Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΛΟΓΟΣ ΙΒ΄
Κόσμος

…Τράβηξε κατά την ψηλή Ροδόπη, κατά
τον Αίμο που χτυπάει ο βοριάς.

Ovidius («Metamorph.» L.X.II.)
…ἀθανάτου καθορῶν φύσεως
κόσμον ἀγήρων, πῇ τε συνέστη
καὶ ὅπῃ καὶ ὅπως…

Ευριπίδης (Αποσπάσματα)

Μ’ ένα τόσο μόνο σάλεμα κι όσο φτάνει για τη σκέψη· μοναχά με τόσον ήχο κι όσος φτάνει για να κλέψει 5 και να φέρει απ’ την κατάβαθη κι απ’ την πιο κρυφή καρδιά σιγαλά παρθένα λόγια,— μου μιλήσαν τα δεντρά.

Μου μιλήσαν γλυκοΐσκιωτα 10 τα πλατάνια, τα πρινάρια τα πυκνάνθιστα, τα κέδρα, τα ολοπράσινα πυξάρια. Κι η βαλανιδιά κι ο μέλεγος κι ο νερόχαρος λωτός 15 και οι μυρτούλες και οι δαφνούλες κι ο παντού συρτός κισσός.

Τ’ αχαμνά τα ρείκια, τα έλατα, και τα παρδαλά σφεντάμνια κι οι συκιές, κι οι ιτιές που γέρνουν 20 στις οχτιές προς τα ποτάμια. Κουμαριές αιματοστάλαχτες, τ’ αμπελόκλημα, η φτελιά, και τα πεύκα που ανασταίνουν και της λεύκας η ομορφιά.

25 Και ήταν άξιο στερνοδιάλεχτο της ψυχής μου κατατόπι, κάπου εκεί προς τα Μπαλκάνια, κάπου εκεί προς τη Ροδόπη. Χτυπημένος απ’ τον άνθρωπο, 30 σ’ εσάς ήρθα αγνοί δρυμοί, κι αγκαλιάστε με κι ακούστε· το βιολί μου είναι ψυχή.

Και τα δέντρα μού είπαν: —Ξέρουμε, και η ψυχή σου δεν τη θέλει 35 τη γλυκιά κουβέντα που είναι σα δροσούλα και σα μέλι και που στάζει από τα φύλλα μας και μεθάει κι όλο μιλά στο βοσκό, στον απελάτη, 40 στα ταιράκια, στα φιλιά.

Μα κλαδιά, λουλούδια και καρποί και οι πνοές και τα πουλιά μας παίρνουν κάποτε τους λόγους απ’ τ’ ανήλιαγα βαθιά μας, 45 κι είν’ εκείνοι λόγοι αγρίκητοι, και μονάχα τούς γρικά σφραγισμένος όποιος είναι με σφραγίδα μυστικιά.

Μες στης Γης τα σπλάχνα οι ρίζες μας 50 τον αδρό χυμό τον παίρνουν ίσα ολόισ’ απ’ τα μαστάρια της μητέρας Γης, και φέρνουν ίσα προς εμάς τα λόγια της· κι όσα θα σου πούμε εμείς 55 είναι μοίρα και ιστορία και παράδοση της Γης.

Μες στη θύμησή μας ξύπνησες το δικό μας βασιλέα, των πιο θείων θεών τον πλάστη 60 και των ήχων· τον Ορφέα. Με τη όψη, με τ’ ανάστημα, με το νου, με το βιολί, νά η Θρακιώτισσα των όλων ζωντανεύτρα μουσική!

65 Και δαρμένος απ’ των Τάρταρων την εικόνα και τη φρίκη, κι απ’ τον Πόθο, κι απ’ τη Σφίγγα, κι απ’ την άγγιχτη Ευρυδίκη, κι αυτός ήρθε· αποδιωγμένος 70 της χαράς και της ζωής. «Αγκαλιάστε με, είπε, ακούστε, δάση αγνά μεγάλα εσείς!»

Και τον κλείσαμε στους κόρφους μας, και της κελαηδίστρας Λύρας 75 ρούφηξε η φωνή τα πάντα, κι έγινε καταποτήρας κι έγινε όνειρο και μάγεμα· κι εμείς γίναμε ναός, κι αυτός ψάλτης και προφήτης 80 και της αρμονίας Θεός.

Και τα πλάσματα τριγύρω του, και οι κορφές και τα πιο κάτου, μεγαλώναν κι ανεβαίναν πιο ψηλά με τ’ άκουσμά του· 85 και οι γρανίτες και οι ξερόβραχοι σάλευαν σαν τα φυτά, κι ανυψώναν τα κορμιά μας ταξιδιάρικα φτερά.

Κι απ’ τη ρίζα ώς τ’ ακροβλάσταρο 90 και γλυκά στην αγκαλιά μας ήπιε και όλο μας το αίμα μέσ’ απ’ τη βαθιά καρδιά μας. Κι έμαθε της γης το μάθημα, κι έσβησε ο παλιός καημός· 95 Όλυμπου δεύτερος πλάστης έγινε και λειτουργός.

Μια είν’ η Φύση, με όσα ονόματα! Πάει του πρώτου Όλυμπου η νιότη· με το δεύτερο πιο απάνου, 100 πιο αξεχώριστη η θεότη. Και μ’ εσένα, Ορφέα, σαν πνέματα κι εμείς και όλα και οι θεοί, κι ήταν η λατρεία μυστήριο και η θρησκεία μουσική.

105 Και δεν ξέρουμε ποιές Δύναμες και ποιάς άβυσσος δαιμόνοι στρίγλες ποιές ανταριαστήκαν και ποιού Χάρου οργή πλακώνει, και τον ψάλτη Ορφέα σκοτώσανε 110 και τη Λύρα την ιερή· σα να πέθανε και η Πλάση, κι από τότε η Γη ορφανή.

…Και τον ίσκιο τίνος όνειρου κυνηγάς κι εσύ να πιάσεις, 115 ποιά να στήσεις πίστη απάνου και σε ποιό βωμό ποιάς πλάσης; Πέρα, απάνου από τα όνειρα το βιολί σου μας τραβά· με τη μάνα Γη μάς δένουν 120 βαθιά οι ρίζες μας, βαθιά.

Και παράτησε τα ονείρατα, γείρε, βάλε αφτί στη Φύση, παραμάντεμα το ρόδο, Σίβυλλα το κυπαρίσσι! 125 Σκληρά χτύπα την τη Χίμαιρα, τ’ όνειρο είναι η ζωή· στο βιολί σου ας αρμονίσει την Αλήθεια η μουσική.

Πού είν’ η Αλήθεια; Μην πλανάν εσέ 130 βαθιονόητα λόγια τάχα· την πηγή της δεν τη βρίσκεις μέσα σου, Άνθρωπε μονάχα. Θα τη βρεις παντού στο ταίριασμα —ω αρραβώνας λυτρωτής!— 135 της καρδιάς σου και του νου σου με τα πάντα της ζωής.

Ύψωσε τον τρίτο εσύ Όλυμπο, βάλε εκεί την Επιστήμη, μόνη υπάρχει, αγέλαστη είναι! 140 Ποιό χαμόγελο, ποιό ασήμι, ποιό χρυσάφι σαν την όψη της; Γιούχα, Όλυμποι απ’ αχνούς! Η καρδιά το θάμα αν είναι, της καρδιάς, το μάτι ο νους.

145 Άναρχος ο Κόσμος κι άσωστος. Κι ο Ήλιος μες στη λαμπεράδα του τεράστιου Γαλαξία μια λιγνή κι αυτός λαμπάδα. Κι απ’ τον Ήλιο αργά ξεχώρισε 150 φλόγα μες στο Χάος, και νά! Στους αιώνες των αιώνων φλόγα η Γη κι ολογυρνά.

Κάτω απ’ τους δυσκολοξήγητους κι ολοσιδερένιους Νόμους 155 η Γη τρέχει με τις ώρες, μες στους κύκλους, μες στους δρόμους, και χορεύει τον αστέρινο το χορό στοχαστική, και γνωρίζει αυτή πώς ήρθε 160 και πού πάει το ξέρει αυτή.

Κι έγινε, και τράνεψε, και ζει, και μπορεί και να πεθάνει, μα ποτέ δεν θα πιτύχει μιας ανάπαψης λιμάνι. 165 Γιατί πάντα από μια Δύναμη θ’ ανασταίνεται η ζωή. Στρατολάτισσα και πάντα στον αιώνιο δρόμο η Γη!

Ζούσε η Γη πολύ πριν ζήσουμε, 170 πριν τα πλάτια της μεστώσει τούτη η ζήση εδώ που ζούμε, τούτη η φύση, τούτη η γνώση. Πολεμήσαν άγριο πόλεμο, στον πρωτόγονο καιρό, 175 στο άπλαστο απαλό κορμί της η φωτιά και το νερό.

Και χωρίσαν και ειρηνέψανε τα πολέμια τα στοιχεία, κι έλαμψε η χαρά του Κόσμου 180 και ο σκοπός· εσύ, Αρμονία. Και στην άχανη της θάλασσας μήτρα πρωτοσπαρταράς, σπόρε της ζωής· πατέρα, που μας έσπειρες κι εμάς!

185 Κι όταν πρωτοχάραξε δασά του δρυμού και η πρασινάδα, πήρε ο Κόσμος μια πασίχαρη, μιαν αφάνταστη ομορφάδα. Κι όταν ο άνθρωπος ανάτειλε, 190 και σαν ένιωσε και ο νους, μες στη γη ένας άλλος ήλιος θάμπωσε τους ουρανούς.

Κι όπως ύστερ’ απ’ το πάλεμα τα στοιχεία κι από τα μίση, 195 σα ν’ αλλάξανε, και γίναν στεριές, πέλαα, λόγος, χτίση, έτσι και ύστερα στ’ ανθρώπινα, και στ’ ανθρώπου την ψυχή θά ’ρθει να ριζώσει ειρήνη 200 και γαλήνη θ’ απλωθεί.

Και θα ζήσει ο λόγος, τ’ άλογα, κι άνθρωποι κι αγρίμια, η πλάση, σαν τ’ αγνά και σαν τα ωραία δέντρα στα μεγάλα δάση. 205 Μ’ εμάς πρώτος τη μελλόμενη μοίρα υπέρτατη στερνή, Γύφτε, ζήσε την απάνου στο προφητικό βιολί!