Αμαρτωλέ, η μητέρα σου δε σου ’δωκε το γάλα
που κάνει ρόδα μάγουλα και κάστρα λεβεντιές.
Κρίμα το κάθε βύζασμα κι αρρώστια η κάθε στάλα,
μέσα σου αρχαίες ξαναζείς πανάθλιες ζωές.
5 Κακίες προγόνων άγνωρων, και ορμές θηρίων πατέρων,
τριγυριστάδες αιώνιοι, πριν υψωθούν στο φως,
και γίνουν σα γλυκόγελα και σα γαλάζια αιθέρων,
κονέψανε στα σπλάχνα σου, βασανιστάδων λαός.
Όμως μια μέρα σού έδωκεν, αμαρτωλέ, η μητέρα
10 το τίμιο τ’ άγιο κόνισμα και το θαυματουργό
για να το πας προσκύνημα της εκκλησιάς που πέρα
γιορτάζει, φέγγει ολάνοιχτη, γιομάτη από λαό.
Και τράβηξες· και φύλαγε στο δρόμο να περάσεις
η πόρνη η γλυκοαίματη, και πήρε σου το νου,
15 κι ανοίγοντας τα χέρια σου για να την αγκαλιάσεις
έριξες τ’ άγιο κόνισμα στα σάπια του αυλακιού.
Κι άρχισε αμέσως άρχισε, κι άρχισε το σαράκι,
κι έρμος εκεί σωριάζεσαι και τρέμεις και βογκάς
νεκρότερος κι από νεκρό που τονε τρώει κοράκι,
20 κι αναγαλλιάζει κατά σε κλιτός ο Σατανάς.
Το βλέπεις· και αγωνίζεσαι κακόσορτον αγώνα,
τα χέρια απλώνεις, άρρωστε, στα σάπια του αυλακιού,
και αποκοτάς παράκληση στη μολεμένη εικόνα,
και η δίψα πάντα καίγει σε του ακάθαρτου φιλιού.
|