Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο γιος της χήρας

Έβγαλε διάτα ο Κρούταγος, της Βουργαριάς ο τσάρος.

Δίνει στους δούλους λευτεριά και στους ξενιτεμένους δίνει πατρίδα· ανάθεμα στο σκλαβωτή, στον Κρούμο! Είκοσι χρόνους λιώνανε στ’ άχαρα ξένα, κι οι άντρες 5 γεράσαν, άντρες γίνηκαν οι νιοι, λεβέντες τώρα και τα παιδιά, μητέρες οι παιδούλες. Όλα φεύγουν. Τρισάθλια τα γεράματα, κακόμοιρα τα νιάτα που ανθούνε και καρπίζουνε στα ξένα, σκλαβωμένα. Μα τώρα αλλάξαν οι καιροί, τον Κρούμο η γη τον τρώει, 10 στην Πόλη τώρα Θεόφιλος ο συνετός ορίζει, τώρα του Κρούμου το σπαθί κρέμεται και σκουριάζει. Έβγαλε διάτα ο Κρούταγος, της Βουργαριάς ο τσάρος.

Κοπαδιαστά περνάν, αργά· και οι δούλοι αργά και οι ξένοι, πάνε. Ψηλάθε από θρονί ξαγναντευτής ο τσάρος. 15 Και είναι γυναίκες με παιδιά και με ραβδιά γερόντοι, κι από το βαρύ φόρτωμα σκεβρώνεται και γέρνει, λεβέντη μου, ο καλόχτιστος ο τοίχος του κορμιού σου, και είν’ η παρθένα στη ντροπή και στα ξεσκίδια μέσα. Πείνα περνά και δυστυχιά και γύμνια και τρομάρα. 20 Κι οι ολόδροσοι της ομορφιάς ανθοί από το λιοπύρι σκληρά καμένοι της σκλαβιάς και χοντροδουλευτάδες οι αρχόντοι, παραλλάματα κι από την κακοπάθεια. Ρόδα κι αν είχε ο σκλαβωτής, για τους δικούς του τα είχε, και μόνο τα τριβόλια του πάντα ένιωθε κι ο σκλάβος. 25 Κι ο γήλιος πώς τους φλόγιζε χωρίς να τους ζεσταίνει, κι εσύ, ίσκιε, πώς τους πάγωνες χωρίς να τους δροσίζεις! Κι όλο περνάν, κι όλο περνάν οι σκλαβωμένοι εμπρός του, και πότε αναστενάζουνε και πότε αχνογελάνε, και σμίγουν πόνος της σκλαβιάς κι ελπίδα της πατρίδας 30 μέσα στ’ αναστενάσματα και μέσα στ’ αχνογέλια. Κάμετε ακόμα υπομονή και πάρτε ακόμα δρόμο, και κάτου απ’ άλλους ουρανούς άλλη γη θα πατήστε, θα κόφτε τα τριαντάφυλλα, θα σας ζεστάνει η ζέστα του ηλιού σαν κόρφος μητρικός, θα το ρουφήχτε μάννα 35 το δρόσος! Πάσαν ομορφιά, Πατρίδα, εσύ την έχεις.

Ειδωλολάτρης άκαρδος ο Κρούταγος, ο τσάρος. Ψες ήταν που το Μανουήλ, τον άγιο το Δεσπότη, μαρτυρικό τού φόρεσε στεφάνι του Δεσπότη. Μα τώρα η χάρη του Θεού σα να τον έχει αγγίξει, 40 μέρεψε, και το χαίρεται κρυφή χαρά του, που είναι της λευτεριάς ο μοιραστής, τ’ άχαρου σκλάβου κόσμου προσκύνημα. Μπρος του περνάν και γονατάν και σκύβουν.

Μόν’ ένας μπρος του σαν περνά, δε γονατά, δε σκύβει.

Δράκος δεν είναι στο κορμί, στα χρόνια δεν είν’ άντρας, 45 ψες ήταν που παιγνίδιζε με τα παιγνίδια αγόρι· νά τος! Ψηλός και αλύγιστος, κι ευγενικός και ωραίος, και στρατοκόπος ξέγνοιαστος, λεβέντης γαυριασμένος, κι η φορεσιά του αρχοντικιά, κι αυγερινή του η όψη, και χρυσαϊτοί ολοτρόγυρα του σάκου του κεντίδια. 50 Τον αγναντεύεις, και νογάς πως δεν το ξέρει εκείνος το σκύψιμο του δουλευτή, καθώς το ξέρουν οι άλλοι, τον αγναντεύεις και νογάς, καθώς ολόανθος είναι, πως δεν τον ήβρε πουθενά να τον πυρώσει ο γήλιος. Στου ηλιού την πύρη δούλευαν για κείνον οι άλλοι κι οι άλλοι, 55 και φτωχοντύνονταν γι’ αυτόν, για να τον έχουν πάντα ντυμένο στα λαμπριάτικα, και σα να καρτερούσαν απ’ αυτόν και το κύλισμα της πέτρας και το ανάστα. Στη λεβεντιά του πέτεται κι ας είναι με τους σκλάβους. Δε λες πως πάει στον τόπο του ραγιάς από τα ξένα, 60 λες από πόλεμο γυρνά και θρόνος τον προσμένει. Μόνος αυτός δε γονατά, μόνος αυτός δε σκύβει. Κι ο βασιλιάς ξαφνίζεται, ρωτά: —Ποιός είν’ εκείνος που δε με προσκυνά, ποιός είναι; —Είναι, της χήρας είναι ο γιος, μονόκλωνος βλαστός. —Γιά φέρτε τον μπροστά μου.—

65 Σαν έρθει από βροχόνερο μανιωμένο ποτάμι και πλημμυρίσει και χυθεί και πελαγώσει ο κάμπος και συνεπάρει τα δεντρά και τα σπαρτά σκεπάσει, κι οπὄχει την καλύβα του κατάμεσα του κάμπου ξυπνώντας νύχτα ανέλπιστα βουητό χαμού γρικήσει 70 και δεν μπορεί να πάει μπροστά και μήτε πάει και πίσω, γιατί μπροστά είναι κύματα και ρέματα είναι πίσω, και αχνίζει και βουβαίνεται και τρέμει και απομένει,— στου λυτρωμού την πόρτα ομπρός όμοια ο λαός ο σκλάβος αχνίζει και βουβαίνεται και τρέμει και απομένει. 75 Απάντεχο το μπόδισμα του ακριβογιού της χήρας! Και δε μπορεί να πάει μπροστά, γιατί του λείπει εκείνος, και πίσω ανήμπορος να πάει, γιατί η σκλαβιά είναι πίσω. Κι ακούστηκε πνιχτή φωνή: «Μπω! μπω! καημένα αδέρφια, ο κανακάρης κι οι ακριβός δε θα γυρίσει πίσω, 80 στου βούργαρου τη δούλεψη θα φάει τα νιάτα, οϊμένα!» Η μάνα του σωριάζεται σαν αστραποκαμένη, κι ακούς αναστενάσματα και ουρλιάσματα σπαράζουν τ’ αφτιά, γροθιές τεντώνονται και σφίγγονται και δέρνουν τ’ άδειο, και ξεχωρίζονται τα χέρια και σπαράζουν 85 και ξεριζώνουν τα μαλλιά, και μύριες ματιές πέφτουν προς το θρονί του Κρούταγου και γγίζουνε τον τσάρο βουβά παρακαλώντας τον και σαν απελπισμένα. «Δε θέλουμ’ εμείς λεύτεροι, κι ο νιος μακριά μας δούλος, κάλλιο να φαν τα σίδερα για πάντα τη ζωή μας!» 90 Κι έπιασε ο λόγος ο γοργός κι άπλωσε πέρα ώς πέρα. Έτσι τα κύματα ο βοριάς το ’να πά’ στ’ άλλο απλώνει: «Παρά μακριά του λεύτεροι, κάλλιο μαζί του σκλάβοι!»

Ποιός είναι ο γιος της χήρας, ποιός, ο μοσκαναθρεμμένος, προσκυνητάρι ενός λαού κι ενός λαού λαχτάρα, 95 κι αν τον κρατήσει ο Κρούταγος, και τί κακό θα κάμει;

(Κόψε, κιθάρα μου επική, το δρόμο σου, και πάρε το μονοπάτι ενός καιρού πρωτύτερου, και τράβα).

Ήτανε μέρα θερισμού, μεσημεριού ώρα ήταν, ο κάμπος ο κατάσπαρτος μόλις γλυκοσαλεύει, 100 σαν ένα κοίμισμα παιδιού ξανθότατου στην κούνια. Το κόψανε για μια στιγμή το θέρισμα κι οι αργάτες και δεν ακούγεται λαλιά και δεν γρικιέται γούζλα, της μέρας είναι η ζωγραφιά, της νύχτας η γαλήνη. Τα περιστέρια ταιριαστά φωλιάζουν και κοιμούνται 105 και κάποια σα χιονόβολα που δεν τα λιώνει η φλόγα. Μες στα χωράφια πού και πού και οι παπαρούνες γέρνουν στεγνές τις πορφυρόμαυρες θωριές τους προς το χώμα, σα να ζητάν από τη γη το δρόσος που δε βρίσκουν, κι από τη λάβρα στέκονται σωμένες οι αγελάδες 110 με τα μεγάλα μάτια τους τα μαύρα που γυαλίζουν, κι από μακριά σαν πλάσματα φαντάζουνε πετρένια κι από το διάβα του καιρού μαυροκιτρινισμένα. Τον ίσκιο τους ανώφελο ξαπλώνουν τα πλατάνια και σα να καρφωθήκανε τα φύλλα στα κλαδιά τους. 115 Στυλώνει ο γήλιος τη ματιά, ματιά πυρή φιδίσια, τη γη, το μυριοπλούμιστο πουλί, για να βασκάνει· και κάθε τι καλό, γερό, και λυγερό και μέγα, σωπαίνει και ονειρεύεται και δένεται από μάγια. Να πάρει λίγη ανάπαψη δεν πρόφτασε και η χήρα, 120 στον τόπο της αρχόντισσα και στη σκλαβιά θερίστρα, και τρέμει, και σηκώνεται, και τρέχει στο παιδί της. Μαραζωμένος ο άντρας της από την καταφρόνια, και απόμενε με το παιδί, μονάκριβο βλαστάρι. Κρεβάτι λευκοπράσινο, κι όσο να πάψει ο θέρος, 125 του στρώνει για να κοιμηθεί, με κάποια χλόη σα θάμα μέσα στη βράση, και μ’ ανθούς που σα να ξεψυχούσαν, κάτου από δάφνης ίσκιωμα, στο ρίζωμα της δάφνης. Μα είναι κοντούλι το δεντρί, και νά! ψηλώνει ο γήλιος κι οι αχτίδες του κατάσταυρα το αγόρι της χτυπάνε· 130 και τ’ αγναντεύει· πααίνοντας για να το πάρει, βλέπει κάτι σα μέγα σύγνεφο που γοργοχαμηλώνει και παίρνει και ζυγιάζεται ίσ’ απάνου από το βρέφος, και να το κρύψει πολεμά και να το πάρει του ήλιου κοιμίζοντάς το πιο βαθιά στην πυκνεράδα του ίσκιου. 135 Ξαφνιάζεται και λαχταρά και ξεφωνίζει η χήρα. Δεν είναι μέγα σύγνεφο, δεν είναι αχνού μαυρίλα. Νά τος! αϊτός κυνηγητής, αϊτός καμαρομύτης, με τα τετράπλατα φτερά, τα κλαδωμένα πόδια, και το κορμί το παρδαλό, το κίτρινο, άσπρο, μαύρο. 140 Στης γυναικός τ’ ανάκρασμα τρέχουν κι ακόμα τρέχουν θερίστρες, θεριστάδες, λαός, από παντού κι οι αργάτες, κι ανάφτουν πετροπόλεμο να διώξουν τ’ αγριοπούλι, και τ’ αγριοπούλι φεύγει μια και μια ξανασιμώνει, κι εφτά φορές το κυνηγάν κι εφτά φορές γυρίζει 145 πάνου απ’ τον ύπνο του παιδιού ν’ απλώσει τα φτερούγια. Και νά! ένας γέρος δουλευτής που κάτεχε από μάγια κι από μαντέματα ένιωθε, πρόβαλε και είδε και είπε: «Μεγάλη η χάρη του Θεού και δόξα στ’ όνομά του κι ο σταυραϊτός είναι σταλτός από το θέλημά του. 150 Τον ερχομό της άνοιξης μας δείχνει το λελέκι, κι εσύ, χινόπωρο, μας λες η κυκλαμιά πως ήρθε, μας λέει τη μοίρα την τρανή κι ο αϊτός ο μακρομάτης, η κουκουβάγια όπου ακουστεί τη συφορά μηνάει, το χελιδόνι όπου σταθεί την ευτυχία μοιράζει, 155 κι όποιον ισκιώσει σταυραϊτός, αυτός θα βασιλέψει.»

Το λόγο δεν απόσωσε, κι άλλος το λόγο παίρνει, γραμματικός, πνεματικός των περασμένων, και είπε: «Ακόμη δε σωθήκανε τα πεντακόσια χρόνια, που οι Βάνταλοι και οι Βάνταλοι χυθήκανε του κόσμου, 160 τη Ρώμη διαγουμίζουνε, την Πόλη φοβερίζουν. Ο Γεζερίχος ρήγας τους, του Αττίλα σταυραδέρφι, χιμά, χτυπά, σκορπά, νικά, καίει, σφάζει, ξολοθρεύει, τ’ ασκέρι το βασιλικό το σφιχτοκλεί, το αδράχνει στα ξόβεργα τα δυνατά, στα σιδερένια βρόχια. 165 Κοπαδιαστά μακρόσυρτοι περνάν από μπροστά του και οι σκλάβοι· από το ψήλωμα τους βλέπει ο Γεζερίχος. Ο Γεζερίχος πρόσταξε: «Σ’ όλους φωτιά! μαχαίρι!» Και τον τζελάτη καρτεράν αραδιασμένοι οι σκλάβοι, κι ένα σκλαβάκι μοναχά δεν καρτερά, κοιμάται, 170 κι ενός αϊτού τα ολάνοιχτα φτερούγια το σκεπάζουν. Κι ο Βάνταλος ξαφνιάζεται, καινούρια διάτα βγάζει: «Μη τον πειράζετε το νιο το γλυκοκοιμισμένο, το ’γραψε η Μοίρα βασιλιάς να στυλωθεί σε θρόνο». Κι αντί μαχαίρι και φωτιά, την αγκαλιά τού ανοίγει. 175 Κι έστρεξε ο λόγος, βασιλιάς θρονιάστηκε και ο σκλάβος».

Κι ήρθε και η μάνα, κι έσκυψε προς το παιδί της και είπε: «Σου πρέπει, εσένα, αγάπη μου, βασιλικό στεφάνι, εσένα είναι πατρίδα σου τ’ Αλέξαντρου η πατρίδα, του πιο μεγάλου βασιλιά, που του Βουκέφαλου ήταν 180 ο καβαλάρης, κι ύστερα του κόσμου ο καβαλάρης. Κι ήταν εσέ ο πατέρας σου χρυσού δεντρού κλωνάρι, και πέτρα εγώ σκοταδερή κορόνας αγιασμένης. Αίμα στις φλέβες σου κρατάς αγιοκωνσταντινάτο. Το δέντρο των Αρσάκηδων κλώνια κι ακόμα κλώνια 185 σε δύση και σ’ ανατολή βασιλικά θα σπείρει.»

Κι ακόμ’ αεροζυγιάζοταν ο αϊτός με τα φτερά του.

Τέτοια δροσιά ζωντάνεψε καρδιές μαραζωμένες, κι ας έκαιε το μεσημερνό του Θεριστή λιοπύρι, και τέτοια αυγή προφητικιά το γλυκοχάραμά της 190 μέσα στο νου το ξάπλωσε τ’ άχαρου σκλάβου κόσμου. Τ’ όρνιο το μακροφτέρουγο φτερούγιασε και πάει, όμως το μάγεμα έστεκε του ίσκιου του για πάντα. Κι έτσι από κείνη τη στιγμή κι από τη μέρα κείνη το νιο τον είχαν κόνισμα και τονε προσκυνούσαν. 195 (Έβγα, κιθάρα μου επική, μέσ’ απ’ το μονοπάτι που πήρες, κι ακολούθησε το δρόμο σαν και πρώτα).

Και του μιλά κι ο Κρούταγος, της Βουργαριάς ο τσάρος. —Ποιός είσαι, εσύ ο περήφανος, ο αρχοντομαθημένος; —Ο γιος της χήρας είμ’ εγώ, μονάκριβή της κλήρα. 200 —Πες μου, και ποιός ο τόπος σου, πώς το λεν το χωριό σου; —Μακεδονίτης είμ’ εγώ, και το χωριό μου η Νίκη. —Έρχεσαι στο παλάτι μου, παιδόπουλο δικό μου, να μου βαστάς τη βέργα μου, τ’ άρματα να μου ζώνεις, να μου βοηθάς το ντύσιμο, να μου σελώνεις το άτι, 205 να ’χεις περίσσια τ’ αγαθά, καντάρια το χρυσάφι;

—Πολλοί σου οι χρόνοι, ρήγα μου, κι η χάρη σου μεγάλη, μα όπου το χώμα ασκλάβωτο, και το παλάτι μου είναι, δουλεύω μόνο όπ’ αγαπώ κι όπου με λαχταράνε, κι εγώ είμαι το παιδόπουλο στον ίδιο τον εαυτό μου. 210 Ρήγα, βαριά είν’ η βέργα σου για τα δικά μου χέρια κι όντας μού τύχει αρματωσιά, τη ζώνω του κορμιού μου. Η μάνα μου δε μ’ έμαθε την τέχνη της στολίστρας και μέσα στο χρυσάφι σου τον ύπνο μου θα χάσω.—

Ο νιος απολοήθηκε του Κρούταγου του τσάρου, 215 τα λόγια τα λεβέντικα τά ειπε γλυκά σαν κόρη και του έλαμψε στο πρόσωπο τριανταφυλλένια λάμψη. Και συγνεφιάζει ο βασιλιάς και οι πρώτοι του φρενιάζουν, φέρθηκε ο νιος απόκοτα και θάνατος του πρέπει. Κρούταγε, από το θρόνο σου τινάζεσαι και ολόρθος 220 φιλείς το νιο στο μέτωπο, του λες παλικαρίσια: —Γύρισε στη μητέρα σου και τρέξε στους δικούς σου, και γλέντησε τη νιότη σου, χάρου την αφοβιά σου· κι αν είσαι λιονταρόπουλο, κι εγώ είμαι λιόντας. Είπα.—

Σαν αγριέψει η θάλασσα και σηκωθεί η φουρτούνα 225 και το καράβι πάει κι η ξέρα τρίψαλο το κάμει κι οι ταξιδιώτες μαζωχτούν έρμοι σε μια βαρκούλα και φέρνονται και δέρνονται μερόνυχτα και πάνε και μιαν απέραντη ερημιά μαύρου νερού τούς τρώει, κι έξαφνα, απάντεχα, βαθιά λευκό πανί αντικρίσουν 230 που όλο σαλεύει, ανοίγεται, κι έρχεται και σιμώνει, δε χαίρονται τέτοια χαρά, με τέτοιο δε μεθάνε μεθύσι, δεν τα δέρνουνε τα γύρω τους με τέτοιο βουητό πανηγυριώτικο, τα χέρια δεν υψώνουν προς τα ουράνια ολόκαρδα, δεν τραγουδάν τη νίκη, 235 σαν τη βοή και τη χαρά και γιορτή του κόσμου που ο νιος τού ξαναδόθηκε, που νίκησε ο λεβέντης.

Κι ακούστη τότε ένα πουλί κρυμμένο σ’ ένα δέντρο, κι ακούστη και τραγούδαγε πασίχαρο τραγούδι· δεν κελαηδά σαν το πουλί, σαν άνθρωπος μιλάει:

240 «Ψες που γλυκοκοιμήθηκα, μες στ’ όνειρό μου τί είδα; Της Πόλης είδα το ιερό, το μέγα το Παλάτι, και της αυλής του παλατιού κατάμεσα ένα δέντρο, δέντρο κυπαρισσόδεντρο, χρυσά ήταν τα κλαδιά του, χρυσά τα φύλλα του, χρυσή και η ρίζα και η κορφή του, 245 και στην κορφή καθότανε περήφανος λεβέντης, γεια σου χαρά σου, γιε μου εσύ, της χήρας το καμάρι! Περηφανέψου, Ανατολή, και ζηλοφτόνα Δύση, κι εσύ Κωνσταντινόπολη, βάλε τα γιορτερά σου, Γένος μακεδονίτικο φυτρώνει και καρπίζει, 250 βλαστούς και παραβλάσταρα ξαπλώνει βασιλιάδες, κι είναι της χήρας το παιδί το πρωτοβλάσταρό του. Ανοίγει και η Χρυσόπορτα διάπλατη και προσμένει τους βασιλιάδες, να διαβούν με τις χρυσές κορόνες. Σκίστε τη γη και μέσα της κρυφτείτε ντροπιασμένοι, 255 Σαρακηνοί και Νορμανοί και Βούργαροι και Ρούσοι!»

1886, 1906 [1905] *