Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!
Κι ο ψαράς μελαψός, και μελαψή και η χώρα
από την άρμη, απ’ τη νοτιά κι από τον ήλιο,
και γύρω στο λαιμό της μελαψής τής χώρας
5 σαν κύκλοι κοραλλένιοι τα γαρούφαλα είναι.
Γαρούφαλα των κήπων και των παραθύρων,
γαρούφαλα σα στέμματα και σαν αστέρια,
δώρα κάθε χεριού, καμάρια κάθε στήθους,
ω εσείς, που αραδαριά στα σκαλοπάτια ώς πέρα
10 το πέρασμα μυρώνετε του κάθε ανθρώπου,
και κάποτε το φόρεμα σας συνεπαίρνει,
σαν αγέρι, της νιας που ανεβοκατεβαίνει·
γαρούφαλα μεστά, γαρούφαλ’ άπλερα, άνθια
που δε λιγώνετε καθώς τα ρόδα, και, όπως
15 τα γιούλια, δε δροσολογάτε και τη σάρκα
και την ψυχή, και κρύβετε στην ευωδιά σας
κάτι απ’ της λιμνοθάλασσας τ’ αψύ το χνότο,
κι όταν είστε χλωμά σα λιγοθυμισμένες
παρθένες, κι όταν μια φωτιά κοσμοχαλάστρα
20 τα φύλλα σας φλογίζει, δίχως να τα καίει.
Γαρούφαλα, που πότε δείχνετε τη γύμνια
του κορμιού του παιδιάτικου φρεσκολουσμένου,
πότε τα παρδαλά νάνων τρελών στολίδια,
και πότε την πορφύρα των αυτοκρατόρων,
25 όλη η μεθύστρα η μουσική της κοκκινάδας
σαν απ’ ορχήστρα πολυόργανη βγαλμένη,
σκορπιέται από τα σπλάχνα σας και δε σωπαίνει,
και για τα μάτια μου αρμονίες όλο και παίζει.
Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!
|