Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Απόκρυφον Ευαγγέλιον

Ήταν απάνου στο Όρος των Ελαιών δύο μεγάλα κέδρα· πολύν καιρόν η ενθύμησή τους απόμεινε στους σκορπισμένους Εβραίους. Τους κλάδους τους είχαν καταφυγή σύννεφ’ από περιστέρια.
Ρενάν (Βίος Ιησού)

Στα χρόνια εκείνα δούλευεν η γη σκιαχτά τη Ρώμη, Θεό δεν ένιωθε η καρδιά κι ο νους δεν είχε γνώμη, κι ανάμεσα σε δυο καιρούς, μ’ έναν καημό μεγάλο, στον ένα τον αγέννητο και στο νεκρό τον άλλο, 5 ο άνθρωπος παράδερνε. Στον κόσμο ήταν χυμένη μια σιωπή βαθύτατη, σαν όταν περιμένει κανείς ν’ ακούσει ένα τρανό μυστήριο, και του λείπει φωνή, πνοή, και μονάχα μιλεί το καρδιοχτύπι· και μόνο μούγκριζαν στ’ αφτιά του κόσμου που εβουβάθη 10 τα κρίματα του Καίσαρος απ’ της Καπρέας τα βάθη. Σαν αποπαίδι τ’ ουρανού είχεν η γη απομείνει… Στα χρόνια εκείνα απλώνοταν θλιμμένη η Παλαιστίνη, θρηνολογώντας του Ισραήλ τη δόξα την αρχαία· όμως η φύση ολόγυρα γελούσε· η Γαλιλαία 15 άνθιζε μοσχοβολιστή και καταπράσινη όλη, κι ο κάμπος της Γενησαρέτ, δροσάτο περιβόλι, και μέσα στ’ άνθη της ροδιάς και στης μηλιάς τα κλώνια, μαζί με τους κορυδαλλούς, μαζί με τα τρυγόνια, γλυκά, σαν όλα, και ήμερα πετούσαν —έτσι εδόθη— 20 από τα βάθη της ψυχής τα ονείρατα και οι πόθοι. Στον Ιορδάνη εβλέποταν η Βηθανία, και πέρα τα μύρα της Ιεριχώς μεθούσαν τον αέρα. Τις λίμνες βαθυγάλανες, τις πλούσιες πεδιάδες, τ’ άγια βουνά χρυσόλουζαν του ήλιου οι λαμπυράδες, 25 κι όταν τα μάτια πύρινο το Κάρμηλο κοιτούσαν, «Εκείθε ο ήλιος διάβηκεν ή ο Ηλίας;» ρωτούσαν.

Και τότε στην Ιερουσαλήμ, στων προφητών τη χώρα, γυμνή κι απ’ τον Ασσύριο κι από τα νικηφόρα όπλα της Ρώμης έρημη κι από των Μακεδόνων 30 τα τρόπαια κι απ’ τη γάγγραινα φθαρμένη των αιώνων,— μακριά κι από τα στόματα των Φαρισαίων, χώρια κι από του πλήθους τη βοή, σε μια μεριά πανώρια ύψωνε τ’ Όρος των Ελαιών τα φωτισμένα πλάγια, σπαρμένα ελιές και φοινικιές, γεμάτ’ ανθούς και βάγια, 35 κατάκορφα στεφανωτό με Κέδρο ριζωμένο κατάβαθα, θεόρατο και μυριοφυλλιασμένο. Το κέδρο ολόρθο χώριζεν από τα δέντρα τ’ άλλα και φάνταζε μπροστά σ’ αυτά σα μιαν ουράνια σκάλα που φαίνεται το τέλος της και χάνεται η κορφή της· 40 κι ακόμα φάνταζε μπροστά σ’ εκείνα σαν προφήτης έτοιμος του Θεού να ειπεί τη γνώμη ή την κατάρα στο πλήθος που τον καρτερεί τριγύρω με λαχτάρα. Με τα ολόισα του κλαδιά, τα ολόπυκνά του φύλλα γύρω του μεγαλείου του σκορπούσε τη μαυρίλα 45 κι ήταν σαν κόσμος άσειστος κι άγνωστος που δεν ξέρει κανείς τί κρύβει μέσα του. Γλυκόπνεε τ’ αέρι και γύρω και παράμερα τ’ άλλα δεντρά κινούσαν και λύγιζαν τους κλάδους τους σα να το προσκυνούσαν το κέδρο. Απάνου στα κλαδιά, μέσα στην αγκαλιά του, 50 στον ίσκιο του και στη δροσιά και στη μοσχοβολιά του —τα χρόνια εκείνα— φώλιαζαν χιλιάδες περιστέρια. Κι απάνω εκεί, μέρες, αυγές, νυχτιές και μεσημέρια γοργοπερνώντας, τα ’βλεπαν γλυκοζευγαρωμένα, και χύνονταν μουρμουρητά, παράπονα πνιγμένα, 55 κι από τη ρίζα ώς την κορφή, κορμός, κλωνάρια, φύλλα αναταράζονταν από κρυφήν ανατριχίλα. Και με την πρώτη χαραυγή, με τα υστερνά τ’ αστέρια καθώς ξυπνούσαν τ’ άδολα του κέδρου περιστέρια και χαιρετούσαν τη ζωή και τ’ άστρο της ημέρας, 60 πάλι το κέδρο φάνταζε σα δίκαιος και πατέρας και βγαίναν απ’ τα βάθη του, πετούσαν άνω κάτου γύρω του εκείνα, τέκνα του μαζί και ονείρατά του. Μια μέρα μόνος πρόβαλε στ’ Όρος εκεί κι εστάθη, έξω απ’ του κόσμου τις χαρές κι απ’ των κακών τα πάθη 65 από μιαν άγνωστη ομορφιά, ξένη της γης, ωραίος, κι εκεί στου κέδρου ακούμπησε τη ρίζα ο Ναζωραίος. Και με το πρώτο πάτημα και με το ανάβλεμμά του, το χόρτο στα ποδάρια του, τα δέντρα ολόγυρά του, το κέδρο, των ροδόλευκων περιστεριών τα πλήθη, 70 και η φύση και η φτερουγιστή και η ριζωμένη, ελύθη, σείστηκε και λυγίστηκε· και οι φοινικιές που οι λάβρες τις τρέφουν, κι οι τριανταφυλλιές που μόσχους κλέβουν οι αύρες, κι οι μεστωμένες οι συκιές, κι οι ελιές οι καρποφόρες, του Όρους πλούτη, συντροφιές του κέδρου, του ήλιου κόρες, 75 και δέντρα και χαμόδεντρα και βότανα και βάτα, σκόρπισαν απ’ τα φύλλα τους κι απ’ τ’ άνθη τα δροσάτα, κι από τις ρίζες τους βαθιά, μιαν άφραστη θυσία, ένα τρανό υμνολόγημα στα πόδια του Μεσσία.

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

«Ξένε, ποιός είσαι, που χωρίς καμώματα και μάγια 80 μαγεύεις; Κοίτα! όπου πατάς άχραντα βγαίνουν βάγια! Δεν κρύβεσαι, ας πορεύεσαι φτωχά, ταπεινωμένα· τίνος αγγέλου είσαι καρπός, τίνος Θεού είσαι γέννα; Σε βλέπει, και τη δόξα σου, Μεσσία, ποιός δεν κηρύττει; Γιατί σκορπάς τη μυστικήν αυγή του αποσπερίτη; 85 Γιατί καθείς που Σ’ απαντάει ξεχνάει τη γη, και θέλει να σέρνεται απ’ τα χείλη Σου που στάζουν θείο το μέλι; Δε φοβερίζει ο λόγος Σου, μηδέ η ματιά Σου καίει· πώς τρέμουν έτσι αγνάντια Σου κι οι άγριοι Σαδδουκαίοι; Πώς αδασκάλευτος Εσύ, κι έχεις για πάντα γνώση, 90 της γης μυστήρια, τ’ ουρανού μυστήρια τα ’χεις νιώσει κι αθάνατο τα λόγια Σου και τα καμώματά Σου Σε μολογούν, κι εμάς αφρούς διαβατικούς μπροστά Σου; Αλήθεια μ’ ένα λόγο Σου πώς το κακό γιατρεύεις κι ακόμα κι απ’ το θάνατο πας και νεκρούς γυρεύεις; 95 Οι λίμνες της Γενησαρέτ και της Τιβεριάδας, τα ρόδα του Γεθσημανί, τα κρίνα της κοιλάδας Σε ξέρουν· είσαι των παιδιών χαμόγελο, και ακτίνα των γυναικών· τα χέρια Σου, δυο θαύματα κι εκείνα, όταν τ’ ανοίγεις απλωτά, θαρρεί κανείς την πλάση 100 ολόκληρην η αγκάλη Σου πως θέλει ν’ αγκαλιάσει. Στο βασιλέα ο Κύριος με τέτοιο δεν εφάνη στην κορυφή του Γαβαών αχτινωτό στεφάνι σαν το δικό Σου· του Θαβώρ τ’ αρμονικά τα ύψη δεν έχουν του μετώπου Σου το μεγαλείο· ποιά θλίψη 105 δάκρυ του φεγγοβόλου Σου ματιού φέρνει την άκρη; Απ’ του Σαβά τους θησαυρούς πιο τίμιο τέτοιο δάκρυ! Κι εμπρός Σου χαμηλώνεται, και φτωχική απομένει του Σολομώντα κι η εκκλησιά η φεγγοβολισμένη!»

Κι η φύση κι η φτερουγιαστή κι η ριζωμένη, ελύθη, σείστηκε και λυγίστηκε. 110 Και των πουλιών τα πλήθη, τα περιστέρια, ολόλευκα και μυστικά και θεία, τραγούδησαν προφητικά τη δόξα του Μεσσία!

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

«Τα περιστέρια είμαστ’ εμείς τ’ αγνά και τα παρθένα· σαν τα λευκά φτερά μας, 115 αθώα κι η ζωή μας τρέχει· μας βλέπει κάθε τόπος ταιριασμένα, της οικουμένης ο λευκός, ο κίτρινος, ο αράπης και κάθε ανθρώπινη ζωή μάς έχει σημάδι πίστης, δώρο αγάπης· 120 και κάθε θεός, Ιεχωβάς, Έρωτας, Δίας και Βράμας, σ’ Ανατολή κάθε θεός και Δύση αγγέλους του μας έχει διορίσει να φέρνουμ’ εδώ κάτου τ’ αθάνατα μηνύματά του, 125 χαράς και ειρήνης πάντοτε μηνύματα και ελέους. Σε χρόνους παναρχαίους στο δέντρο εμείς φωλιάσαμε του Δωδωναίου Διός, κι έστελν’ εμάς χρησμούς του ένας θεός· τ’ αμάξι σύραμε της Αφροδίτης 130 και το φτερό το πλάνο πολλές φορές διπλώσαμε στον Παρθενώνα επάνω· κι εκεί που λάμπει ο αποσπερίτης με το δικό μας τ’ όνομα γιγάντια δέκα αστέρια κατρακυλούν, φεγγόβολα του χάους περιστέρια!

135 Αλλά ποτέ δεν έφεξε στα πάναγνα φτερά μας τόσο μεγάλ’ η χάρη μας, τόσο βαθιά η χαρά μας, σαν τώρα που Σε βλέπουμε… Κι είναι γραφτό μια μέρα Θεός να θρονιαστείς και Συ στον έβδομον αιθέρα, κι εμείς μες στην εφτάθρονη μεγάλη Σου Εκκλησία, 140 λευκόφτεροι άγγελοι, ιερά σημάδια Σου, Μεσσία, και να γενεί ο παράδεισος, που τάζεις εις αιώνας, με των δικαίων τα πνεύματα, φωτός περιστεριώνας!

Εκεί που τρέχουν τα νερά του Ευφράτη, στη Βαβυλώνα την αμαρτωλή, 145 ανθούν οι κήποι οι κρεμαστοί, παράδεισοι γεμάτοι από αιώνια βλάστηση κι από φεγγοβολή.

Θαύμα του κόσμου, στην καλήν Ιωνία, που το ’ριξεν από ψηλά του κόσμου ένας θεός, υψώνεται, μαρμάρινη αρμονία, 150 της Εφεσίας Αρτέμιδος ο απίστευτος ναός.

Η χώρα που τη γέννησεν απ’ τα θαλάσσια βάθη μ’ ένα του νεύμα ο Ήλιος ο χρυσός, σείστηκε, όταν επάνω της εστάθη αμέτρητος της Ρόδου ο κολοσσός.

155 Οι πυραμίδες θάμπωμα σκορπάνε στα μάτια εμπρός, χιλιόχρωμα χίλιων γιγάντων χτίσματα, το Χρόνο τον καταφρονάν και πάνε στον ουρανό της γης τα χαιρετίσματα.

Της Ολυμπίας οι φημισμένοι κάμποι 160 στον χρυσελεφαντένιο τους το Δία σταίνουν μιαν άξιαν εκκλησία που λάμπει από το νου του Λίβωνα μαζί και του Φειδία.

Αστέρι αγάπης, κήρυγμα της πιο πιστής θυσίας, ξανοίγετ’ από μακριά, φέγγει σε φως και σκότη 165 το Μαυσωλείο της Αρτεμισίας στο θαλασσοδαρμένο ταξιδιώτη.

Ο Σολομώντας τη λατρεία παντού του Ιεχωβά μ’ ένα ναό χαλκόχρυσο ξαπλώνει, στις λωτοστόλιστες μπροστά κολόνες του βουβά 170 μένουν με τ’ άγια Χερουβείμ, θαμπώνονται και οι Θρόνοι.

Αλλ’ απ’ του κόσμου τ’ άφθαρτα θαύματ’ αυτά κανένα δεν είναι πιο γιγάντιο, δε λάμπει σαν Εσένα, Κέδρο της Ιερουσαλήμ, δέντρο αγιασμένου τόπου, που ίσκιωσες και που ανάπαψες, δέντρο, τον Υιό του ανθρώπου, 175 Υιός του ανθρώπου σήμερα, κι αύριο Θεός, Θεός νέος, ο πιο γλυκός γλυκός Θεός, αν όχι ο τελευταίος!»

Κι από μιαν άγνωστη ομορφιά, ξένη του κόσμου, ωραίος, κάτου απ’ του κέδρου απόμενε τη σκέπη ο Ναζωραίος, και φαίνοταν πως τίποτε δεν άκουγε κι απ’ όσα 180 σκορπούσε η φύση γύρω του με μαγεμένη γλώσσα. Γιατί άλλη γλώσσαν άκουγε κι ήταν αυτή του Υψίστου· του Υψίστου που τον ένιωθε στα βάθη της ψυχής του!