Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΛΟΓΟΣ Δ΄
Ο θάνατος των θεών

Ἔρρει τὰ θεῖα.
ΣοφοκλήςΟιδίπους Τύραννος»).
Στεριά, θάλασσα, θεοί γραφτό είναι να χαθούνε.
Ιντιάνικο τραγούδι.
Αυτά τα προσωρινά φαντάσματα εσύ
είσαι που τα ’πλασες.

Leconte de Lisle («Στερνά ποιήματα»).

Έστησα κι απ’ όσους τόπους πέρασα, σε ναούς αγνάντια, το τσαντίρι, γνώρισα την εκκλησιά, το τζαμί, το μοναστήρι, 5 κι άλλαξα γοργά και χτυπητά λόγια με πιστούς και με λευίτες, με είδαν ορθρινό οι βασιλικές, και ξενύχτισα σε λαύρες και σε σκήτες· και παντού, από των Ελλήνων τα συντρίμματα 10 ώς τη μυριοστόλιστη παγόδα, μύρισα κι απόκοτα ξεφύλλισα της λατρείας όλα τα ρόδα. Ξένος έμεινα κι ασκλάβωτος από σέβας, δέηση, τάμα· 15 είμ’ εγώ των άθεων ο προφήτης κι η ζωή μου είναι το θάμα· και μονάχα μια φορά στην Πόλη μέσα μ’ άγγιξε ιερή κι εμέ λαχτάρα· και μου τηνε φύσηξες εσύ, 20 γύφτισσα γυναίκα ξεμαλλιάρα, και το τρέξιμό σου το τρελό μες στα τρίστρατα και μέσα στα καντούνια· πίσω σου ούρλιασμα σκυλιών, γύρω σου παιδιών πετροβολήματα, 25 κι όχλος, και σου χτύπαε τα κουδούνια· ποιά στιγμή να σ’ έσπειρε βλαστήμιας, ποιάς οργής βάσταξ’ εσένα μήτρα, σκύβαλο του κόσμου κι αποκόμματο, πού είσαι η Σίβυλλα, απαρνήτρα; 30 Κι έκραζες βραχνά, —το κράξιμό σου δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω,— κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!» κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»

Μεγαλόπρεπα περάσματα 35 των θεών που δεν πιστεύω, από σας πιο μεγαλόπρεπος, γαληνά σάς αγναντεύω.

Απ’ τα δάση όταν ανάμεσα κι απ’ τ’ ολόπυκνο λογγάρι 40 με περνάει σε ράχη ασέλωτη γοργή μούλα καβαλάρη,

οι φτελιές και τ’ αγριοπρίναρα και τα πεύκα και τα ελάτια κι όλα τα δεντρά ζερβόδεξα 45 πηλαλάν κι αυτά σαν άτια,

κι αυτά φεύγουν σαν πετούμενα, κι αυτά κάνουνε σαν κάποια ξένα αγρίμια ανεμοπόδαρα ταραμένα από δρολάπια.

50 Όσο θέλετε φαντάζετε και πλανεύετε τα μάτια· μήτε αγρίμια ανεμοπόδαρα, μήτε πετεινά, μήτε άτια!

Είμ’ εγώ που τρέχω κι όχι εσείς, 55 τα ριζόδετα εσείς είστε φτάνει ο καβαλάρης να σταθεί για να σταματήστε!

Μεγαλόπρεπα τρεχάματα των θεών των αθανάτων, 60 όπου και όπως κι αν υπάρχετε, ω εσείς, ίσκιοι φαντασμάτων,

ω της πλάνης γιγαντέματα, θεοί εσείς, αλίμονό σας! Απ’ την ώρα που άλλος ο άνθρωπος 65 ξεκαβαλικέψει εμπρός σας,

και σταθεί και δει πως στέκεστε σαν το δρυ και σαν τη φτέρη και σταθεί και δει πως κρέμεστε από το δικό του χέρι,

70 και γρικώντας πως του κρύβετε την αέρινη την όψη κάποιων ουρανών ολόβαθων, πάρει και σας κόψει,

και τον ήλιο πως του κρύβετε 75 βλέποντας, και για ν’ ανάψει μια φωτιά για φως, για ζέσταμα, πάρει και σας κάψει!

Τέλους κανενός, καμιάς αρχής τη δική μου γνώμη φράχτης 80 δεν ορίζει· είμαι του Τίποτε πανελεύτερος ο κράχτης.

Είμ’ εγώ που σβήνω το Γιατί κι είμ’ ο απαρνητής του Κάτι. —Αεροπέρνα ακαβαλίκευτο 85 της ερμιάς αδάμαστο άτι!—

Της βλαστήμιας τ’ αστραπόβροντο απ’ τα μάτια μου ποτέ κι απ’ τα χείλια μου δεν ξέσπασε προς εσένα, όποιε, θεέ!

90 Ούτε μιας στιγμής δε γνώρισα για σέ πόθο, φόβο, οργή· ποιός χτυπάει το δε στοχάζεται και ποιός τρέμει το δε ζει;

Τόσο να καρφώσω προς εσέ 95 δύναμαι το στοχασμό, όσο δύναμαι τη θάλασσα πεζοδρόμος να διαβώ.

Μήτε πρόσπεσα στον ίσκιο σου, και για να σου δεηθώ 100 γω δε δέθηκα τρεμάμενος με κανέναν ουρανό.

Και στη γλώσσα που τη μίλησα και (πού; πότε; πώς;) την πήρα και τη φύλαξα σα λείψανο 105 ξεσκισμένο από πορφύρα,

και στη γλώσσα που ξανάυφανα μ’ όλα που έχω θησαυρίσει τα χρυσόλογα χιλιόλογα απ’ Ανατολή και Δύση,

110 μια πλανεύτρα λέξη αγρίκητη μια είναι μόνο· η προσευχή ! Ω ναοί, προφήτες, είδωλα, είδωλα, προφήτες, ναοί!

Από σας μακριά όπου πάτησα, 115 με το πάτημά μου εφάνη το γραμμένο μαγιοβότανο, το μελλόμενο βοτάνι·

με το πάτημά μου βλάστησε το βοτάνι που λυτρώνει, 120 και με τη ζωή μου ολάνθισε, και στην έρημο φυτρώνει,

το βοτάνι της ανάστασης! Πότε θά ’ρθει η ώρα, η ώρα ν’ απλωθεί μέσ’ απ’ την έρημο 125 στην πολύκοσμη τη χώρα!

Ν’ ανακράξει ο κόσμος κόβοντας τ’ άνθια σου τα νικηφόρα κι ανασαίνοντας τα μύρα τους,— πότε θά ’ρθει η ώρα, η ώρα!

130 Ω το υπέρτατο τ’ ανάσασμα, ω το ανάκρασμα της νίκης ύστερ’ από κάτεργα σκλαβιάς κι από χρόνια καταδίκης!

Στην ημέρα όταν ο άνθρωπος 135 νέα παρθένα ροδοκάλλια ξαναφέρει από την άβυσσο σαν πρωτόβγαλτα κοράλλια·

όταν ο ουρανός από βραχνάς της ψυχής και από φοβέρα 140 άπειρο αδειανό και αδιάφορο ξαναγίνει πέρα ώς πέρα!

Όμως ο άνθρωπος αν γράφτηκε για πολύ να σε προσμένει, ω βοτάνι εσύ ανιστόριστο, 145 κι εμπρός πάντα να πηγαίνει

σπαταλώντας το λιβάνι του στα φαντάσματα των όλων και τη δύναμή του λάτρισσα στα ποδάρια των ειδώλων,

150 κι αν προφήτες θέλει και καλά, θεών τρανούς διαλαλητάδες, κι αν τεχνίτες θέλει και καλά, κάθε ειδώλου δουλευτάδες,

είμ’ εγώ ο προφήτης, είμ’ εγώ, 155 κι ήρθα εδώ να διαλαλήσω βασιλιά θεό το Τίποτε στον αιώνα εμπρός και πίσω.

Χωρίς έχτρα, χωρίς έρωτα, ο τεχνίτης ήρθα εδώ 160 για των ψευτονείρων σου, άνθρωπε, το ναό να πλάσω εγώ

τέρας άγαλμα το Τίποτε μ’ όλες τις θρησκείες της πλάσης, τέρας για να φοβηθείς 165 και μαζί για να γελάσεις!