Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στον αμαρτωλό

Ω μαύρε, όταν γεννήθηκες, ήρθε η τρισάγια Μοίρα και πήρε σε και σ’ έσφιξε σε μητρική αγκαλιά, σ’ έργα να κάμει σε ήρωα και ρήγα σε πορφύρα με τα φωτοπερίχυτα μεγάλα ριζικά. 5 Κι εκεί την παραμόνευε η σκύλα η Μοίρα, η άλλη, του ολέθρου του αμολόγητου και του βουβού χαμού, και σ’ έφερε από το γλαυκό κρινόσπαρτο ακρογιάλι στου βάλτου το ανατρίχιασμα, σε τάραμα γκρεμού. Και μοναχά που πρόφτασαν τα βρεφικά σου χέρια 10 από της μάνας Μοίρας σου τον πέπλο τον ιερό —ήταν απάνω του γραφτός ο αιθέρας με τ’ αστέρια!— και δράξανε και κράτησαν ξεσκίδι θλιβερό.

Ω μαύρε, εκεί που λούζει σε παρθενική περίσσα χαρά, κι είναι τα δάκρυα σου σα δάκρυα των βρεφών, 15 κάτι μουγκρίζει μέσα σου, κι είναι η χαμένη λύσσα σ’ έρμα κελιά αλυσόδετων φονιάδων ή τρελών. Κι εκεί που δείχνεσαι ως να ζεις των ήμερων τη ζήση με των καλών τον έρωτα στην ήσυχη γωνιά, βόσκεις αξέσπαστους θυμούς και κρατημένα μίση· 20 αν χύνονταν, θα χύνονταν χαλάσματα κι ερμιά. Είναι από λάκκους ανοιχτούς και ολαδειανούς γιομάτα, ω μαύρε, και τα πιο χλωρά της ύπαρξής σου· αυγή, καμιά δε χάρηκες αυγή και κείνα τα δροσάτα κλώνια των πρώτων χρόνων σου τα ’τρωγε κάμα αψύ. 25 Δεν άγγιξες λευκότητα χωρίς να τη λεκιάσεις· τα έρμα τα γεράματα στη νιότη σου μπροστά, αν ήθελες τη νιότη σου να μας την ξεσκεπάσεις, α! τρόμου φωνή θα ’ριχναν και θα ’φευγαν μακριά! Μια δύναμη περιγελάστρα, ή κάποια θεία χάρη, 30 σου κάρφωσεν αλύπητα και χέρια και βουλή, δειλέ, κακογεράματε και οκνέ και μαραζάρη, ω μαύρε, ω νύχτα ανάστερη σε μισερό παιδί! Και δε θα βρεις το θάνατο σαν τον ξωμάχο αργάτη που δούλεψεν ολημερίς, και προς το βράδυ εκεί, 35 ω μαύρε, από τον κάματο, πριν πέσει στο κρεβάτι, κλεφτάτα ένας γλυκόυπνος τα μάτια τού σφαλεί. Εσύ θα βρεις το θάνατο με την ανίδεη φρίκη κάποιου σε κρίμα που έπεσε κρυφό και καρτερεί ώρα την ώρα το σκληρό φανέρωμα, τη δίκη, 40 την καταδίκη, το άτιμο σκοινί του σταυρωτή.

Ω μαύρε, καν ας ήτανε στο ψυχομαχητό σου της Μοίρας να ξανάστραφτε μπροστά σου η αγκαλιά που αγκάλιασε και βλόγησεν αγνά τον ερχομό σου με τα φωτοπερίχυτα μεγάλα ριζικά. 45 Ας ήταν να της έδειχνες το θλιβερό ξεσκίδι από τον ουρανόφεγγο τον πέπλο τον ιερό, ας ήταν να της έλεγες: Γιά κοίτα! στο σκοτίδι κάτι χαράζει, κάποια αυγή, και τη σφιχτοκρατώ. Ω μαύρε, ας ήταν κι οι ήρωες, ας ήταν κι οι πορφύρες, 50 και τα φωτοπερίχυτα μεγάλα ριζικά, κι όσα στην άδεια σου ζωή δε γνώρισες, δεν πήρες, να φέξουνε της δύσης σου σαν άστρα μακρινά!