Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Πολεμικοί χοροί

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Ασπρίσαν τα μαλλιά μας σε άπραγη ζωή· του τουφεκιού ο βρόντος, της μάχης η βοή μας έρχονταν ώς τώρα καμιά φορά στο νου σαν ήχοι φουσκωμένου πελάγους μακρινού 5 που βρέχει κι αγκαλιάζει πατρίδ’ αγαπημένη που είμαστ’ απ’ αυτήν εξορισμένοι…

Ω! χρόνια που περάσαν! με τί καημό βαθύ αφήσαμ’ απ’ τα χέρια τουφέκι και σπαθί που δούλευαν να κάμουν μια μέρ’ αληθινό 10 το όνειρο του Γένους τ’ ωραίο και τρανό! Μόλις αρχίσαν, μόλις… Μα είπαμε: «Χαρά μας! Θα ’ρθούν να το τελειώσουν τα παιδιά μας».

Και ήρθαν τα παιδιά μας· ανώφελα παιδιά μ’ άλλα κορμιά και γλώσσα και γνώμη και καρδιά. 15 Και τ’ άρματα που εδώσαν σ’ εκείνα ελευθεριά τ’ αφήσαν να σκουριάσουν στην ίδια τη μεριά… Θαμπώνει, σβήνει τ’ άστρο του Γένους, φεύγ’ η ελπίδα, και πλέον δεν εβλέπαμε πατρίδα.

Μα νά που ξεχαράζει έν’ άστρο μυστικό 20 και διώχνει λίγο λίγο του σκότους το κακό, και μέσα στη χλωμή του και λίγη λάμψη αυτή ξανοίγει της πατρίδος η όψ’ η λατρευτή. Χαρά σου, γη της δάφνης και της ελευθερίας! Πάει ο καιρός για μας της εξορίας.

25 Αλίμονο! κι αν πάει, γεροντικά κορμιά, δε φέρνουμε βοήθεια σ’ εσέ, πατρίς, καμιά. Πικρά τα γηρατεία και κρύα και βαριά, γιατ’ έχουν φίδια πόνους και βάσανα θεριά, κι ενώ αγναντεύουν γύρω ζωή και φως και νιότη, 30 βλέπουν εμπρός των μνήματα και σκότη.

Μα είναι βαριά, πικρά είναι και κρύα πιο πολύ την ώρα που η πατρίδα στα όπλα προσκαλεί, και τρέχουν παλικάρια, μεγάλοι και μικροί, ή νικηταί να ’ρθούνε, ή ν’ απλωθούν νεκροί, 35 στον ήλιο λάμπ’ η λόγχη, μπαρούτι ευωδιάζει, κι ο πόλεμος στη χώρα λημεριάζει.

Κι εμείς να μη μπορούμε, γεράματ’ αχαμνά, μ’ εσάς να ματωθούμε σε κάμπους και γκρεμνά! Τουφέκι στα δικά μας τα χέρια μια φορά, 40 ήταν αστροπελέκι και νίκη και φθορά. Και τώρα λόγια μόνο μάς έμειναν στα χείλια! Ω λεβεντιά, ζωή, φωτιά… ω ζήλια!

Αλλ’ αν μας λείπουν χέρια και νιότη και ψυχή, μια είν’ η δύναμίς μας, μια είναι: η ευχή! 45 Χαρά στους νιους που τέτοιο δεχθούνε φυλαχτό! Ναι! μά το Γένος που είναι μες στη σκλαβιά πνιχτό, λεβέντες του πολέμου, καινούριοι Σπαρτιάται, να ’χετε την ευχούλα μας. Χτυπάτε!

Ναι! μά τους Τουρκοφάγους, συντρόφια μας παλιά, 50 που τώρα τους κρατάει του Χάρου η αγκαλιά, αλλ’ όταν το τουφέκι το πρώτο ακουστεί θα πεταχτούν και πάλι στη γη λαχταριστοί, αόρατοι άγγελοί σας εκεί που θα χτυπάτε, να ’χετε την ευχούλα μας. Νικάτε!

ΧΟΡΟΣ ΝΕΩΝ

55 Εμπρός, περήφανα παλικάρια, εμπρός, με τάξη μες σε λεβέντικο να πιαστούμε χορό καθείς, κι η γη ας τρίξει στα βήματά μας και ας βουλιάξει σα να της ήρθε σεισμός βαθύς.

Οι πρόγονοί μας, με των λεβέντηδων τη γαλήνη, 60 πριν απ’ τη μάχη, χόρευαν κι έπαιζαν γελαστοί· θαρρείς το Χάρο δεν τον προσμέναν σα Χάρο εκείνοι, αλλά σαν κόρη λαχταριστή.

Είναι ωραίο να ’χεις για όλα σοφό κεφάλι, η ευτυχία κάθε σου πράξη ν’ ακολουθεί, 65 να είσαι δίκαιος, να σε καίνε καημοί μεγάλοι, και να σκλαβώνεις χωρίς σπαθί.

Ωραία είναι τ’ άστρα, ο λίμνες, τ’ άνθη, τα δάση, ωραίο είναι να αγαπήσεις, ν’ αγαπηθείς, μα είν’ ωραιότερο, από τότε πὄγιν’ η πλάση, 70 για την πατρίδα να σκοτωθείς!

Όλοι δουλεύαμε ξεγνοιασμένοι· μα, συλλογίσου! Μας ήρθε μήνυμ’ απ’ το παλάτι του βασιλιά: «Παιδιά, ελάτε για την πατρίδα μας!» —Την ευχή σου! Σφίξε με, μάνα, στην αγκαλιά!

75 Γεια σας, αδέρφια, γονιοί, σπιτάκια μας με τα τζάκια που στριμωνόμαστε το χειμώνα δυο δυο τρεις τρεις, χίλι’ αγαθά μας, βιβλί’, αμπέλια, σπαρτά, κρασάκια, που μας τα δίνει μόν’ η πατρίς.

Που όταν ντροπιάζεται η πατρίς μας κι όταν μικραίνει, 80 πάνε κι εκείνα, τιμές κι ανάπαψες και καλά, μα όταν νικάει, κι όταν η δόξα την ανασταίνει, κι άλλα σαν κείνα γεννοβολά.

Να είσ’ ακούραστος για τα γλέντια, δεν είναι νιότη, ούτε να χάνεσαι για τα μάτια τα γαλανά, 85 ούτε να έχεις είκοσι χρόνια.— Συ, στρατιώτη, τα νιάτα είσαι τ’ αληθινά!

Τα νιάτα είναι με μια κορόνα μπρος στο κεφάλι, όπλο στο χέρι, τόλμη στα στήθη, στα πόδια ορμή, να υπομένεις κάθε φοβέρα κι ανεμοζάλη, 90 και κάθε βόλι μες στο κορμί!

Τα νιάτα είναι να ξανανιώνεις την ιστορία, τη φήμη ο ίδιος να την εβρίσκεις, να την κρατείς, και για τους στίχους του να γυρεύει αθανασία απ’ τ’ όνομά σου ο ποιητής!

95 Εμπρός! στις φλόγες! εμπρός! ας τρέξει το αίμα βρύση, ώς πέρ’ ανάστασις ή ώς πέρα ξολοθρεμός! Αλί σε όποιον μάς πει σταθείτε! θα τον ρουφήσει ο ολοφούσκωτος ποταμός!

ΧΟΡΟΣ ΜΗΤΕΡΩΝ

Πόσες φορές στην κούνια σας εμείς βυζασταρούδια 100 σας εκοιμίσαμε γλυκά με χάιδια και τραγούδια, μα τώρα εμεγαλώσατε, στ’ αφτιά σας πια δε φτάνει το πρώτο μας το νάνι νάνι.

Εσείς κι αν μεγαλώσατε, για σας ποτέ δε σβήνει της μητρικής λαχτάρας μας, παιδιά μας, το καμίνι, 105 και σαν κοιμάσθ’, η αγάπη μας σιμώνει στο πλευρό σας και γίνεται χρυσό όνειρό σας.

Μα νά η μάνα που σ’ εμάς σας έχει μπιστεμένα, σας κράζει νά! η μεγάλη σας η μάνα ένα ένα, και την ασπίδα σαν παλιά Σπαρτιάτισσα σας δίνει 110 σκέπ’ ή κρεβάτι να σας γίνει.

Κι εμείς ανοίγουμε χορό στο κράξιμο που ακούμε, βάνουμ’ ατσάλι στην καρδιά, οΐμέ! και σας πετούμε μες στου πολέμου το γκρεμό! βλέπουν ακόμα οι μέρες, σαν τις Σουλιώτισσες, μητέρες.

115 Είν’ η δική μας η ζωή ο ίσκιος της δικής σας· όμως δεν πέφτουμε κι εμείς μες στον γκρεμό μαζί σας, γιατί ακόμα ο κόρφος μας σφιχτοκρατεί και τρέφει τ’ αδέρφια σας που είναι βρέφη.

Γιατί τα μεγαλώνουμε με το γλυκό μας γάλα 120 και με της δόξης τον καημό σαν τα παιδιά μας τ’ άλλα, όσο που άξιος θάνατος κι αυτά να μας τα πάρει, πατρίς, για τη δική σου χάρη!

ΧΟΡΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝ

Πού θα μας φύγετ’, αγάπες μας; Αχ! του πολέμου η φωτιά 125 καίει και τρώει τη λεβεντιά! Κι εμάς κι εμάς τις άμοιρες μαύρη μοναξιά θα φάγει και θα κάψουνε οι πάγοι.

Θα μας ξεχάσετ’, αγάπες μας… 130 Παν τα φιλάκια κι οι αγκαλιές τα βράδια στις ακρογιαλιές… Θά ’ρθει ο χειμώνας —άμοιρες!— και θα ’ρθεί το καλοκαίρι να μας έβρουν δίχως ταίρι.

135 Σας καμαρώνουμ’, αγάπες μας! Με τί λεβέντικο κορμί, με τί λεβέντικη ορμή μας φεύγετε! κι οι άμοιρες νιώθουμ’ από σας πατρίδα, 140 παίρνουμ’ από σας ελπίδα.

Ναι! σας προσμένουμ’, αγάπες μας! Να ’ρθείτε πάλι σταυραϊτοί και νικηταί καμαρωτοί και να μας πείτε —άμοιρες!— 145 τ’ είναι του πολέμου η φρίκη και η δόξα και η νίκη.

Θα είστε πιο έμορφοι, αγάπες μας! Και ο λαμπερός σας γυρισμός, έρως, χαρά, και θαυμασμός 150 θα μας πλανούν τις άμοιρες σε μαγευτικά παλάτια με τα δάκρυα στα μάτια.

Όμως, αν γράφτηκε, αγάπες μας, να μη ξαναγυρίστε πλια, 155 θ’ ανοίξει ο Χάρος μια αγκαλιά να μας δεχθεί τις άμοιρες… Κι έτσι θα σας ξαναβρούμε, δε θα ξαναχωριστούμε.

Κι αν ο Θεός, αχ! αγάπες μας! 160 δε μας γλιτώσει απ’ τη ζωή, της συμφοράς την αλοή θε να γλυκάνουμ’ άμοιρες, μέσα σ’ άλλο κοιμητήρι… Καλογριές στο μοναστήρι.

ΧΟΡΟΣ ΠΑΙΔΙΩΝ

165 Δεν παίζουμε παιγνίδια πλιο, και στα βιβλία, στο σχολειό ο νους μας δεν προσέχει, αλλού πετά και τρέχει.

Τρέχει σ’ εσάς, σ’ εσάς πετά, 170 και θαμπωμένος σας κοιτά, καλότυχοι, από τότε που είσθε στρατιώται.

Ένα παγνίδι απ’ τα πολλά μονάχα παίζουμε τρελά: 175 τον πόλεμο· κι αλήθεια, με τί καημό στα στήθια!

Τι να σας πούμε! δε μπορεί ν’ αλλάξουν ξάφνου οι καιροί, να γίνουμε μεγάλοι, 180 όπως εσείς οι άλλοι.

Και να μας πάρουν στο στρατό με το μουστάκι μας στριφτό και να μας πουν: «ελάτε! νά όπλα, και τραβάτε!»

185 Να βλέπατ’ όλοι εσείς ευθύς πώς θα πολέμαγε καθείς, να βλέπατε σεις όλοι πώς παίρνουνε την Πόλη!

Αχ! τώρα είμαστε παιδιά 190 με μιαν ελπίδα στην καρδιά· πως γλήγορα σαν άλλοι θα γίνουμε μεγάλοι.

Σαν ήταν οι παλιοί καιροί, οι Σπαρτιάται οι μικροί 195 μες σε χορό πιασμένοι εψέλναν θαρρεμένοι.

Κι εμείς σάς λέμε θαρρετοί ό,τι τραγούδαγαν αυτοί: «Θα γίνουν τα παιδιά σας 200 πολύ καλύτερά σας!»

Οκτώβρης 1885