Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Τα εκατόχρονα του Ουγκό

Στον Ψυχάρη

Εκατό χρόνια. Ω δόξα, ω φως! Βωμός λατρείας έγινες, τ’ αφιερώματα είν’ εκεί βασιλικά περίσσια, φέρτε, λαοί και διαλεχτοί. Κι εγώ σού φέρνω, Ολύμπιε, της Ρούμελης τη λύρα την παλικαρίσια. 5 Μέσα της μια ψυχή βογκάει σοφή και απλή και ασκλάβωτη, Αρματολών την πλάσανε θυμοί, καημοί μαρτύρων, τα καταφρονεμένα της τραγούδια είν’ ολοζώντανα από τη θεία την πνοή των αιωνίων Ομήρων. Λατρείας βωμός. Και πιο ψηλά σκαλίσανε τη δόξα σου 10 στα μέτωπα των Πυραμίδων και των Παρθενώνων όλα τα βράδια της ψυχής κι οι αυγούλες και τα ηλιόφεγγα και το μεγάλο Συναξάρι των Αιώνων. Κάποιο γαλάζιον όνειρον αγάπης, κι ένας άγγελος με μια ρομφαία πύρινη, γλυκοδεθήκαν ταίρι, 15 κι ήρθες εσύ· με τ’ Απριλιού τα ρόδα εσύ, κελάηδημα, κι απλώθηκες, και στήριξες την Πολιτεία, ω χέρι! Λύρες, ξυπνήστε από παντού και υμνείτε κι ευλογήστε τον! Ω που έχτισες με το ρυθμό θεόρατα παλάτια, και με το λόγο γκρέμισες και με το στίχο σαΐτεψες, 20 του κύκνου του Διρκαίου φτερά με του Ησαΐα τα μάτια! Στα πάντα μέσα, μουσικά τα πάντα εσύ αντιλάλησες, άρπα σε είπεν η Ομορφιά και σάλπιγγα η Αλήθεια, και των παλιών και των οκνών και των πεζών τα σάρωσε της αρμονίας ο ποταμός τα ξαφνισμένα πλήθια. 25 Ευλογητός που λύτρωσες τη Μούσα και την έζησες, κι όπου καρδιά και νους, κριτή, βρόντηξες τέτοια κρίση: «Σ’ ευγενικά και σε χυδαία τα λόγια δε χωρίζονται, άνθια όλα για των ιδεών τ’ αρχοντικό μελίσσι!» Σ’ εσένα ο ύμνος, που έσπειρες και λόγγοι ξαναβλάστησαν 30 η Ωδή, το Δράμα, η Σάτιρα, κι η επική Καλλιόπη. Από βοριά προφητικού και ανταρτικού το φύσημα τρέμουν ακόμα ολόγιομοι της Φαντασίας οι τόποι. Μα πρώτα απ’ όλα ευλογητός και παινεμένος που έκραξες· «Ω Μισολόγγι! Μπότσαρη! Κανάρη! Κρήτη! Ελλάδα 35 Το Εικοσιένα, ο Σολωμός, και το δικό σου ανάκρασμα· χαίρε, στον όρθρο ενός Καιρού τρίφωτη εσύ λαμπάδα. Του Παρνασσού από τις κορφές τ’ αστραποσύγνεφα έφερα, και των αϊτών το κλάγγασμα κι άγρια κλαδιά βουνίσια, για να στολίσω στο βωμό το λατρεμένο, Ολύμπιε, 40 της Ρούμελης τη λύρα την παλικαρίσια.

1902