Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
ΛΟΓΟΣ ΣΤ΄
Γύρω σε μια φωτιά
…Διὰ ταῦτα τοίνυν, καὶ ὅτι οὐ πατρόθεν
τοιοῦτος ἦν, ἀλλ’ ἀποστάτης, καὶ ὅτι πάνδεινος ἀγροικία τὸ ἡμέτερον νῦν ἔχει γένος, οὐκ ἀφανισμοῦ μόνον χάριν, ἀλλὰ ποινῆς εἵνεκα μάλιστα, δοθῆναι πυρὶ πεποιήκαμεν τὸ βιβλίον. Γεννάδιος Πατριάρχης («Περί του βιβλίου του Γεμιστού») |
Πολλοὺς μὲν φῦσεν ἀνέρας θεοειδέας Ἑλλὰς
προύχοντας σοφίῃ, τῇ τε ἄλλῃ ἀρετῇ. Ἀλλὰ Γεμιστός, ὅσον Φαέθων ἄστρων παραλλάσσει, τόσον τῶν ἄλλων ἀμφότερον κρατέει. Βησσαρίων («Επίγραμμα εις Γεμιστόν») |
Στα κορφοβούνια είν’ η πηγή κάθε φυλής καθάριας.
Leconte de Lisle («Poèmes Antiques») |
Κι ασπρογάλλιαζε κι η αυγή, και γυρνούσα στρατοκόπος, και είδα σύναξη πυκνή· κι έξω από τη χώρα ήταν ο τόπος 5 κάψαλο, και σαν απαρνητής κάθε πράσινου τριγύρω του· πλατύς όχτος κόκκινος, κι απάνω του ξάναβε φωτιά, και γύρω της ρασοφόροι, καλογέροι, χριστιανοί 10 τηνε θρέφαν, και το ρύθμιζε το βήμα τους μια τρομάρα, μια ηδονή. Κι έκαιγε η φωτιά τα μαυροχάραχτα φύλλα και χαρτιά, κι ήταν σαν κορμιά και σα χεράκια, 15 και σαν πρόσωπα, και μέσ’ απ’ τους καπνούς με τις φλόγες, με τις σπίθες κάποια πνέματα πετούσαν προς τα ύψη, και ζευγαρωτό το πέταμά τους με τους ορθρινούς κορυδαλλούς. 20 Και παράμερα μιαν άλλη συντροφιά στέκονταν, κι από το στάσιμό της δείχνεται ακατάδεχτη μια σκέψη και μια θλίψη ευγενικιά. Και τους γνώρισα· ήταν οι πολύθεοι 25 κι οι χριστιανομάχοι κι οι εθνικοί, κι οι φιλόσοφοι, του ονείρου οι κυνηγοί, στη λατρεία των αγύριστων Ελλήνων οι γονατιστοί. Τη φωτιά την αντικρίζανε 30 σαν ιερό βωμό, σα να παραφύλαγαν τα λείψανά της να τα συμμαζώξουνε για το ναό. «Της φωτιάς βιγλάτορες, η φωτιά τί καίει εδώ;» 35 Και με κοίταξαν και μου είπαν: «Τρέμε, γύφτε, κι οι άπιστοι όλοι! Καίμε το βιβλίο τ’ αφορισμένο, το κακούργο, το γραμμένο απ’ το Γεμιστό, 40 το βιβλίο που δε θέλει την Παρθένο και δεν ξέρει το Χριστό, και σε δόξας ανεβάζει θρόνους και λατρεύει για θεούς τα στοιχειά και τους δαιμόνους 45 και των ψεύτικων ειδώλων τους λαούς!» Στη γλυκιά και μ’ όλα τα τριαντάφυλλα κεντισμένη αυγή, και πριν ο ήλιος να χυθεί τρίδιπλοι χυθήκανε ψαλμοί· 50 και ήταν ο ψαλμός των Χριστιανών, και ήταν των Πολύθεων ο ψαλμός, κι ο ψαλμός του Γύφτου εμένα, τρίτος και στερνός. ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη, 55 τη βλαστήμια τ’ αντίθεου την είδα κατά σε πειρασμός να τη χύνει σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα! Ποιός βαστιέται μ’ αδάκρυτα μάτια να σε ιδεί; τί αμαρτίες πληρώνεις; 60 Στα χρυσά ρηγικά σου παλάτια γνέθει η αράχνη και μύρεται ο γκιόνης. Και στα χέρια τ’ Αντίχριστου κοίτα του χαμού τη σαΐτα! Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη, 65 σε τρυπάει στην καρδιά και σε σβήνει. Καρδιά, γνώμη, νους, τούτα και τ’ άλλα, το χρυσό μυρογυάλι ραγίστη, κι όλα πάνε· σου μένει μια στάλα, του Χριστού και της μάνας σου η πίστη! 70 Μην αφήσεις τον άθεο να πάρει το στερνό θησαυρό σου! Με του Υψίστου τη χάρη στα παρμένα σου πόδια στυλώσου, ψάξε μες στην καρδιά σου την άδεια 75 για μια σπίθα, το βόγκο σου πάψε, όσα γύρω σου βρεις ξεροκλάδια άναψέ τα, φωτιά βάλε, κάψε! Κάψε το έργο του άθεου που το ’χει Σατανάς φυσημένο 80 προτού πέσει στο πλάνο του βρόχι κι ό,τι μένει σου αγνό και παρθένο. Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη, κατά σένα η βλαστήμια τινάχτη, την κατάρα σου να ’χει, ω πατρίδα! 85 Πριν πληγή, πριν αρρώστια να γίνει σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα, φωτιά! κάψε την, κάμε τη στάχτη. ΟΙ ΠΟΛΥΘΕΟΙ Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες να τον ορθώσεις απάνω στους ώμους σου 90 το συντριμμένο ναό των Ελλήνων! Του Νόμου τ’ άγαλμα σταίνεις κορόνα του, στις μαρμαρένιες κολόνες του σκάλισες τους λογισμούς των Πλωτίνων. Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο 95 ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων, σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία· και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες προς την Αιτία· 100 και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας έσπειρες, έξω απ’ το μάτι του βέβηλου, κι έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα τη θυγατέρα σου την Πολιτεία. Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα 105 ξαναζωντάνεψες Όλυμπους άγνωρους, έθνη καινούριων αθάνατων κι άστρων· μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες απαντηθήκαν· το λόγο ξανάνιωσες των Ζωροάστρων. 110 Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες τότε μονάχα την κούραση, κι έγειρες ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης, κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κι έφυγες το μυστικό, τρισμακάριε, τον ίακχο 115 με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψεις. Σοφός, κριτής και προφήτης μάς μοίρασες από το γάλα που εσένα σε πότισε της ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα. Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου· 120 μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα. Όμως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου πνοή σοφίας κι αλήθειας πνοή γίνεται, κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη 125 στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος· τ’ αποκαΐδια σου κρύβουμε γκόλφια μας, και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη! Ο ΓΥΦΤΟΣ Έλληνες χριστιανομάχοι και πολύθεοι, στερνολείψανα 130 διαλεχτά και μετρημένα, και του Ναζωραίου εσείς πιστοί, πλήθια από το ράσο οδηγημένα, κράχτε, φωτοκαύτε κι αφορίστε, όλοι ειδωλολάτρες είστε! 135 Και κανείς σας και κανείς, και σοφίας κι αν είναι θάμα και τιμής, απ’ τον ήλιο της ζωής δεν τηνε παίρνει την αχτίδα που το φως τού φέρνει. Στου Ωκιανού μες στα κατάβαθα 140 ζούνε κάποια κήτη έξω από το φέγγος τ’ ουρανού· βλέπουνε, μα δεν τους φέγγει ο ήλιος, απ’ τα ίδια τα κορμιά τους βγαίνει ο ήλιος τους, φώσφορο είν’ ο ήλιος τους αχνό, 145 και μιαν όρασην ονείρου τούς μοιράζει στου Ωκιανού μες στα κατάβαθα· κι είστε σαν αυτά τα κήτη. Ούτε τα Ολύμπια νοητά ξεφαντώματα, ούτε των θεών 150 των ωραίων τα ονόματα τα πατροπαραδομένα, ούτε και οι σταυροί του Γολγοθά, ούτε και η Παρθένα η Αθηνά, ούτε η Παναγιά η Παρθένα, 155 ούτε των αγίων τα κονίσματα που τα προσκυνάτε για θαματουργά, ούτε με τα πάγκαλα κορμιά θεών αγάλματα και ηρώων· 160 τίποτε· και κείν’ ανώφελα, κι αυτά! Κι από σας κανείς δεν την ορίζει, κι από σας κανείς δεν την κρατεί την ακέρια Δικιοσύνη 165 και την ακομμάτιαστη Αρετή. Γιατί σέρνουν όργητες και μίση πάντα, εσάς δεξά κι εσάς ζερβά, και μαζί ένας τόπος εδώ κάτου δε σας παίρνει, κι αν σας δίνανε τ’ απέραντα, 170 θα τα γύρευε ο καθένας σας δικά του. Άναβε φωτιές, καλόγερε, κάψε, κάψε, στα χαμένα καις· απ’ τη στάχτη της φωτιάς σου της Ιδέας ο χρυσαϊτός 175 τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές προς τα ύψη, προς το φως. Κι εσύ πλάθε και ξανάπλαθε, φιλόσοφε, την πολύθεη τη λατρεία, πάρε απ’ τους αρχαίους τα ονόματα, 180 πάρε απ’ τους Χαλδαίους τα μυστήρια· όλα σου τα πλάσματα, του κάκου! Και το χτίσμα σου δεν είναι παρά μνήμα, κι ας είναι άσπρο και μεγάλο και σεμνό. Κι ό,τι απάνω του αργοσειέται 185 σάμπως να είναι ζωντανό, ο ίσκιος είναι δέντρου ή βρικολάκου. Μήτε η Σπάρτη, μήτ’ η Αθήνα, μήτε η Πόλη! Την Αθήνα την αφιόνισε μια Εβραία μέσ’ απ’ το Γεθσημανί. 190 —Πού είν’ η Σπάρτη: Δεν την ξέρω. Ξέρω το Μυστρά. Κι η Πόλη η κοσμοξάκουστη τώρα τούρκισσα κι αυτή. Όμως μέσ’ από τους θάνατους αυτούς κι από τις σκλαβιές ετούτες όλες, 195 ήσυχα, απαλά κι αγάλια αγάλια, ζωές άλλες κι άλλοι γλιτωμοί σπέρνονται και γίνονται κι απλώνονται από τις κορφές ώς τ’ ακρογιάλια. Κάποιο αχνάρι κι αν ξανοίξεις, ω καλόγερε, 200 που θυμίζει σου το διάβα κάποιου Ολύμπιου, κάποιον ήχο, σαν από Σειρήνα, κι αν ακούσεις, φοβερίζεις με την κόλαση· και στ’ αρχαία χαλάσματα κι ανίσως κρίνα ανθίσουν, ξεριζώνεις τα και κείνα. 205 Μα όσα διώχνεις κι αφορίζεις, πεταλούδες και πουλάκια και άνεμοι σε φτερά και ταξιδεύτρες αγκαλιές απαλά τα παίρνουν και τα πάνε και στα ξένα τα κομίζουν, και θα γίνουν 210 πάλε φύτρα κι άνθια και φωλιές. Κι ένα φως απ’ την Ανατολή τρύπησε της Δύσης την κατάχνια· παντού η σάρκα, παντού η τρέλα κι η ηδονή! Ελικώνες και Υμηττοί το φως το στέλνουν 215 κι είναι σαν Απόλλωνες οι Σταυρωμένοι των Ορφέων κρατάν τις λύρες οι Χριστοί. Μα κι εσύ Χριστιανομάχε αντάρτη, τί αγωνίζεσαι με πείσμα να γυρίσεις την αγύριστη πασίχαρη λατρεία, 220 και καταφρονάς τα πάντα γύρω σου και με αρχαίους ρυθμούς υμνολογάς τους θεούς σου και με απόκρυφα βιβλία; Αγωνίζεσαι του κάκου. Άλλοι καιροί κι άλλη γνώμη σ’ άλλη γλώσσα μ’ άλλα ονόματα, 225 και του κάκου σα ληστής και σα φονιάς δε σταυρώθη ο Ναζωραίος· αποπάνω σου, κόσμε, πέρασε ο θλιμμένος βαρύς ίσκιος του, και σε κάρφωσε η ματιά της Παναγιάς. Θά ’ρθει μέρα, και θα δώσετε τα χέρια σας, 230 Εθνικοί και Γαλιλαίοι, ανοιχτομάτες, ποτισμένοι το βοτάνι της ζωής· τα φαντάσματα θα δείτε σα φαντάσματα και θ’ απλώσετε τα χέρια, απ’ όσα ζουν να κρατήσετε κι εσείς! 235 Τ’ όνειρό σου τ’ άσαρκο το προσκυνώ και βωμό τού υψώνω εγώ, φιλόσοφε, σου το φύσηξ’ ένας νους ωραίος· σε πονώ ώς κι εσένα εγώ, καλόγερε, πρόσταξέ σε θεός αγέλαστος, δε φταις, 240 Θεός αλύπητος· το Χρέος. Όμως τα ιερά σας και τα τίμια κι όσα δεν αναγνωρίζετε κανείς του άλλου, σα να τα ’βρα ταιριασμένα, πρωτογέννητα κι ορθά για το ξετύλιμα, 245 κυνηγός και στρατοκόπος μια φορά στα ψηλά βουνά τα χιονοσκεπασμένα. Θλιβερός, αργός, βαριεστισμένος, σαν από καραβοτσάκισμα, τράβηξα να ζήσω με τ’ αγρίμια, 250 κι έφερα τη μούλα μου κατάνακρα κι έστησα την τέντα μου κατάψηλα σε ρουμάνια και σε στενορύμια. Κι ήβρα στα θρακιώτικα βουνά κι ήβρα στις κορφές της Ήπειρος 255 κι έθρεψα την πείνα μου τη λάμια κι ήβρα σαν πρωτάρη ένα λαό, και κυλούσε απ’ τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς με τα φουσκωτά ποτάμια. Δεν τα ξέρει τα βιβλία, και είν’ ακράταγος 260 και τ’ αγάλματα δεν έχει των πολύθεων, στα ταμπούρια τα ’χει τα σκολειά, κι έχει γνώμη, κι έχει δύναμη, και θέλει· τα λεβέντικα τραγούδια του τα ζει, κι ο ίδιος είναι σαν αγάλματα θεϊκά. 265 Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες, και με ονόματα τους κράζουν πονηρά κλέφτες και απελάτες και προδότες, τους μισούν οι βασιλιάδες, κι όλ’ οι τύραννοι, κι είναι, μέσα στους σκυφτούς, τα παλικάρια, 270 κι είναι, μες στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες. Με τα μαύρα τα μαντίλια στα κεφάλια τους, πες τους και καλόγερους, αν θέλεις, πες τους και φιλόσοφους με τη φλοκάτα· πες τους εθνικούς· είν’ οι ακριβοί της Φύσης· 275 πες τους χριστιανούς· Χριστό λατρεύουν, κι ο Χριστός μ’ αυτούς γιομάτος νιάτα. Ό,τι πολεμάτε για ν’ αδράξετε μ’ ενός άδειου λόγου ορμή, το ζητάνε αυτοί με τ’ άρματα στα χέρια, 280 και δε σκύβουνε γειρτούς βωμούς να ορθώσουν, κι είναι σαν πατέρες των παιδιών που θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια. Της υγείας το γάλα και το αίμα της θυσίας ταιριάσανε στο είναι τους, 285 και στα λογγωμένα τους τα στήθια μια πλατιά καρδιά βροντολαλεί, μαρτυρώντας, πολεμώντας, τραγουδώντας, τη ζωή και την αλήθεια. Πολεμάτε. Θα περάσετε γοργά, 290 ζωντανόνεκροι, πολύθεοι, χριστιανοί, των ειδώλων ω προσκυνητάδες, από σπάρτα ευωδιαστές κι απ’ αγριοθύμαρα θα φυσήξουν οι βουνίσιες οι πνοές, και θα σβήσουν οι ευκολόσβηστες λαμπάδες. 295 Κι έτσι απαρνητής με το περίγελο, κι έτσι χαλαστής με τη βλαστήμια, κι έτσι ενός θειαφότοπου μια λάβα, το δροσό μιας πίστης νιώθω μέσα μου, κι ονειρεύτηκα να ζήσω στο πλευρό τους· 300 μα ώς κι αυτοί μού κράξαν: «Γύφτε τράβα!» Ας με διώξαν. Τους δοξάζω. Εγώ είμαι γλώσσα της ωραίας αλήθειας, δε με σέρνει εκδίκηση λαοπλάνα· και για τούτο σήμερα μπροστά σας 305 έτσι με γρικάτε να χτυπώ μιαν αργή και σα νεκρώσιμη καμπάνα! |