Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Ύμνος των αντρείων
Στον D. C. Hesseling, που διδάσκει τα νεοελληνικά στο Πανεπιστήμιο του Leiden, και μ’ έκαμε να περηφανευτώ για όσα είπε για τον ύμνο τούτο στο φύλλο του «Nederlandsche Spectator», Μάρτης του 1901.
|
Η ΜΟΥΣΑ Κάτι τρανό και κάτι ωραίο, κάτι αποπέρα, κάτι από μακριά, φτάνει ώς εδώ κι αστραποχύνεται και το φωτοστεφάνωμα του Ύμνου αποζητά. 5 Ξύπνησε, πάρε το ανατρίχιασμα του δάσους, του συγνέφου το θυμό, θυμήσου του Πινδάρου σου τ’ ανάκρασμα: «Εγώ δεν είμαι πλάστης αγαλμάτων, εγώ τραγούδια τραγουδώ!» Ο ΠΟΙΗΤΗΣ 10 Στων Εσπερίδων ερωτεύτηκα τους κήπους κάποιας μηλιάς χρυσομηλιάς τον πιο ψηλό καρπό τον άφταστο. Μη με ξυπνάς. Και να σκλαβώσω πολεμώ 15 στην άρπα μου τη χρυσελεφαντένια τον ήχο το μεθυστικό, για να μερώσω τον ολάγριο φύλακα… Η ΜΟΥΣΑ Ξύπνα! Δεν είσαι πλάστης αγαλμάτων, ξύπνα! Τραγούδια τραγουδάς. 20 Μες στο τραγούδι σου είναι, ω διαλεχτέ μου, όλες οι σάρκες και όλες οι ψυχές, από τα όνειρα των κρίνων ώς την λαών τις δίψες. Ξύπνησε. Γιά ιδές. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Βλέπω. Αποπάνου μου ουρανός 25 σαν ένα ολόσβηστο χαμόγελο Σειρήνων, στα πόδια μου, ω λαχτάρισμα! κατακαημένη χώρα των Ελλήνων! Καιροί κουρσάροι θάψαν ολόβαθα ολοζώντανη 30 την άφραστη βασίλισσα των έργων και του νου. Και τώρα γκαπ! και γκοπ! τ’ αρχαιομάχο το λισγάρι σκάφτει, και σκάφτοντας ξεθάφτει, τα κόκαλα ξεθάφτει πελώριου συντριμμένου σκελετού. 35 Και ολόγυρα ερημιά. Και οχλοβοής βλαστήμια σπαράζει τον αιθέριο τον αέρα, χαύνοι και οκνοί μιαν άνεργη ζωή ζουν εδώ πέρα. Η δόξα, οϊμέ! δεν είναι από συντρίμμια, η δόξα είναι το μέγα έλατο που στέκει 40 και αψήφιστα καλεί το αστροπελέκι, η δόξα είναι το μέγα δέντρο που ταιριάζει τ’ αδρά τα κλώνια με τ’ ανάλαφρα πουλιά και που τον ίσκιο ρίχνει δροσοστάλαχτο στην ηλιοπυρωμένην αργατιά. 45 Κι όταν ο ξυλοκόπος το χτυπάει, η Δόξα είναι το δέντρον οπού πέφτει κι οπού πάει με την ορμή της μεγαλόφτερης παλικαριάς. 50 Μη με ξυπνάς. Η ΜΟΥΣΑ Ξύπνα. Δεν είσαι πλάστης αγαλμάτων, ξύπνα. Τραγούδια τραγουδάς. Και το τραγούδι πάντοτε δεν είναι το μοιρολόγι της καρδιάς 55 στα μαραμένα φύλλα του χινόπωρου, μηδέ το κρυφομίλημα που το μιλάς, ψυχή του ονείρου με τους ίσκιους της νυχτιάς. Έξαφνα γίνεται κλαγγή και μουγκρητό, κι είναι η χαρά των θαλασσόδαρτων πουλιών 60 μέσα στις τρικυμίες των στοιχείων, στις τρικυμίες μέσα των λαών. Και το τραγούδι ο Μαραθώνιος είναι θριαμβευτής. Απάνου από τη στάχτη των Σοδόμων 65 το φυσάει το στόμα της οργής. Κάτι τρανό και κάτι ωραίο, κάτι αποπέρα, κάτι από μακριά σου φέρνει η Δόξα η ταξιδεύτρα στα ουρανοπλάνα της φτερά. 70 Ήρθεν η Δόξα. Στα φτερά κρατάει και στα πόδια της του δρόμου της κρατάει σημάδια χώματα χρυσοφόρα μακρινά, και φέρνει αλόες ανθισμένες πρωτογνώριστες από τη γη που ζει του Κάφρου τα κοπάδια. 75 Στα καλοκαίρια σας τα γέρικα Μάης πρωτοκάμωτος εχύθη, από τα μεσημέρια ώς το βοριά ο δράκοντας ο Ατλαντικός πρωτάκουστα βρυχήθη· στις λίμνες και στα δάση τ’ αφρικανικά 80 το βρύχισμά του απλώθηκε κι αντιλαλήθη απ’ την Κόκκινη τη λάμια ώς της νεράιδας της Άσπρης μας τ’ αφροπλασμένα στήθη. Λιγνά παράδερναν τα φύτρα στης μητρικής σεβάσμιας γης την αγκαλιά· 85 πήραν αέρηδες τα σπέρματα, στα κατατόπια τα ’φεραν τα λιβυκά. Τα ’ριξαν στα φαράγγια τα βαθιά και στα ψηλά βουνοδισκάρια, καινούριον αίμα μέστωσε τη βλάστηση, 90 και τράνεψεν ακόμα πιο πολύ τα μεγαλόκορμα χορτάρια. Φύτρωσαν άντρες πολεμόχαροι, και βούιξαν σαν οι καταρράχτες ανάμεσ’ από τα βουνά· 95 φύτρωσαν άντρες πολεμόχαροι σαν τα διαμάντια ακριβοθώρητοι που η γη τριγύρω τους γεννά. Τους ξέρετε, ύψη, αέρηδες, ορίζοντες, των πολυσάλευτων νερών πλημμύρες και μουρμούρες, 100 χρυσά αναβρύσματα, στεφάνια τους που θα γενείτε, άξια τους κάστρα εσείς τούς ξέρετε, θεόχτιστες κλεισούρες, τη διαλαλείς περήφανα τη φήμη τους 105 από το πράσινο ακροτόπι, ω σκλάβα εσύ Αφρική δυσκολογνώριστη, προς την αυτοκρατόρισσαν Ευρώπη. Και πρώτ’ απ’ όλους εσύ ξέρεις των λιγοστών ελεύτερων τί αξίζ’ η χάρη, 110 ηπείρων και φυλών, ω δαμαστή σκληρέ, των ωκεάνιων βουκεφάλων καβαλάρη! Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Θολό το χάραμα ήτανε του Αιώνα, και ξύπνησες, και γύρω σου είδες! Κι από τις συντριμμένες σου αλυσίδες 115 να πελεκήσεις γύρεψες κορόνα. Το ξύπνημά σου ήτανε μάγεμα, άφραστη εσύ βασίλισσα των έργων και του νου. Της Λύρας μια χορδή δεν έμεινε που να μην έγινε για σε μια βρύση τραγουδιού· 120 Ξύπνησες μ’ όλη σου την πανοπλία, μ’ όλα τα πρώτα σου και μ’ όλα τα στερνά. Απάνου στην ηράκλεια την ασπίδα σου τόπων και χρόνων θάματα και ηρώων και θεών ζωγραφισμένα ζωντανά. 125 Ξύπνησες μ’ όλη σου την Ιστορία! Και νά την! Η Ιστορία σου πόρνη των λογοκόπων κι η ασπίδα σου από Άρπυιες ανίερα μολυσμένη, και βούλιαξε κατακλυσμός, και τίποτε δε μένει από τα νέα θέμελα κι από τ’ αρχαία παλάτια. 130 Και το βασίλεμα ήρθε του Αιώνα! Ω αυγές των ανιστόρητων ψυχών, των άγριων τόπων! Καιρέ που σβήνεις, τα τρόπαιά σου απόμειναν και ζούνε οι πυραμίδες, χίλιοι πυρσοί φεγγοβολούν το διάβα σου, 135 νυχτοδαρμένων κόσμων λυτρωτήδες. Καιρέ που σβήνεις, άναψες κάποια ηφαίστεια κι έβρεξες κάποιες λάβες. Τυράννων σε χαρήκαν θρίαμβοι, αρχόντισσες Αλήθειες κι Ομορφιές παρθένες 140 έδεσες πίσω σε άρματα κι έσυρες σκλάβες. Καιρέ που σβήνεις, για δοξολόγημα ή γι’ ανάθεμα ο τάφος, που θα κλείσει σε, κυκλώπειος είν’ ο τάφος· των παλατιών σου ή των βαράθρων σου 145 δεν είμ’ εγώ διαλαλητής, δεν είμ’ εγώ ζωγράφος· εγώ ειμαι το ζηλιάρικο της μάνας μου παιδί, κι όταν δε φέρνουν με τα ονείρατα ταξιδευτή στα γαλανά ταξίδια πέρα, είμαι το χέρι που όλο θέλει να σφιχτοκρατεί 150 μιαν άκρη της πορφύρας σου, ω Μητέρα! Και τώρα ανοίγεται το χέρι και κλειέται μες στα κρύα και στ’ άδεια· της ιερής πορφύρας τα ξεσκίσματα λύκοι τραβούνε σε χλωμόφεγγα σκοτάδια. 155 Πού δείχνεις, Μούσα; Απόβαθα κι απόμακρα και ποιά είν’ εκείνη η μέρα; Δείχνει τα μάκρη και τα σβει το δάχτυλό σου· του Κάφρου η γη αστραποβροντά και λάμπει πέρα ώς πέρα. Ύμνε, ώς τ’ αστέρια ανασηκώσου! 160 Του Σολωμού η Αντρειωμένη με τους ανέμους έφυγε και τα θαλασσοπούλια προς την αγνώριστη φυλή την καταφρονεμένη, και νά σου οι Σπάρτες φύτρωσαν κι εκεί, και νά τα Σούλια! Με του Καιρού το ηλιοβασίλεμα 165 χαίρετε, αυγές των άγνωστων και των παρθένων τόπων! Ω χώματ’ άδοξα θησαυροφόρα, ήρθε ο μεγάλος θησαυρός, ευλογημένη η ώρα! Αυτού είν’ η λεβεντιά, κι αυτού η θυσία, κι αυτού είν’ η Δόξα. 170 Και φτάνει μια καρδιά για να γεννήσει Κόρη πάνοπλη την Ιστορία! Τελειώνοντας το 1900 κι ο 19ος αιώνας.
|