Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
… Ὁρῶσιν αἴφνης κατὰ γωνίαν ἱστάμενον ἀνδρὸς πάλαι τεθνεῶτος λείψανον ὁλόκληρον καὶ τὸ πᾶν ὁλομελές, γυμνὸν ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς. Εἴχε δὲ καὶ ἐπὶ στόματος καλάμην ποιμενικῆς σύριγγος, εἰς χλεύην τινῶν οὕτω ποιησάντων, οἷς ἔμελλε θρεμμάτων. Ὡς δὲ διηπόρουν, ὁρῶσιν ἐκ δεξιῶν κενήριον, καὶ ἐπ’αυτοῦ γεγραμμένους στίχους, δηλοῦντας τὸν κείμενον Βασίλειον εἶναι τὸν Βουλγαροκτόνον ἐκεῖνον.
Παχυμέρης |
Ἐκεῖθεν ἄρας ἄπεισιν ἐς Ἀθήνας… Καὶ ἐν Ἀθήναις γενόμενος καὶ τὰ τῆς νίκης εὐχαριστήρια τῇ Θεοτόκῳ δοὺς τ’ ἀναθήμασι πολλοῖς, λαμπροῖς καὶ πολυτελέσι κοσμήσας τὸν ναόν, ὑπέστρεψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.
Κεδρηνός |
Λόγος πρώτοςΗ Πόλη, νά την! Πέρα εκεί στον επικό τον Κάμπο. Υψώνοντας το λάβαρο το σταυροφόρο, νά τος, αδικητής φονιάς του αθώου ρηγόπουλου, κι ο ίδιος το χέρι ενός εκδικητή στο θέλημα της Μοίρας, 5 πλάκωσε ο γιος της μάνας γης της φραγκοπατημένης. Ο Ρήγας της Ανατολής, της Πόλης κληρονόμος ξεκάμπισε και τέντωσε στου Γαλατά το κάστρο, κι η τέντα του άσπρη, πλουμιστή με κόκκινα αϊτοπούλια. Στενά τριγύρω και νησιά, σκάλες, χωριά και χώρες 10 τον ξέρουν, τονε μελετάν και τονε καρτεράνε, κι η Ευρώπη μ’ όλα τ’ άρματα κι η Ασία μ’ όλα τα κάστρα· με τ’ όνομά του πέτονται, με τ’ όνομά του τρέμουν όσο να ’ρθεί η τρανή στιγμή να το βροντοτινάξουν αστροπελέκι τ’ όνομα και ανατολής και δύσης, 15 Παλαιολόγος, εδώ, εκεί, παντού, Παλαιολόγος. Κι οι ακρογιαλιές οι πλαγιαστές κοντά κοντά και αγνάντια μέσα στη γη που χύνεται κι αγριομανά και στέκει, πολύδεντρη, κυματιστή, πράσινη, ολόδροση, όλο σα να περνά με τους χορούς και με τα πανηγύρια 20 τη ζήση μες στην αγκαλιά μιας φύσης ευεργέτρας π’ όλο ξοδεύει και ποτέ δε σώνεται το βιος της· κι οι ακρογιαλιές που στέκονται σαν έτοιμες για γάμο κι ερωτοκαθρεφτίζονται στα μάτια η μια της άλλης, τώρα σαν από μάλωμα και σάμπως από πείσμα 25 κοιτώντας, φοβερίζονται με τ’ όνομα του Ρήγα. Η Πόλη, νά την! Πέρα εκεί στον Κάμπο. Και είν’ ο Κάμπος, χέρσος, πλατύς, ολάνοιχτος, διαγουμισμένος, έρμος, την πρωτινή τη δόξα κλει της Ρωμανίας, κι η δόξα και βασιλιάδων πάντα ωμών και αργών, και βασιλιάδων 30 που ζήσανε με το σπαθί πάντα όξω απ’ το θηκάρι, και βασιλιάδων που αγκαλιά με τη μελέτη γέρναν, με την ξωθιά την άρρωστη, με τη Μελέτη πὄχει τα μάτια της ολάνοιχτα, τα πόδια της παρμένα, και βασιλιάδων που ήτανε με την Κακία και πάντα, 35 την κούρβα τη χυτρόχειλη και τη χαμηλοφρύδα, καθώς το νύχι με το κριας· της Ρωμανίας κι η δόξα πάει, πάλιωσε, και πέρασε, κι αν ξαναδώσει, και όσο, γλυκάδα του χινόπωρου και γέλιο του χειμώνα. Χαλάσματα, χαλάσματα, χαλάσματα, όλα κι όλα, 40 μαζί κι ο Κάμπος χάλασμα, κι απ’ τη Χαρσή την Πύλη, κατά τον Άγιο Μάμαντα, στο Λιμενάρι ώς πέρα σωπαίνουν τα καστέλια του, και παν τα τριμπουνάλια, και του Προδρόμου κι η εκκλησιά, του Εβδόμου το Παλάτι, πια δεν ηχολογάν ψαλμούς και αλαλασμούς δε στέλνουν 45 για να λαρώσουν την οργή του Παντοδύναμου, όχι· μήτε που πια δοξολογάν του βασιλιά στο θρόνο τ’ ανέβασμα. Κι όλα αδειανά, κι ανάμεσα και σ’ όλα του Θεολόγου τ’ αϊ-Γιαννιού το φτωχικό ρημάδι στο μοναστήρι, γκρέμισμα και κείνο, μια κλησούλα, 50 τώρα μαντρί για πρόβατα, για πιστικούς λημέρι. Και χάλασμα και το μαντρί, τα πάντα ερμιά και γύμνια. Και μέσα στα συντρίμματα, και παραμερισμένα, σάπια, σαρακοφάγωτα, δυσκολογνώριστα, όλα, λείψανα σαν από σταυρούς και μια πνοή από τάφους. 55 Τί θέτε εδώ, ξεφαντωτές; Πατά το πόδι απάνου στο χώμα και στο μούκιασμα και το μποχό σηκώνει, και κάποτε ήταν ο μποχός κι ήταν ώς χτες η μούχλα βυζαντινά εικονίσματα, καλόβαλτα, πλασμένα με το ρηγλί, με το ψηφί, με το μαργαριτάρι, 60 μα ήρθε και τα ’λιωσε ο Καιρός Κοπρώνυμος, σα να ήταν από το σόι των Ίσαυρων βαλτός εικονομάχος. Και μιαν αυγή ανοιξιάτικη, χυτή στην ώρια πλάση, στους Κόρφους και στους Βόσπορους και σ’ όλα τα ακρογιάλια σα σε ξωθιάς αερόκορμο πορφύρα μιας αυγούστας, 65 κι ήρθε, δεν ξέρω κι από ποιά βουλή και από ποιά μοίρα, κι αποκοιμήθηκε αλαφρά των πολεμάρχων η έγνοια και αποκαρώθη του κλεισμού για μια στιγμή το πείσμα, του Λογοθέτη σύντροφοι, του βασιλιά νομάτοι, σπαθάρηδες, δομέστικοι, σεργέντες, ασικρίτες, 70 βρεθήκανε ξεφαντωτές και πήγαν πεζοδρόμοι και σταματήσαν ίσα εκεί στο χάλασμα· και ο τόπος γέμισε από μιλήματα και βρόντους χαροκόπων, κυκλογυρίσματα έβλεπες, άκουες τραγούδια, και ήταν ξανάσασμα και γιόρτασμα. Κι έξαφνα μέσα σε όλα, 75 σε μια ώρα μυστηριακή, του απίστευτου γεννήτρα, σπαθάρης νιος τριγυριστής ανοιχτομάτης ήρθε και βρέθηκε σε ξαφνική, σε αλλότριαν όψη αγνάντια, κι έβγαλε μια στριγκιά φωνή, και τρέξαν όλοι. Βλέπουν. Κατά τον τοίχο στριμωμένο, σάμπως καρφωμένο, 80 στο πλάι μνημάτου ξέσκεπου, διαγουμισμένου, κάτι που ξέγινε κι από άνθρωπος, τραβώντας για να γίνει σκέλεθρο, και μαυρόδειχνε στα κόκαλά του απάνου σκουληκιασμένο το πετσί, κορμιού στερνή κατάντια. Ακέριος. Μαύρος και γυμνός και ασύγκριτος και μέγας. 85 Τίποτε δεν τ’ απόμενε, και μοναχά βαστούσε στην τρύπα που ήταν άλλοτε το στόμα, μια φλογέρα. Κι έλεες, ολόρθος έστεκε, πρόθυμος για ν’ ανοίξει στο πιο παράξενο όραμα την πύλη του άλλου κόσμου, και να το κάμει, φέρνοντάς το εδώ, βραχνά της πλάσης 90 και της φλογέρας λαλητής να γίνει, για να σύρουν αγνάντια του και γύρω του σπαθάρηδες, στρατιώτες, ασικρίτες, δομέστικοι, πρωτοστρατόροι, αρχόντοι, του Λογοθέτη οι σύντροφοι, του βασιλιά οι νομάτοι γοργά τα πόδια σε χορό συρμένο από δαιμόνους. 95 Και το ξεφάντωμα άλλαξε, γίνηκε αγκούσα· τρόμος θρησκευτικός το ξέγνοιαστο πετρώνει πανηγύρι, κι όλοι, στο φάντασμα μπροστά, κοπάδι που το δένει μέσ’ απ’ των ίσκιων το λαό του αξήγητου η καδένα. Τουρμάρχες, Βάραγγοι, αρχηγοί, δουκάδες, κεφαλάδες, 100 στρατιώτες και σπαθάρηδες, κι ο Λογοθέτης ο ίδιος. Και στου μνημάτου, ξέσκεπου κι ολάδειανου την πλάκα, τα σκαλισμένα γράμματα μισόσβηστα και λένε: «Αλλού χτισμένοι οι τάφοι σας, της Πόλης βασιλιάδες, πελεκητοί πιο φροντισμένα κι από τα παλάτια, 105 με τα λογής τα μάρμαρα τα μυριοπλουμισμένα, φερτά από την Προκόννησο κι από τη Βιθυνία, τα χάλαρα της Κάρυστος, τα παριανά λιθάρια. Κι εγώ ο Πορφυρογέννητος, τρανότερος απ’ όλους κι εγώ στον Κάμπο διάλεξα το μοναστήρι τούτο, 110 μοναχικό και φτωχικό κι αγύρευτο, και νά με! Κι εδώ είμαι κι αναπαύομαι κι εδώ είμαι και κοιμάμαι. Από την ώρα που ο Θεός με κάλεσε στο θρόνο δεν είδα την ανάπαψη, δε με γνώρισες, ύπνε. Κοντάρι μακροκόνταρο, στο χέρι μου κανένας 115 ασάλευτο και απόλεμο δεν ξάνοιξεν εσένα. Εμένα γιος μου ο πόλεμος, κόρη μου εμένα η νίκη. Ρωτήστε και τον Ισμαήλ, τον Αβασγό, τον Πέρση, να σας το πει ο Σαρακηνός, κι απ’ όλους πρώτα ο Σκύθης.» Κι ένα σάλεμα σάλεψε στα ολόβαθα του νου τους 120 και στην καρδιά τους μια φωνή· κι έτσ’ η φωνή μιλούσε: «Στρατιώτες και σπαθάρηδες, τουρμάρχες και σεργέντες, του Λογοθέτη οι σύντροφοι, του βασιλιά οι νομάτοι, χαρά σ’ εσάς κι αλίμονο σ’ εσάς, του ξένου διώχτες! Άγριο κι αν είναι το όραμα, καλό είναι το σημάδι. 125 Μπροστά σας ο αυτοκράτορας και νά τος ο δεσπότης, ίσιος, ακέριος, άλιωτος, όχι από κρίματα, όχι σα χτυπημένος από οργής ουρανικής το χέρι. Μαρμαρωμένος βασιλιάς, θαματουργός πατέρας, άλιωτος, άγιο λείψανο, ξαναζωντανεμένος, 130 μήνυμα τρισευλογητό, σαν άγγελος Κυρίου. Πέστε και προσκυνήστε τον. Και την αναγελάστρα φλογέρα θεοφοβούμενα πάρτε του από το στόμα και πλύντε του μ’ ανθόνερο την όψη, και τα πόδια χρίστε του με μυρόλαδο, μαντάτορα απολύστε 135 γοργά να πάει το μήνυμα προς τον Παλαιολόγο να τρέξει εδώ με την τιμή που πρέπει, φέρνοντάς του τα περσικά κεντήματα, του Βαγδατιού τα πεύκια, της Βενετιάς το μάλαμα, της Θήβας το μετάξι, τ’ άνθια τ’ ανατολίτικα, τα συριανά τα μύρα, 140 πλούσια νεκροστολίσματα, βασιλικά σουδάρια στο δεύτερο το ξόδι του, πιο φανταχτό απ’ το πρώτο. Κι όσο είν’ η Πόλη σαν ποδιά σκισμένη, παλλακίδα του Φράγκου, σκλάβα του Ιταλού, μπαίγνιο του Καταλάνου, κι από τα χώματα μακριά τα φραγκοπατημένα, 145 πάνου σε λεύτερη μια γη, σε μια εκκλησιά χυμένη βυζαντινά, σε γη ρωμιά φωτοπλημμυρισμένη σύρτε τον, καβαλάρηδες, της γης τον καβαλάρη, και μνήμ’ ανοίχτε διάπλατο, σφυροκοπώντας όλο τον προύντζο και το σίδερο, και το γρανίτη σκάφτε 150 και στρώστε του να κοιμηθεί ξανά, και ψιθυρίστε: «Ξανακοιμήσου, λείψανο, και κάμε, κι ας κοιμάσαι, να βρούμε την πατρίδα μας ξανά, κι εσύ το μνήμα το τρίτο, το καλύτερο, στη λυτρωμένη Πόλη!» ✳
Και πέσαν, προσκυνήσανε το λείψανο, απολύσαν 155 μαντάτορα, το μήνυμα να πάει του Παλιολόγου. Και σίμωσε κι ο Λογοθέτης κι έκαμε πως θέλει ν’ απλώσει προς το σκέλεθρο το χέρι για να βγάλει την περιπαίχτρα τη φλογέρα από το στόμα του· όμως δεν πρόφτασε το χέρι του να γγίξει τη φλογέρα· 160 τους συνεπαίρνει απίστευτο γρίκημα, πιο μεγάλο θάμα· η φλογέρα, και μιλά και λέει και την ακούνε. Και χύθηκ’ ένα απέραντο κελάηδισμα, σα να ’χαν όλα σωπάσει γύρω τους, κι ας είχαν όλα αλλάξει, και στόμα γίναν και φωνή κι ένα τραγούδι πλέξαν. 165 Κι έτσι αχολόγαε κι η φωνή και μίλαε το σουραύλι: —Είμαι η φλογέρα εγώ, επική, προφητικό καλάμι. Εγώ είμαι αλλαδερφή της Κλειώς και γλώσσα της Καλλιόπης. Με μάτιασε της Σίβυλλας εμέ η ματιά κι ακόμα μου σκούζει μες στα σωθικά το σκούσμα της Κασσάντρας. 170 Σαν την Εκάβη θρήνησα κι άκουσα της Γοργόνας της μυθικής το ρώτημα το αψύ προς τα καράβια: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;» Κι εγώ ειμ’ η απόκριση· είπα: «Δέσποινα, ζει και ζώνεται, δικός μας είναι πάντα!» Έπαιξα εγώ της Μαξιμώς και χόρεψε· του Ακρίτα 175 ξεσκέπασα τη λεβεντιά και τον παράδωκα ίσα προς τους καιρούς αθάνατο· και οι Μοίρες με μοιράναν όλες· πρωτοφανέρωτη στη δόξα της Αθήνας, από τη Ρώμη πέρασα και ρίζωσα στην Πόλη. Σαν κύκνο, Ευρώτα, μ’ έλουσες, και οι ροδοδάφνες σου άξια 180 κανοναρχούσαν, κι έψελνα. Και μ’ έβρεξε και ο Κύδνος που ακόμα από τ’ αντίφεγγο της Κλεοπάτρας φέγγει. Γεννήτρες μου είν’ οι μυστικές και οι φοβερές Μητέρες. Φλογέρα η γλώσσα κι η όψη μου· μα χίλιες όψες παίρνω, και το τραγούδι μου χρησμός και η μουσική μου νόμος. 185 Με τα φτερούγια του όνειρου κι αβάσταγα πετώντας περνώ αποπάνου από καιρούς και από τους τόπους πέρα με πας, καράβι, δαίμονα του πέλαου, Φαντασία. Γίνομαι σάλπιγγα, σαλπίζω απάνου από τους τάφους, τους πεθαμένους ξαγρυπνώ, το δρόμο τους ρυθμίζω, 190 και το κορμί του τωρινού στο περασμένο δίνω, και φέρνω σας και τ’ αυριανά με πρώιμη γέννα ομπρός σας. Τον άλλο κόσμο εγώ ’χω αρχή, τέλος τον κόσμον όλο, γιομίζω τον αέρα αχός, μ’ ακούν, τ’ αφτιά γητεύω, κι απ’ τον αχό περνώ στο φως και πουθενά δε στέκω, 195 και ζωγραφιά τη μουσική, τον ήχο στίχο κάνω, και το πουλί είμαι που λαλά μ’ ανθρώπινη λαλίτσα και με λαλιά υπεράνθρωπη· κι ακούστε με, κι ακούστε. Μην τρέμετε· είμαι η ταπεινή, κι εγώ είμαι όλου του κόσμου, κι εγώ είμαι η Βλάχα η όμορφη, κι η Βλάχα η παινεμένη. 200 Χωριάτης ποιός ανήξερος, ή ποιός θεομπαίχτης φράγκος, ποιός βενετσάνος πονηρός, οχτρός της Ρωμιοσύνης, ή ποιός κακός μετωριστής, ποιός άθεος χαροκόπος, πέστε μου, ποιό παράλλαμα, γραικός, γασμούλος, ξένος, του έρμου στερνού κρυψώνα σου τσακίζοντας την πόρτα, 205 κι ανοίγοντας το μνήμα σου και διαγουμίζοντάς το, σε τάραξε, σε ξύπνησε, σε ξέβρασε, συντρίμμι, μαγαριστής, ατιμαστής των άγιων; Και είν’ εκείνος που αγνάντεψέ με απόμερα καλάμι αποριμένο και πήρε και με στύλωσε στα δόντια σου, τραβώντας 210 τ’ ανίερο τ’ αναγέλασμα κι όσο δεν έπαιρνε άλλο. Κι ανάμεσα στα δόντια σου στοίχειωσα κι είμαι ό,τ’ είμαι. Κι εσ’ είσαι που ξεψύχαγες, και προτού ξεψυχήσεις τ’ άλογο καβαλίκευες ο πάντα καβαλάρης και του στρατού σου δείχνοσουν που ρέμπελος και αντάρτης 215 σείστηκε σα μυρίστηκε το ψυχομάχημά σου· και τα πρωτοπαλίκαρα κι οι πρωτοστράτηγοί σου τα τρέμανε τ’ ασκέρια σου, γιατί και ανήμποροι ήταν να τα περιμαζώξουνε και να τα κυβερνήσουν, καθώς τα περιμάζευες, καθώς τα κυβερνούσες. 220 Και μοναχά προσμένανε ν’ ακούσουν το χαμό σου, γιατί δαρμένος έρευες από κακή μια αρρώστια, κι ο λογισμός τούς πλάνευε κι η ελπίδα τούς μεθούσε πως κλήρες σου θα κράζονταν και μοιραστές σου απάνω στ’ άρματα και στις νίκες σου και στο θησαύρισμά σου. 225 Χαροπολέμαες. Κι έξαφνα στυλώθηκες· κι εσύ είσαι που καβαλάρης ξωτικός δειχνόσουν του λαού σου και λίγο πριν του Χάροντα παραδοθείς, γινόσουν Χάρος εσύ, και πάγωνες τον τρομασμένο λαό σου. Και τώρα σε καταφρονά και η κάμπια, και σε βρίζει 230 κι ο λάκκος. Του περίγελου και της βρισιάς φλογέρα, κάνω το θάμα μου άξαφνα στα χείλη σου για πάντα κι αρχίζω και σκορπώ και λέω του κόσμου ένα τραγούδι. Πλάθω ξανά την ιστορία, ξανά σας ανασταίνω, Πόλη θεοφύλαχτη, κι εσένα αντάμα, βασιλιά της, 235 και το σκελεθρωμένο σου κορμί ξαναχλωραίνω και μέσ’ από το στόμα σου το καταμαραμένο σαλπίζω μέγα σάλπισμα και γίνομαι μαζί σου κάτι που λάμπει πιο πολύ κι απ’ τη δική σου δόξα. Νά! στο ζερβί σου το σπαθί και στο δεξί σου η λόγχη 240 και φέγγει στο κεφάλι σου κι η αχτιδωτή κορόνα και κάνουν ιερατική την όψη σου τα γένια τ’ άσπρα, στεφάνι της. Μεστό, πλατύ και το κορμί σου, το στέρνο σου τετράπλατο, κι είναι γοργή η ματιά σου, σαν αστραπόπετρα, και πιο γοργό το θέλημά σου. 245 Το σιδεροπουκάμισο χρυσόπλεχτο, ρουμπίνι και το θηλυκωτάρι σου, και ο λόγος σου ρουμπίνι και σίδερο και η γνώμη σου, κι όθε διαβείς, αστράφτει σα μάλαμα και ο δρόμος σου, πύργοι σαν κάστρου κι οι ώμοι, και ο σάκος ώς τα γόνατα ριχτός βυσσινοφέρνει, 250 και τα καμπάγια κόκκινα στα πόδια σου, και λάμπεις από τα πόδια ώς την κορφή, και σέρνονται μπροστά σου κι οι αποκρισάροι των εθνών που τα ’χεις γονατίσει. Κι απάνου απ’ το κεφάλι σου, μαζί άγιοι κι αντρειωμένοι, ακρίτες για τον ουρανό, για το σταυρό απελάτες, 255 οι δυο οι Θοδώροι, ο στρατηλάτης κι ο στρατιώτης ο άλλος, κι ο καβαλάρης ο φονιάς του δράκοντα, ο λεβέντης, κι ο ήρωας ο θαματουργός από τη Σαλονίκη, σα διδυμάρικοι βλαστοί· τους ξεχωρίζουν τ’ άτια, τον αϊ-Δημήτρη το άλικο και τ’ άσπρο τον αϊ-Γιώργη. 260 Παρέκει αγγέλοι πιο ψηλά, κι αρχάγγελοι ταξιάρχες, και σα ζηλόφτονα πετάν κι αγγίζουν τ’ άρματά σου, κι απάνου απ’ όλους, άφταστος, ο Βασιλιάς των όλων, Ρήγα στη χάρη σου φορεί του δίκιου το στεφάνι· της Ρωμανίας κύρης εσύ και του Χριστού είσαι δούλος. 265 Οϊμέ! απ’ την τέτοια εικόνα σου γιομάτοι όσο κι αν είναι, της φαντασίας ο ουρανός, της ιστορίας ο κόσμος, δε θ’ απομείνει τίποτε στα μάτια των ανθρώπων, ούτ’ άγαλμα, ούτε ζωγραφιά, ξόμπλι ούτε, ούτε και ίσκιος, απ’ όσα στα παλάτια σου κι απ’ όσα στους ναούς σου 270 και μες στα χρυσοτρίκλινα και μέσα στα κουβούκλια τεχνίτες μαστορέψανε για σε πρωτομαστόροι στον τοίχο, στο ψηφιδωτό, στ’ ανυφαντό, στην πέτρα. Μα πιο πολύ από κόνισμα κι από άγαλμα πιο μέγα, φλογέρα εγώ, τον ύμνο σου στυλώνω στους αιώνες!— |