Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Χριστούγεννα
Α΄Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει! Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο! Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ’βλεπαν το φωτεινό του δρόμο, 5 κι από τη ζήλια θα ’τρεμαν… Αστέρι, σε ποιά χώρα του απεράντου σ’ ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα; Η παντοδύναμη Φθορά μην έσβησε το φως σου; Ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ σαν το Χριστό σου; Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας; 10 Για όλα τ’ άστρ’ αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας… Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θά μπουν, θαρρώ πως οι ακτίνες σου μες στην ψυχή μου λάμπουν. Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι, οπού στην κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει! Β΄15 Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει! Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα, γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα! Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει, 20 και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει. Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδελφές, κοπέλες με κουβεντούλες άσωστες γλυκιές γλυκιές, δυο τρέλες, ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου. 25 και να σ’ αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία, των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία… Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει! Γ΄Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, 30 την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι! Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του, το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του, να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι, κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι, 35 να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία, να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της πώς εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της, όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο, 40 της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο… Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι! |