μην ήμουν εγώ, σαν κάποιος μέσα μου νους αϊτομάτης να ήταν 335 που να μιλήσω μ’ έσπρωχνε, τέτοια ήβρα λόγια, και είπα:

—Όσο ανοιχτοί είν’ οι ουρανοί, τόσο τεράστια μέσα στων ουρανών απλώνονται την απεραντοσύνη του ηλιού τα βασιλέματα· κι όσο κι οι αιθέρες είναι ξάστεροι, τόσο είν’ οι αχνοί σαν ξαφνικές φοβέρες· 340 από τα έγκατα κι οι αχνοί της θάλασσας της μάνας υψώνονται, μεστώνονται, και, σύγνεφα, του κόσμου το σκότος, το δριμόχολο, και τη φουρτούνα φέρνουν, για το χαμό ή για τ’ άνθισμα, ξολοθρευτές ή πλάστες, όσο να πέσουνε ξανά στης θάλασσας της μάνας 345 τα έγκατα, από το νερό για το νερό, καθάρια, και μ’ όλο τους το θόλωμα, τα σύγνεφα, σημάδια, στου κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν του νόμου του κυβερνητή θνητών και θείων, των όλων.

Στη θάλασσα του αιώνιου χύνονται τα ποτάμια 350 της προκοπής και χάνονται, μα η θάλασσα κρατιέται και μ’ όλο της το σάλεμα, κι όλα τα πίνει, και όλο και καταπίνει. Νά η πηγή και νά και η καταβόθρα.

Μπρος, πίσω, τίποτε. Χορός ανεμοκυκλοπόδης. Είπα: Στα πάντα γυρισμός των πάντων. Κυβερνήτες, 355 λαοί, δούλοι, κύρηδες, και θεοί κι άνθρωποι πάντα κόβουν, για μπόδισμα, για μπλέξιμο, για πάλεμα, τους δρόμους, τούτοι για να είναι πάντοτε γονατιστοί, και κείνοι, για να είναι ολόρθοι πάντοτε. Στην πλάση τούτη ο κόσμος ολόγυρα, κι ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο ο μαύρος 360 που είναι μαζί περίγελο των όντων και καμάρι, το νόμο ακούν· και στις καρδιές και στα λιθάρια ο νόμος· μπορεί άλλην όψη να ’χει εδώ, κι εκεί άλλην όψη να ’χει, μα παντού, αφέντης που κρατά και σταυρωτής που δένει. Χινόπωρα, Μαγιάπριλα, χειμώνες, καλοκαίρια 365 οι ώρες πάντα οι γνωστικές τα φέρνουν και τα παίρνουν και ρυθμισμένα τα μοιράζουν και τα ξαναφέρνουν, χειμώνες και Μαγιάπριλα, πάντα γνοιασμένες οι ώρες, (και οι τύχες ξέγνοιαστα, τυφλά, κάποτε στα χαμένα), χινόπωρα, Μαγιάπριλα, χειμώνες, καλοκαίρια 370 και στης ψυχής τ’ απόβαθα και στα πλατιά της πλάσης. Κι όλο ένα χέρι σπρώχνει μας· την άνεργη τη σάρκα μια δύναμη. Πάντα ο μεγάλος, πάντα κι η ιστορία πλάι του με βήμα ταιριαστό· και δεν καταλαβαίνεις, εκεί που περπατάν και οι δυο, σφιχτοπεριπλεμένοι, 375 ποιός είναι τ’ άλλου οδηγητής, ποιός είναι τ’ άλλου η βρύση. Μα ή κυβερνήτης ή αρχηγός, ήρωας ή καπετάνιος, ο καπετάνιος άμοιαστος κι ο αρχηγός πάντα ένας. Ένας —δεν ξέρω— είμαι κι εγώ· είμαι, ήμουνα, και θα είμαι, και πέστε πως κομπώνομαι και πέστε πως πλανιέμαι. 380 Του στοχασμού και του όνειρου λίγοι πιστοί και λίγοι σοφοί, στα πλήθη ανάμεσα, διαλεμένοι, γυρίζουν ορθοί και λογομάχονται, σκυφτοί και μελετάνε. Του κάκου οι Μούσες οδηγήτρες, μάισσες οι Σειρήνες. Μηδέ του ρήτορα η βροντή, μηδέ η πνοή της Λύρας 385 να τον αλλάξουνε μπορούν της Πολιτείας το δρόμο. Την πολιτεία τη σέρνει ο Πόλεμος κι η Βία τη σέρνει στ’ άνθισμα για το μαρασμό, στη χάση για τη φέξη. Και τίποτε δεν το βαστά στην προστασμένην ώρα, και στων εθνών και στων ψυχών τα ρέματα, που αφρίζουν 390 του κάκου, της μπασιάς το μπρος και της ρηχιάς το πίσω.

Μα εγώ είμαι ο ξεθεμελιωτής, ο Πόλεμος, ο μέγας, ο Πόλεμος· το θέλημα κάνω ενός πλάστη που είναι σαν πιο μεγάλος από με, και μ’ έχει ρογιασμένο. Δέντρα, αντιρίμματα πατώ και ξεριζώνω, και όλα, 395 με τη φωτιά ξεπαστρευτής και χτίστης με το αίμα, και γυμνά στρώνω και κρουστά τ’ αλώνια στρογγυλεύω, γιομίζοντάς τα με καρπούς του θέρου και του τρύγου. Μα εγώ είμ’ ο Πόλεμος, μα εγώ είμ’ ο Πόλεμος. Τα Έθνη πάντα θα ζουν, παντοτινά θα ιδροκοπάν, ο αγώνας 400 πάντα για το μεγάλωμα, για τη δύναμη πάντα. Πίσω απ’ τ’ αγρίμια κυνηγοί, κισσοί στα δέντρα απάνου, παντοτινά οι καταχτητές. Πάντα οι καταχτημένοι. Άμοιαστοι πρώτα, αντίμαχοι, κι ύστερα ταιριασμένοι μες στον ατέλειωτο χορό για τον οχτρό που θά ’ρθει 405 κι αυτός με την αράδα του στο πλήρωμα του χρόνου να φάει και τον καταχτητή και τον καταχτημένο. Και οι σηκωμοί και οι χαλασμοί, πλούσιοι, φτωχοί, τα πάντα στο ζύγι· πάντα η ζυγαριά θ’ ανεβοκατεβαίνει. Δόξα εν Υψίστοις Θεώ, επί γης ειρήνη κι εν ανθρώποις 410 ευδοκία! Ενός Ύψιστου πάντα η λατρεία, μα πάντα του πονηρού θα είναι το φίδι ο άνθρωπος, κι η ειρήνη η φουσκαλίδα του νερού. Θεοί, κορφές των πάντων, παντού και πάντα Παναγιές, Χριστοί, δαιμόνοι, αγγέλοι. Πάντα είν’ οι αστραπόπετρες του αόρατου, και πάντα 415 μες στης ιδέας τα ξέθωρα και τ’ άγραφτα, οι εικόνες. Πάντα οι θεοί, γη και ουρανοί πάντα μεστοί από κείνους. Και πάντα θα υπάρχω εγώ· κι αφού αποδώ θα λείψω, θα είμ’ αποκείθε, αφεύγατος, τριγυριστής, θα υπάρχω, μ’ όποια σημάδια σφραγιστός, μ’ όποιο όνομα κρασμένος, 420 του κάστρου πορτοφύλακας, πιστός της Ρωμιοσύνης, και θ’ αντιστέκουμαι, σπαθί· βουλή, θα κατορθώνω. Και των Ελλήνων και η βουλή και το σπαθί. Και θα είναι με κόψη πάντα και η βουλή, και το σπαθί με γνώμη. Και, πνέμα αγνό θα πνέω, γδυτός απ’ τη θολή τη σάρκα. 425 Είπα: Ρωμαίικο όπου φυσά κι όπου παλεύει Ελλάδα, κι όπου σταυρώνεται η φυλή κι όπου είν’ η ορμή στο Γένος, σε γενεές γενεών, παντού, σ’ αιώνες αιώνων πάντα. Στο σπάρασμα, στον ξεπεσμό, στο χάραμα, στη νύχτα, Ρωμαίικο, κι όπου θα βαστάς, Ελλάδα, όπου θα ρεύεις, 430 είτε σε μια τετράπλατη γη Πολιτεία, που κόσμος από στεριές και θάλασσες, λαούς και τόπους είναι, είτε στου σκλάβου το κλουβί, σε χαμοκέλα χώρα, και μες στα χρυσοτρίκλινα, και στη μονιά του λύκου, και σε βυζαντινά θρονιά και σε αττικά συντρίμμια, 435 και με πορφύρα βασιλιά, και με φλοκάτα κλέφτη, όπου είν’ αντίσταση, σταυρός, αγρύπνια, σπαθί, δρόμος, θα είμ’ εγώ, πνέμα, εγώ, ψυχή, θα πνέω, θα ζωντανεύω. Σκέλεθρο, και θα τραγουδώ με το επικό τραγούδι, ανάβρα από το στόμα μου ξένης φλογέρας, πάντα, 440 βαλμένης για περίγελο, που, αλλάζοντας, θα κάνει του ξένου το περίγελο λειτουργικό τροπάρι. Μαρμαρωμένος βασιλιάς, και θα ξυπνώ· απ’ το μνήμα το μυστικό και το άβρετο που θα με κλει, θα βγαίνω, και τη χτιστή Χρυσόπορτα ξεχτίζοντας, θα τρέχω, 445 και καλιφάδων νικητής και τσάρων κυνηγάρης, πέρα στην Κόκκινη Μηλιά θα παίρνω την ανάσα.

. . . .

Το τριπλό σκιάχτρο, έσβησε, αχνός. Μα η αμαρτία, λιθάρι. Παρακαλώ σε, Παναγιά, βαθύς ο πόνος μου είναι, λιμάνι εσύ του αμαρτωλού, χαρά του κόσμου υπάρχεις, 450 έλεος, Κυρά, και σβήσε μου τη φλόγα της βλαστήμιας. Ο Πειρασμός με πείραξε, με ανέβασε του ψήλου, και μου ’δειξε από τις κορφές τις βασιλείες του κόσμου, και μ’ όλα τους τα κρίματα και με τα τέρατα όλα, και δεν τα σφράγισα τ’ αφτιά, δεν τα ’κλεισα τα μάτια, 455 κι έγιν’ αντίλογος εγώ στου πειρασμού το λόγο. Ήμαρτον, Κύριε! Ας γενεί κατά το θέλημά σου.—