Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Η λίμνη του Μεσολογγιού
Σα σε βλέπω πάντα να ’σαι δίχως κύμ’ αγριωπό, να γελάς και να κοιμάσαι, λίμνη, σ’ αγαπώ. 5 Με το γλήγορο πριάρι, νύχτα, δειλινό, πρωί, μες στη γαλανή σου χάρη νιώθω μόνο τη ζωή. Μες στο ζωντανό σου αγέρι 10 πὄχει αρμύρας ευωδιά νιώθω μόνο σαν ξεφτέρι μες στα στήθια την καρδιά. Πριν βραδιάσ’ είμ’ εδώ πέρα, είμαι, ο ήλιος πριν να βγει, 15 «Έχε γεια» να πω στη μέρα, «Καλώς ήρθες» στην αυγή. Τί χαρά, τί καλοσύνη, όταν η αυγή χυθεί, όταν η ημέρα σβήνει, 20 όταν η νυχτιά απλωθεί· όταν το βαρύ σταλίκι μες στα χέρια μου κρατώ, κι απ’ τα ρήχη κι απ’ τα φύκη περνώ σπρώχνοντας μ’ αυτό, 25 κι έναν ήχο εκείνο βγάνει, ένα γέλιο απ’ τα νερά, που φλογέρα δεν το φτάνει και πουλί δεν το περά. Μοναχά για σένα έχω 30 προκοπή θαλασσινή, ούτε θέλω αλλού να τρέχω με βαρκούλα, με πανί. Η ψυχή μου αναγαλλιάζει ντροπαλή στα ντροπαλά, 35 όσο φεύγει και τρομάζει τα πελάγη τα τρελά. Δίνει λύπες και φαρμάκια, κι είν’ η θάλασσα κακιά, συ ποτέ δεν έχεις κάκια 40 κι είσαι πάντοτε γλυκιά. Σα σε βλέπω πάντα να ’σαι δίχως κύμα αγριωπό, να γελάς και να κοιμάσαι, λίμνη, σ’ αγαπώ! 45 Σ’ αγαπώ γιατί αφήνει η θωριά σου μες στο νου του δικαίου τη γαλήνη και τη λάμψη τ’ ουρανού. Γιατί βλέπω τους δικούς μου 50 μέσα εις σε κυματισμούς, και τους πλέον τρυφερούς μου ψιθυρίζεις στοχασμούς. Γιατί σα να σφιχτοζούμε, γλύκα εσύ κι εγώ καρδιά· 55 γιατί εμπρός σ’ εσέ θυμούμαι τα παντοτινά παιδιά, που οι λύπες και τα χρόνια δεν τ’ αλλάζουνε σταλιά, και βυζαίνουν, λες, αιώνια 60 σε μανούλας αγκαλιά. Κι αν αγάπη τρέφω κι άλλη της δικής σου συντροφιά, κι είναι για παιδούλας κάλλη, για νεράιδας ζωγραφιά, 65 είναι η κόρη με τα νάζια, είν’ η πεταχτή μου Ανθώ· μες στη νύχτα τη γαλάζια, στο φεγγάρι το ξανθό, σε μια βάρκα τριγυρνάει 70 μ’ άλλες έμορφες μαζί, και για σένα τραγουδάει και μ’ εσένα, λίμνη, ζει. Μες στο γλήγορο πριάρι τη γρικώ, καρδιοχτυπώ, 75 και για χάρη σου τη χάρη που σε χαίρετ’ αγαπώ. Κόρη αυτή δεν είν’ για μένα κι εμορφάδ’ ανθρωπινή, της πνοής σου είναι γέννα, 80 νύφη σ’ είναι γαλανή. Σα σε βλέπω πάντα να ’σαι δίχως κύμα αγριωπό, να γελάς και να κοιμάσαι, λίμνη, σ’ αγαπώ. 85 Τα διαμάντια της η δύση και σ’ εσένα τα φορεί· μια φορά σ’ έχει στολίσει φορεσιά πιο λαμπερή! Από αίμα ήταν όλη, 90 τιμημένη, διαλεχτή, καμωμένη με το βόλι και με το σπαθί πλεχτή. Τα νησάκια του μικρούλια τ’ αγκαλιάζεις τρυφερά, 95 μάνα εσύ, θαλασσοπούλια που τους λείπουν τα φτερά. Όμως μπρος στον Τούρκο ανάψαν, όρνια εγίναν φτερωτά, και τον φάγαν και τον θάψαν 100 μέσα στα νεράκια αυτά. Κλείσοβα όποιος κράζει, Νίκη ο αντίλαλος θα πει· χύνει ακόμα φως και φρίκη του Τζαβέλα η αστραπή. 105 Της πατρίδος κολυμπήθρα μια φορά έχεις γενεί, κι έχει ώς κι η αρμυρήθρα των νερών σου η ταπεινή να παινεύεται κι εκείνη 110 πως την ύστερη στιγμή γράφτηκ’ ύστερα να γίνει της παλικαριάς ψωμί. Λίμνη μ’ αποκοιμισμένη, δίχως κύμ’ αγριωπό, 115 τουρκοφάγα δοξασμένη, λίμνη, σ’ αγαπώ! Στο βασίλειό σου επάνω βασιλιά ζωή περνώ, και μου φαίνετ’, αν πεθάνω, 120 το στοιχειό σου θα γενώ. Και θα φαίνομαι τα βράδια, απ’ τις άλλες μακριά, πιο κρυφή μες στα σκοτάδια, πιο τρεμουλιαστή πριά. 125 Κι όποιονε ψαρά αντικρίζω στα δικά μου τα νερά, με ψαράκια θα γεμίζω τη γαΐτα του ψαρά. Κι όποια κόρη συντυχαίνω 130 στο φεγγάρι το λαμπρό, θα της έχω φυλαγμένο έναν άξιο γαμπρό. Και θα βρίσκομ’ ολοένα, χίλια να σκορπώ καλά, 135 με τα χρόνια τα παρθένα, με τα νιάτα τα τρελά, με τις ανοιχτές κοπέλες με τα ντροπαλά παιδιά· γλέντι’, αγάπες, γέλια, τρέλες, 140 θα ’χω πάντα συνοδειά. Και θα βλέπω πάντα να ’σαι δίχως κύμ’ αγριωπό, να γελάς και να κοιμάσαι, και θα σ’ αγαπώ! Αύγουστος 1884
|