Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Έν άνθος

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο τον ιερό έν άνθος φύτρωσε μονάχο χλωρό χλωρό.

5 Έν άνθος όμοιο με ανεμώνη περαστική, αθώρητο σ’ όποιον σιμώνει στα ύψη εκεί.

Τα μάτια ανοίγοντ’ εκεί πέρα 10 καθώς βρεθούν, και με τον ξάστερον αιθέρα σμίγουν, μεθούν.

Εκεί θαμπώνουνε τα μάτια σκόρπια μπροστά 15 καμένα λείψανα, κομμάτια λαχταριστά.

Κι η φαντασία αμέσως βλέπει η μαγική γυμνή και δίχως καμιά σκέπη 20 απάνου εκεί

την Ομορφιά, που τρισμεγάλη, παντοτινή, μέσ’ απ’ το μάρμαρο προβάλλει και δεν πονεί.

25 Και κάθεται σε δόξας θρόνο, και δε γελά, δεν κλαίει και δεν πλανά, και μόνο φεγγοβολά!

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο 30 τον ιερό ξανοίγω τ’ άνθος το μονάχο και το ρωτώ:

—Άνθος, που μοιάζεις με ανεμώνη περαστική, 35 ποιά μοίρα σ’ έριξε εδώ, μόνη και φτωχική;

Εδώ από τ’ άστρα η Τέχνη φτάνει, και λάμπει η γη, κι έπλασε η Φύση εσέ βοτάνι 40 για μιαν αυγή.

Εδώ δεν έρχεται η παρθένα η γελαστή για να σε κόψει και μ’ εσένα να στολιστεί.

45 Εδώ μ’ ευλάβεια και το αγέρι μόλις φυσά· ποτέ σ’ εσέ δεν έχει φέρει λόγια χρυσά,

γλυκά φιλιά από τα ταιράκια 50 κι από Ομορφιές· δεν έχεις άλλα λουλουδάκια για συντροφιές.

Ο Παρθενώνας με φεγγάρι τη νύχτα εδώ 55 νικάει στη δόξα και στη χάρη τον ουρανό.

Κι οι έξι αλύγιστες Παρθένες στέκουν κι αυτές λαμπρόστηθες και λαβωμένες 60 και λατρευτές.

Κι αγάλματα, πέτρες, κολόνες χωρίς χαρά σκόρπια τα βλέπουν οι αιώνες και παγερά.

65 Σμίγουν εδώ θεοί και χρόνοι παλιοί, χρυσοί. Εδώ φτωχή, κρυφή ανεμώνη, τί θες εσύ;—

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο 70 δειλά δειλά με βλέπει τ’ άνθος το μονάχο και μου μιλά

—Εγώ είμαι τ’ άνθος το παρθένο και το κρυφό· 75 από τον κόσμο μακρυσμένο το φως ρουφώ.

Κι ανθώ και χαίρομαι τα κάλλη που έχ’ η ζωή μακριά απ’ τα πλήθη κι απ’ τη ζάλη 80 κι απ’ τη βοή.

Κι από του κάμπου τ’ άνθη τ’ άλλα στέκω μακριά, δειλό, λιγόζωο, μια στάλα, μες στη σκιά.

85 Μες στη σκιά που ρίχνει εμπρός μου μια πέτρα απλή ξεχνώ την ψεύτικη του κόσμου φεγγοβολή.

Κι αγνώριστο, κι αχνό, μια στάλα,— 90 ζω ταιριαστά με τα λαμπρά, με τα μεγάλα, με τ’ ακουστά.

Γιατί στον κόσμο είναι ζευγάρι χαρά του νου 95 και η δόξα του τρανού κι η χάρη του ταπεινού.

Γιατί στον κόσμο —άκου και τ’ άλλο— και στον καιρό δεν είναι τίποτε μεγάλο, 100 ούτε μικρό.

Γιατί σαν τ’ άστρο φως αφήνει και το ξανθό τ’ άνθος, γιατί και τ’ άστρο σβήνει σαν τον ανθό.

105 Κι ο Παρθενώνας φεγγοβόλος που εδώ θωρώ ερείπιον είναι, ερείπιον όλος λυπητερό.

Ενώ σ’ εμένα φτωχά νιάτα, 110 διαβατικά, όλα είν’ απείραχτα, δροσάτα, κι αρμονικά.

Εγώ είμαι τ’ άνθος που κρυμμένο, τρεμουλιαστό, 115 με δροσοδάκρυα ραντισμένο και γελαστό,

μέσα στα κάλλη, στη γαλήνη τη ζωντανή που η Τέχνη απλώνει και που αφήνει 120 παντοτινή,

σκορπίζω μιαν ανατριχίλα, μια νέα ζωή, σα μου χαϊδεύει τ’ αχνά φύλλα αύρας πνοή.

125 Και τα λιθάρια τ’ ακουσμένα και τα παλιά νομίζεις παίρνουν κι από μένα φεγγοβολιά.

Και κοίτα! καθεμιά Καρυάτις 130 που καρτερεί και στέκει με την ομορφιά της τη λαμπερή

και τίποτε δεν έχει πλάνο κι ανθρωπινό, 135 μου φανερώνει, πριν πεθάνω, τον ουρανό.

Και κοίτα! καθεμιά Καρυάτις γλυκά γλυκά θαρρώ με βλέπει στα όνειρά της 140 τα μυστικά.

Εδώ στη δόξα των αιώνων, στο φως του νου, που στέκει η Ομορφιά σε θρόνον, άστρο ουρανού,

145 εδώ στην έρμη αθανασία, είμαι η καρδιά, η νιότ’ η αγάπη κι η θυσία, και η μυρουδιά

κάποιας παράδεισος· μαζί σου 150 με δένει τί; τί άλλο ακόμα;— Είμαι η ψυχή σου, Ποιητή!