Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Η Αρμονία
Βαθιά κατάβαθα στον ουρανό, κει που δε φτάνει μάτι ανθρωπινό, η Αρμονία με τα λευκά της χέρια στον ίσιο δρόμο συγκρατεί τ’ αστέρια 5 που κάτου από τα πόδια της κυλούν και υμνολογώντας τη φεγγοβολούν. Μια μέρα προς του Ολύμπου την κορφή, αγνή του πλάνου του Έρωτα αδερφή, χαμήλωσ’ η Αρμονία και κατέβη· 10 η θεία ματιά της τί γοργογυρεύει; Τη βλέπει η Γη, στη χάρη της μπροστά γελάει με μύρια ρόδα ταιριαστά. Κάμπους και κορφοβούνια λαμπερά και χώρες ακουστές, που μια φορά 15 με τη δική τους γνώμη κυβερνούσε και τους θεούς πανώριους τούς γεννούσε κι άπλωνε τη γαλήνη τ’ ουρανού στον κόσμο και στα πλάσματα του νου. Αυτά γυρεύει· γέρνει αραδαριά 20 σε καθεμιάν ελληνική μεριά που τ’ άνθος της ζωής με την δροσιά των τα ράντιζε ο λαός των Αθανάτων σε θέατρα και αγώνες και γιορτές, και λέει, και μέρες κράζει ευλογητές: 25 «Ήταν καιρός, αξέχαστος καιρός, που το σεμνό Ομορφόπαιδο, ο Χορός, κι η Μουσική με κάλλη ονειρεμένα, κι η Ποίηση αστροστεφάνωτη παρθένα, είχαν, αγνοί απ’ τα σπλάχνα μου καρποί, 30 μιαν όψη, μια φωνή, μια προκοπή. Κάτου απ’ τη σκέπη μου τη μητρική και Ποίηση και Χορός και Μουσική, τρίδιπλ’ αδέρφια σφιχταγκαλιασμένα, σκορπούσαν ένα φως, όνειρον ένα, 35 και στους βωμούς τριγύρω των θεών ένας μαγνήτης ήταν των λαών. Η μια με λόγου χάρη φτερωτή αλήθεια κι ομορφάδα κι αρετή δοξολογούσε· κι η άλλη με τους ήχους 40 έκανε αηδόνια ουράνια τους στίχους, και με γοργόφτερο κορμί ο Χορός έφερνε και τις δυο στα μάτια εμπρός. Νησιά του Αιγαίου, ψάλτριες, ευωδιές, της Αρκαδίας ειδύλλια, λαγκαδιές, 45 μάρμαρα του ναού, του βωμού κρίνα, Σπάρτη του Αλκμάνος και του Αισχύλου Αθήνα, ανοιχτόκαρδου κόσμου, ζωής χρυσής λατρείες, τη δόξα μου πέστε τη εσείς! Ω σπλάχνα μου! ήρθαν χρόνια θλιβερά 50 κι ανήσυχα σας φύτρωσαν φτερά κι αλλού ψηλά πετάξατε καθένα, σα να σας ξέσυρε βοριάς, οϊμένα! Κι από καιρούς με κάλλη χωριστά φαντάζετε στον άνθρωπο μπροστά. 55 Κι αν μεγαλώσατε σοφά, γοργά, τη φήμη σας η γη αν ηχολογά, κι αν ήβρατ’ άλλους κόσμους, γλώσσαν άλλη, το ’χω καημό που δε σας νιώθω πάλι —Ποίηση εσύ, ω Χορός, ω Μουσική,— 60 κάτου από τη σκέπη μου τη μητρική. Σαν όνειρο στα μάτια μου μπροστά φανείτε πάλι σφιχταγκαλιαστά με κάλλη ανόθευτα παλικαρίσια, στων μυστηρίων τα ιερά μεθύσια, 65 στους κάμπους έξω, μέσα στους ναούς, μαγεύτε πάλι ανθρώπους και θεούς. Φέρτε μου πάλι εμπρός το Σοφοκλή της νίκης το χορό ν’ ανοιγοκλεί, και στα φτερά σας νικητή του Χάρου, 70 Ω! φέρτε μου έναν ύμνο του Πινδάρου, τον ίσκιο του όχι μέσα στο χαρτί, φέρτε τον ίδιο σε Θηβαία γιορτή!» Είπε, κι ολόψηλα στον ουρανό κει που δε φτάνει μάτι ανθρωπινό 75 η Αρμονία με τα λευκά της χέρια ανέβη και θρονιάστη εκεί… Τ’ αστέρια κάτου απ’ τα πόδια της γοργοκυλούν και υμνολογώντας τη φεγγοβολούν. |