Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
ΛΟΓΟΣ Α΄
Ο ερχομός
Για μας ο δημόσιος δρόμος, ο κάβος, τα δάση, τα βράχια.
Είμαστε λαός από τυχοδιώχτες που όλο περπατεί. Σπίτια και τζάκια για τους άλλους είναι. Ibsen («Brand») |
Γύφτισσα τονε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά.
Σέρβικο τραγούδι |
Τ’ αξεδιάλυτα σκοτάδια τα χαράζει μια λιγνή λευκότη νυχτοφέρνοντας και αυτή· και ήτανε του νου μου η πρώτη 5 χαραυγή. ✳
Και ήταν ώρα μελιχρότατη· και ήτανε χυμένο ολόγυρα κάτι πιο χαϊδευτικό κι από τ’ αεράκι, 10 όταν έρχεται γιομάτο από τα μπάλσαμα πρωινά των ολοπράσινων πευκώνων, κι από τ’ αεράκι· και ήταν πέρα κάπου σε μια γη, σε πηγή λαών και χρόνων· 15 και ήτανε στη Θράκη. Και ήταν όπου κόσμοι αντίμαχοι με την ίδιαν ερωτόπαθη μανία ν’ αγκαλιάσουνε λαχτάριζαν την πανώρια Βοσπορίτισσα, τη μία, 20 και κατάλαμπρα ντυμένοι καταστάλαζαν και φιλούσανε τα χώματα που τα πόδια της πατούσαν· σαν ακρίδες πέφταν οι λαοί, μέλισσες εκεί οι λαοί πετούσαν. 25 Και ήτανε η πανώρια, δυο γιαλών αφροκάμωτη νεράιδα, κι ήσουν εσύ, Πόλη, ω Πόλη! και ήτανε της γης το περιβόλι, και ήταν όπου σε μια δόξα 30 των Εθνώνε ταίριαζαν οι πόλοι, και ήταν όπου από τα πέρατα του κόσμου Βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι στη Ρωμαία των Κωσταντίνων πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο 35 των Ελλήνων. Κι από μέσα από τους όχτους των Κατάστενων ήταν όλο σα να φύτρωναν πολιτείες από πράσινο· κι αναβρύζαν σιντριβάνια από βλαστάρια· 40 και ήτανε οι ανθοί σαν ξωτικά, και ήταν ως να χύνονταν από ψηλά σε μαλαματένιες μέσα στέρνες μια βροχή από λυχνιτάρια. Κι αντιχτύπαγε κι ο ήλιος 45 από τα βουνά τα Βιθυνιώτικα σε Μαγναύρες και Βλαχέρνες, και του ήλιου όλα τα φέγγη εκείνες φέγγοντας, προς τα ύψη αψήφιστα τραβούσαν. Κι απ’ των κάστρων τις Χρυσόπορτες, 50 κι από τ’ άπαρτα Εφταπύργια ώς την άκρη στα σπαρτά σμαραγδονήσια, λεγεώνες τα παλάτια και στρατοί τα μοναστήρια. Και ήταν ως να πλέκονταν 55 και ήταν ως να λύνονταν κάποιας μάισσας μάγια αποπάνω από τους τρούλους κι από τα σαράγια· και λαμποκοπούσες, ω ψυχή μου, μ’ όλους τους ασάλευτους σταυρούς 60 και μαυρολογούσες, ω καρδιά μου, με τα κυπαρίσσια. Σε λευκά λιμάνια, ανάρια ανάρια, αστραπόβολα χελάντια πυργωτά με τα ορθόπλωρα χαλκόπλαστα λιοντάρια, 65 αργοσάλευτα στα χέρια των κυμάτων, τί ονειρεύεστε; τί αράγματα νικών και θανάτων; Και δεν ήτανε στρατοί πολεμόχαρων αυτοκρατόρων 70 κάτω από τη σκέπη των αϊτών των τροπαιοφόρων, και δεν ήταν ούτε στρατοκόποι σταυροφόροι καβαλιέροι, που γοργόσπρωξε ώς εκεί 75 κάποιο ξαφνισμένο αγέρι· και δεν ήταν αμιράδες πίσω σέρνοντας τ’ αράπικο και το τούρκικο λογάρι, και δεν ήτανε του ολέθρου 80 ξανθοπρόσωποι κουρσάροι· δεν τους φέρνανε οι αρμάδες από πάγους και βοριάδες ταυροσκυθικούς· τους δειλούς τραντάζοντας γιαλούς, 85 μες στα δρακοντόφαντα μονόξυλα, δεν τους φέρνανε οι αρμάδες! Και ήταν σαν από μακρότατα, και ήταν σαν από μερόνυχτα κι από χρόνια πεζοδρόμοι· 90 και σα να ’χασαν το δρόμο τους, και μαζί μ’ αυτό σα να ’χασαν λίγο λίγο και την έγνοια, λίγο λίγο και τη γνώμη, κι ύστερα και κάθε μνήμη, 95 κι ύστερα και κάθ’ ελπίδα, και που δεν κρατούσαν πίσω τους και που μήτε ξάνοιγαν εμπρός μια πατρίδα. Σε φλογέρες γλυκοστέναζαν 100 κρυφούς πόνους λαλητάδες, ήχοι σκίζονταν και δέρνονταν, ήχοι πλήγωναν από ντέλφια, βούκινα, ζουρνάδες· και βαρυπερνούσαν παρεκεί 105 μέσ’ από τη στράτα τη λευκή, και τον κουρνιαχτό φτερώνοντας θόλωναν ανάρια του βουνού την εικόνα τη γεράνια· και βαρυπερνούσαν καραβάνια. 110 Κάπου απότομα τινάσματα ξάφνιζαν σαν απ’ αγρίμια, και ξεσπούσε στην απλοχωριά και ήτανε σα να τη μόλευε τη σιγαλιά την παρθένα μια βλαστήμια. 115 Γέλια αλάλαζαν· δεν ξάνοιγες λύσσας αν αφρίσματα ήτανε ή αν ξεχύματα χαράς. Πίσω από το πύκνωμα της βατουριάς πόθοι, ακράτητοι σατράπες, 120 λάγνα ταίριαζαν —το μάντευες— με ξαδιάντροπες αγάπες. Κι άλλοι, σαν από μιαν άσβηστη δίψα, που τους είχε κάμει κάποια αχόρταγα στοιχειά, 125 στέκαν άκρη στο ποτάμι, σα να ριζοβόλησαν εκεί, και γυρεύαν το ξεδίψασμα σκύβοντας με την παλάμη, πότε με το στόμα ολοσκυφτοί. 130 Κι άλλοι από ’ναν ύπνο, που έλεγες είναι αξύπνητος, δετοί, κείτονταν όπου τους έδεσε και όπως είχανε βρεθεί, και στης χέρσας γης την αγκαλιά, 135 και στα μαλακότατα χορτάρια, και είχανε τα σκίνα για κλινάρια, τα στουρνάρια για προσκέφαλα. και ήτανε στις ακρορεματιές, και ήτανε σε όχτους και σε τράφους, 140 και ήτανε ως μπαλσαμωμένοι και άλιωτοι νεκροί και λυτρωμένοι και από πάθια κι από τάφους· και ήτανε σα να ταξίδευαν πατρικά συντροφιαστοί 145 από Χάροντα ευεργέτη σε μιαν άλλη αμίλητη ζωή. Ορθοστύλωτες, απόκοτες, μάντισσες λαοπλάνες, είχανε τη γύμνια σα ζητιάνες, 150 και είχανε τα μάτια σαν αγάλματα, και είχανε τα μάτια χωρίς βλέμματα, γιατί λείπαν οι ματιές τους προς μαντέματα δυσκολοξεδιάλυτα, προς απόσκεπες λείπανε Μοίρες· 155 και στα μεγαλόπρεπα κορμιά τα κουρέλια αεροκυμάτιζαν σαν πορφύρες. Και ήταν, ήταν οι δαρμένοι από κάθε ανεμοτάραμα, 160 και ήταν από τα λιοπύρια των ερήμων οι ψημένοι, και τα συντριμμένα ήταν κορμιά από κόπους και από κόπους, και ήταν οι ψυχές που πέρασαν 165 άγγιχτες κι απαρακάλεστες από τόπους και από τόπους, και ήτανε μιας άγριας άνοιξης μηνυτάδες διαβατάρικοι, μαύρα χελιδόνια, 170 και είχανε κελάηδισμα τ’ ανάθεμα και φωλιές τα καταφρόνια. Και ήταν όλ’ οι χαλκοπράσινοι, κι ήταν όλ’ οι αφορισμένοι, κι οι ερμοσπίτες, κι οι αλλόφυλοι, 175 και όλ’ οι πλάνοι, και όλ’ οι ξένοι, κι όλοι όσοι τούς ντρέπεται το φως, κι όσοι, σαν τους βλέπει η μέρα, τη φωτόλουστη όψη κρύφτει· και ήταν όλοι οι γύφτοι, οι γύφτοι, 180 από πέρα πέρασμα για πέρα. Νύχτα ανάβει, νύχτα ολογυρνά, έξω κι έξω απ’ το λιμάνι, νύχτα σβήνει στα βαθιά νερά σαν από αίμα πυροφάνι… 185 Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο μέγα αστροπελέκι, κάτι πρωταγρίκητο κι ώς τότε κι ανιστόρητο, απ’ την Άσπρη Θάλασσα ώς το Δούναβη και ίσα πέρα από τα πόδια του Ευφράτη 190 κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο, κάψαλα και στάχτη να τον κάμει, και λιγοθυμούσ’ η Ανατολή, κι έτρεμε και η Δύση σαν καλάμι. Και ήταν οι καιροί που η Πόλη 195 πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε, και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε, και καρτέραγ’ ένα μακελάρη. Και ξολοθρεμός ο μακελάρης. Ρούσοι, Νορμανοί, Βουλγάροι, Καταλάνοι, 200 κι ο Χριστιανομάχος ο Σαρακηνός, κι ο Ουγγαρέζος, ο τεράστιος καβαλάρης, πιο απαλά μπροστά του δείχνονταν καθεμιά φυλή, κάθε σεισμός. Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει. 205 Και οι καιροί σημείωναν ακόμα φοβερότατα σημεία, και δεν έμειν’ ένα στόμα που να μην ψιθύριζε χλωμό σοφού κάποιου βασιλιά χρησμό, 210 κάποιου ολέθρου προφητεία. Κι έβρεξε βροχή από αίμα, κι αεροφύτρωσαν εφτά πύρινοι στύλοι, κι ένα χέρι βγήκε ασώματο κι έλεγες τους φύλαγε καρτέρι, 215 και τους ξέφτισε σα νά ηταν από γνέμα. Και τα ξωτικά και οι πειρασμοί από τη νυχτιά κι από τον Άδη ξαπολύθηκαν και ζούσανε με τον άνθρωπον ομάδι. ✳
220 Κι εγώ μέσα στο τρικύμισμα και στη χλαλοή του κόσμου, άμαθος από πατέρα κι άγνωρος από μητέρα κι από κάθε χάιδιο ασκλάβωτος, 225 έστεκα σαν κορφοβλάσταρο δέντρου ακλάδευτου κι αγέραστου κι άκαρπου βαρίσκιωτου δεντρού. Καβαλάρης γυμνοπόδαρος μαύρης μούλας πεισματάρας, 230 μόνος, μάντευα το είναι μου, (μήτε που άλλος θα το μάντευε κανείς), να τυλίγει φόρεμα το είναι μου, φόρεμα που τό ειχαν πλέξει από τις δροσοσταλίδες 235 του ροδόφυλλου τα χέρια μιας Αυγής! Μαύρη μούλα, εσένα δε σε μοίρανε του πατέρα σου η αρχόντισσα η μοίρα με τ’ ολόμορφο λεβέντικο κορμί, 240 «κι απ’ τη μάνα μου την καταφρονεμένη τη γαλήνη, μου είπες, δεν την πήρα και του δούλου δούλα εγώ δεν είμαι!» Το γνωρίζω, μαύρη μούλα μου, είσ’ εσύ! Από μάνα και από κύρη πήρες 245 και ξεδιάλεξες και χώνεψες δυο μοίρες, κι έκαμες εσύ το ριζικό σου, κι αν η κυματόχαρη δεν είσαι κι η λεβέντικη α δεν είσ’ εσύ, κι α δεν είσαι η σκλάβα η σκεβρωμένη 250 κι η δουλεύτρα που στοχάζεται και υπομένει, η ομορφιά σ’ εσένα γνώμη έχει γενεί. Κι αν ποτέ σου εσύ δεν είπες «όχι», από πείσμα δεν το είπες, 255 όχι από μιαν ήμερην υπακοή. Δυνατή από βούληση είσ’ εσύ, πάντα εμπρός και πάντα η ίδια, σε ποτάμια, σε λογγάρια, σε ρουμάνια, στην κλεισούρα, στην ερμιά, στη ρούγα, 260 και στα πολυθόρυβα λιμάνια· και το στέρεο θ’ αξίζει πάτημά σου την ανάλαφρη αερόχαρη φτερούγα· κι αν κεντήσω σε να κατεβείς ίσα προς τα τάρταρα της γης, 265 προς τα τάρταρα το δρόμο σου θα πάρεις και το βήμα σου να τρέμει δε θα νιώθω· κι αν τρελό ξυπνήσω εντός μου πόθο για ταξίδι ουρανοπόρο, προς τ’ αστέρια θα υψωθώ μ’ εσένα πάλι, 270 κι η γερή περπατησιά σου θα μου γίνει πέταμα στα ύψη εκείνη, και θα ιδώ σε σαν το φτεροφόρο τ’ άλογο του μάγου και του κράλη, μαύρη αντάρτισσα κι αλύγιστη 275 μούλα πεισματάρα στείρα. Συ κι εγώ, τα δυο, μια Μοίρα! Και τα χέρια αναταράζοντας, των καπεταναίων άρματα, και ανεμίζοντας την κόμη, 280 του στρατιώτη φλάμπουρο, σα να ξεκινούσα εγώ ημουνα για μακριούς πολέμους πάντα και για κονταροχτυπήματα. Κι όπου ξάνοιγα στο δρόμο μου 285 θόλους πιο ψηλούς και πιο δασούς από ταιριασμένες καστανιές κι από αγκαλιασμένες λεύκες, έσπρωχνα τη μούλα μου, και στη ράχη της ολόρθος, 290 καβαλάρης, καβαλάρης, διάβαιν’ αποκάτω κι άγγιζα τους ψηλούς και δασούς θόλους, και ύψωνα τα χέρια, και ύστερα, μπρος τραβώντας ή γυρνώντας, 295 πάντα είχα στα χέρια μου φύλλα και χλωρόκλαδα. Κι όπου μου έφραζε το δρόμο ποταμός κατεβαστός, αψηφώντας την ορμή του, 300 καβαλάρης, καβαλάρης, κοίταζα να πρωτανοίξω στα νερά, στα ρέματά του, γλήγορο ένα μονοπάτι, που θα ζούσε τόσο μόνο 305 όσο και το διάβα μου. Και ήμουν τότε περατάρης, καβαλάρης, καβαλάρης, κάποιο σκάλισμα της πέτρας από κάποια αρχαία λείψανα, 310 άτι και άνθρωπος, μια σάρκα, που ξεχώρισε απ’ την πέτρα και που πήρε ψυχή κι έφυγε· και σα νά ηταν όλο σε λαούς λογισμών, καημών και πόθων 315 αυτοκράτορας ο νους μου για κορόνα του φορώντας την κορόνα όλης της πλάσης. Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια δε σου πόδισαν ποτέ, 320 δε σου κάρφωσαν το δρόμο τον παντοτινό, τον ανεμπόδιστο, Γύφτε, αταίριαστε λαέ. Της στεριάς τα τρεχαντήρια, νά τ’ αδάμαστα μουλάρια! 325 Τ’ άρμενά τους είναι τα τσαντίρια· νά παλάτια, ιδές ναοί! Σ’ ένα παίξιμο ματιών εδώ και κει χτίζονται και υψώνονται και πάνε και γκρεμίζονται, όπως πάνε, 330 ύστερ’ απ’ το χτίσμα κι απ’ τον υψωμό, όσα πλάθει ο λογισμός μας κάτου εδώ. Και δεν είναι ο γύφτος του σπιτιού ραγιάς, και το σπίτι έχει φτερούγια σαν εμάς, και το σπίτι ακολουθάει, 335 και είν’ αυτό πιστό στον αφέντη, όχι εκείνος προς αυτό… Κι εγώ λέω σε σας ανάμεσα, στους ξεχωριστούς ξεχωριστός: Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια, ούτε τσαντίρια· 340 στο μεγάλο αφεντοπάλατο της πλάσης μια μονάκριβη σκεπή μου· ο ουρανός! Και μου φτάνει για ξενύχτι κάποιου αρχαίου δεντρού κουφάλα, πάντα φτάνει ο τοίχος κάποιου βράχου 345 για ν’ αποκουμπήσω την πηλάλα της ζωής μου μια στιγμή. Κι ένα χάλασμα μου φτάνει για να γείρω χρυσοπλέκοντας των ονείρων το στεφάνι· 350 και μια γούβα ολοβαθιά σκαφτή στη γη, και μια γούβα είν’ αρκετή για να πέσω και ύπνο νά βρω και δροσούλα ή ζεστασιά, και να ιδώ την όψη της αυγής 355 με μια θείαν αφροντισιά, και να τρανοχαιρετήσω καλοκαίρια μεσημέρια, ζίζικας τραγουδιστής! Κι εγώ μέσα στο τρικύμισμα 360 και στη χλαλοή του κόσμου κάτι γνώριζα που αρπάζοντας με ξεχώριζε και με είχεν αποπάνω απ’ το τρικύμισμα κι απ’ τη χλαλοή του κόσμου· 365 δούλεμα δεν ήτανε φτερού, και χεριού δεν ήταν ανασήκωμα, και δεν ήταν πύργος ή κορφή· άλλη σκάλα κι άλλο ανέβασμα, και ήτανε τα ύψη αλλού· 370 και ήτανε σαν αξεδιάλυτο ύπνου αξύπνητου χρυσόνειρο, που ποτέ δεν πάτησε στη γη, πὄχει αλλού, αποπέρα, την πηγή, και που απλώνεται ανεβαίνοντας 375 όλο πέρα και όλο πέρα, ώσπου νέο στοιχείο γίνεται, κάτι σαν αιθέρας του αιθέρα. Κι έτσι στα πανάλαφρα, στα πανύψηλα έτσι εγώ ημουν 380 μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ ημουν, όλα μέσα μου τα νιάτα κι όλα τα γεράματα και τους σπόρους και τις μήτρες 385 κλειώντας αξεχώριστα! |