Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο βασιλιάς Σισμάνης

Α΄

Η άγρια γέννα του Οσμάν χιμάει απ’ την Ασία ό,τι βρεθεί στο δρόμο της να πνίξει, ν’ αφανίσει, και πέφτει πρώτ’ η Ανατολή στα νύχια της θυσία, και κινδυνεύ’ η Δύση.

5 Μονάχα της σημαίας των φωτίζει το φεγγάρι αιματοβούτηχτο τη γη· τρομακτικές ακρίδες, τα έθνη αφανίζουνε ατλήδες γενιτσάροι, Δερβίσηδες, Σπαχήδες.

Μα μέσα στον αφανισμό ρηγάδες απ’ τους πρώτους 10 βρεθήκαν να τροχίσουνε την κοφτερή λεπίδα και να πετάξουν τη ζωή, το στέμμα και το βιο τους, για πίστη και πατρίδα.

Των Τούρκων την ακράτητη ορμή δεν την ψηφάνε, στης δόξης θέλουν να γραφούν τ’ αθάνατο δεφτέρι, 15 στέκουν, χτυπούν, και πέφτουνε —ευλογημένοι να ’ναι— με το σπαθί στο χέρι.

Εφάνηκε ο Σουλτάν Μουράτ, και με το στράτευμά του το βασιλιά το Λάζαρο να πολεμήσει πάει, τον σμίγει μες στο ξακουστό Κοσυφοπέδι κάτου, 20 κι ο πόλεμος ξεσπάει.

Οι Σέρβοι πολεμούν γερά, παλικαριά γεμάτοι, όμως δειλιάζουν μερικοί, κακή ψευτιά τους τρώει, νικιέται, πέφτει ο Λάζαρος, μα σβήνει το Μουράτη η σπάθα του Μηλόη.

25 Απέξω απ’ της Νικόπολης το κάστρο μυριάδες Φράγκοι, Ουγγαρέζοι, Βαυαροί, που ο κόσμος τούς κηρύττει ανίκητους στον πόλεμο, ιππόται, βασιλιάδες, χτυπούν το Βαγιαζίτη.

Και ο Σουλτάνος Κεραυνός κεραυνωμένος μένει 30 απ’ τη φθορά κι απ’ τη σφαγή που άτρομα σκορπάνε· μα τον βοηθά η προδοσιά, και οι αντρειωμένοι χάνονται, πέφτουν, πάνε.

Και από τότε η Τουρκιά θεριεύει, πλημμυρίζει, κι ο Μωχαμέτ που η κόλασις για μας τον έχει βγάλει 35 μια μέρα τη βασίλισσα της Θράκης φοβερίζει, την Πόλη τη μεγάλη.

Θεός το θέλησε, και νά· στα τείχη της μπασμένος… Απ’ άκρη σ’ άκρη ακούεται παράπονο και θρήνος, μα πολεμάει βασιλικά και τίμια με το Γένος 40 πεθαίνει ο Κωνσταντίνος.

Β΄

Χίλια τρακόσια ογδόντα οχτώ! σωστά σ’ αυτόν το χρόνο πατούνε και της Βουλγαριάς το χώμα οι Μουσουλμάνοι. Κρατά το σκήπτρο τ’ ακριβό στης Βουλγαριάς το θρόνο το χέρι του Σισμάνη.

45 Στερνό του Έθνους βασιλιά τον όρισεν η τύχη, αλλά γελάστηκε ο Θεός όπου τον έκαμ’ άντρα… Και κλειέται στης Νικόπολης ο βασιλιάς τα τείχη εκεί κατά το Γιάντρα.

Περίσσια έχει άρματα, ψωμί, νερό, ασκέρι, 50 και γύρω συμβουλάτορες Βογιάρους τιμημένους· ξέρει την πόλη άπαρτη, και τους εχθρούς τούς ξέρει περίσσια δειλιασμένους.

Του κάστρου η πύλη μιαν αυγή πέρα και πέρ’ ανοίγει. Βαρέθηκε το κλείσιμο; θα βγει να πολεμήσει; 55 θα πάει το θάνατο να βρει; θα δοξασθεί; θα φύγει; εσίμωσεν η κρίση;

Μα ο Σισμάνης ξέσκεπος, ξαρματωμένος βγαίνει, τονε τυλίγει σάβανο… χλωμός σαν αγιοκέρι με τους Βογιάρους του μαζί πεζός, σκυφτός πηγαίνει 60 στων Τούρκων το λημέρι.

Και νά ο Μουράτ ξεπρόβαλε εις τ’ άλογό του απάνου, τον τριγυρνούν ιμάμηδες και βέηδες και πασάδες που δεν τολμούν το πρόσωπο να ιδούνε του Σουλτάνου και κάνουν τεμενάδες!

65 Και ο Σισμάνης; προύμυτα, μόλις τον είδε, πέφτει, φιλεί τη γη οπού πατεί το άτι του και κλαίει! «Συγχώρα μ’ όπως συγχωρεί ο κύριος τον κλέφτη, ήμαρτον Κύριε!» λέει.

«Για να σε προσκυνήσουνε κι οι δούλοι σου οι Βογιάροι 70 μαζί μου ήλθαν· κοίτα μας πώς τρέμουμε, πώς κλαίμε. Αντί προφύρα εντάφιο φόρεσα πλια σουδάρι… Σουλτάν’, ελέησέ με!»

Τον ελυπήθη ο Μουράτ, κι ήβρε ο ανάξιος χάρη! Μα καταλύθ’ η Βουλγαριά εκείνη την ημέρα, 75 και πρώτοι, άνθος της τιμής βουλγαρικό, οι Βογιάροι τουρκεύουν πέρα ώς πέρα!

Βογιάροι! μόνο η αρπαγή παλικαριά σάς δίνει, πάντα κινούν τα χέρια σας τα λάφυρα, η ληστεία, δεν είν’ ο πόλεμος για σας στερνή δικαιοσύνη, 80 αλλά στερνή μανία!

Όταν δεν είναι για σφαγή κι αφανισμό ελπίδα, χάνετε τ’ άγριο, την ψυχή, την τόλμη, την ανδρεία· τον ουρανό σας δε φωτούν δυο άστρα: η πατρίδα και η ελευθερία!

1885