Μέσα εδώ την ψυχή κάποιου νεκρού αναπνέω,
και είν’ ο νεκρός ξανθός, αγένειο παλικάρι,
και φέγγος νέο ξανθό σαλεύει και στο σπίτι,
και φεύγουν μέρες και στιγμές, καιροί και χρόνια,
5 και είν’ η ψυχή του ενός νεκρού σ’ αυτό το σπίτι
σαν την πικρή γαλήνη γύρω στο καράβι
που δρόμους λαχταρεί κι ονειρεύεται μπόρες.
Και είναι τα πρόσωπα όλων πρόσωπα αχνισμένα
σαν από νεκροκέρια, και τα μάτια είν’ όλων
10 μάτια σε φέρετρο ίσα απάνου στυλωμένα,
και σιγοτρέμουν πικροστάζοντας τα χείλη
τη φαρμακίλα του ασπασμού του τελευταίου.
Σάμπως για προσευχή να υψώνονται τα χέρια,
και τα πόδια πηγαίνουν σα να συνοδεύουν
15 ένα νεκρό· κι η γύμνια η κάτασπρη των τοίχων,
και ο πλούτος ο κατάμαυρος των φορεμάτων,
μια μουσική από χωριστά λαλούμενα είναι.
Και τα παιδιά αλαφροπατούν, σα να μη θέλουν
να ταράξουν τον ύπνο ενός νεκρού, και οι γέροι
20 πάντα σκυμμένοι σα στην άκρη κάποιου λάκκου,
στους ώμους των παρθένων ακουμπούν, και κείνες
Μοίρες καλοπροαίρετες παρηγορήτρες,
και οι νέοι σ’ ατέλειωτα διαβάσματα ζητούνε
το λησμοβότανο από τα χέρια της Σοφίας.
25 Και στα πορτοπαράθυρα τα σφαλισμένα
της γάστρας τ’ άνθη σα νεκροστολίσματα είναι,
κι η αχτίδα που γλιστράει από τη χαραμάδα
Ψυχοσαββάτου γίνεται κερί εδώ μέσα,
και το καντήλι στην εικόνα τρεμοσβήνει,
30 κι είναι σα χαροπάλεμα το τρίξιμό του,
και κάπου κάπου πλουμισμένη πεταλούδα
ξεπέφτοντας εδώ, στη σάρκα ανάερα δείχνει
το χαίρε της ψυχής που μάγεψε το σπίτι…
Αλλά και πώς τον αγαπάει, πώς τονε θέλει
35 τον πεθαμένο, το ξανθό το παλικάρι,
το δικό του νεκρό, το νεκρόχαρο σπίτι!
Και πλανεύοντας, πάντα για να τον κρατάει
πάντα μέσα αμετάνιωτο το ακριβό του,
μπόρεσε κι άλλαξε, έγινε από σπίτι, μνήμα.
|