Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Μήνες
ΜΑΡΤΙΟΣΡοδίζ’ η πρώτη του Μάρτη μέρα, και στο παιδάκι της η μητέρα γελώντας πάει: «Με μάρτη έρχομαι το λαιμό σου 5(α΄) να στεφανώσω· σαν άγγελός σου θα σε φυλάει. » Από χρυσάφι, προτού να φέξει, με τί φροντίδα τον έχω πλέξει για σε, χρυσό μου! 10(α΄) Με κάθε χρώμα τον έχω ντύσει, ουράνιο τόξο, που θα στολίσει τον ουρανό μου. » Αρχίζει ο ήλιος σαν πρώτα πάλι να τρέχει ελεύθερος στην αγκάλη 15(α΄) γαλάζιου αιθέρα. Λιώνουν τα χιόνια, κι όσ’ απομένουν άσχημα νέφη, κι αυτά εμορφαίνουν μέρα τη μέρα. » Αρχίζει ο ήλιος σαν πρώτα πάλι 20(α΄) να ξετρυπώνει αγάλι ’γάλι τα λουλουδάκια δειλά κρυμμένα μέσα στο χώμα· κι ύστερ’ απ’ τ’ άνθη, φροντίζει ακόμα για τα παιδάκια. 25(α΄) »Κι όποιο παιδάκι με μάρτη βλέπει, χρυσή στα χρόνια τ’ απλώνει σκέπη, το καμαρώνει· γιατί του Μάρτη η αλυσίδα μάνας χεράκι, μάνας φροντίδα 30(α΄) του φανερώνει. » Και όποιο πάλι το ιδεί να τρέχει δίχως στεφάνι Μαρτιού να έχει, δεν τ’ αγαπάει· κακό, παλιόπαιδο το νομίζει, 35(α΄) ακούς, παιδί μου; και το μαυρίζει και τ’ αρρωστάει. » Μα το δικό σου σαν αγναντέψει, θα σ’ αγαπήσει, θα σε χαϊδέψει όσο κανένα. 40(α΄) Κι η ίδια ακτίνα του θα φιλήσει το πιο ωραίο που θα γεννήσει άνθος, κι εσένα! » Ο Μάρτης θεία είν’ ευλογία! Σα χελιδόνι η ευτυχία 45(α΄) στα σπίτια μπαίνει· και η υγεία σα μαϊστράλι στο γαλανόλευκο περιγιάλι μας ανασταίνει. » Αυτός, μ’ αγγέλου φτερά κινάει 50(α΄) και το Χριστό της πρωτομηνάει στην Παναγία· και στην πατρίδα, επαναστάτης, ο Μάρτης έφερε τη γλυκιά της Ελευθερία. 55(α΄) » Νά· του σπιτιού μας το χελιδόνι εις την παλιά του φωλιά σιμώνει, και σε ζητάει. Πρόβαλε, δέξου το… Στο λαιμό σου Πώς μοιάζει ο μάρτης! σαν άγγελός σου 60(α΄) θα σε φυλάει». Μάρτιος 1882 *
ΜΑΪΟΣΟ Απρίλης ξανθός, αρχοντιά φημισμένη, ζαχαρένια θωριά, ο Απρίλης πεθαίνει· και ο Μάης απάνου του γέρνει, χαροκόπος λεβέντης, μα δίχως μυαλά, 5(β΄) και του φρόνιμου Απρίλη τα μάτια σφαλά, και τα πλούτη του παίρνει. Ο Απρίλης σωρούς θησαυρούς και καλούδια, τί πουλιά, τί νερά, τί δροσιές, τί λουλούδια στα παλάτια τα πράσιν’ αφήνει! 10(β΄) Κι απ’ την ίδια στιγμή και απ’ την πρώτη βραδιά νά ο Μάης· αλύπητα δίχως καρδιά τα ξοδεύει, τα χύνει. Με τ’ αηδόνια καλεί τη χαρά και τη χάρη· όπου νιότη, παιδί, λυγερή, παλικάρι, 15(β΄) όπου φτώχεια, όπου πλούτος γελάει, του γλυκού μηνυτή καταφτάν’ η λαλιά· η ζωή με ολάνοιχτη τρέχει αγκαλιά στο τραπέζι του Μάη. Της αυγούλας το φως πολυέλαιον έχουν, 20(β΄) τραγουδούν κι αγαπούν και θερίζουν και τρέχουν. Στ’ αποφάγια, σαν πρόβαλ’ η μέρα, φεύγ’ η νιότη χορτάτη και φεύγ’ η ζωή, στις αγάπες η χάρ’, η χαρά στη βοή, το παιδί στη μητέρα! 25(β΄) «—Το στεφάνι που βλέπεις, αυτό το στεφάνι απ’ τα πλούτη του Μάη εγώ το ’χω κάνει, μητερούλα με λούλουδα χίλια. Ταπεινά κι ακριβά, είναι μία χαρά. Πώς ταιριάζουνε, κοίτα, ζαμπάκια χλωρά 30(β΄) με φτωχά χαμομήλια. Όλα τ’ άνθη, μητέρα, δεν είν’ αδερφάκια; Σε γαστρούλες και κήπους, αγρούς και ρυάκια, μια δροσιά, και μικρά και μεγάλα; Να πονώ τα φτωχά δε μου είπες εσύ; 35(β΄) Όλα τα ’θελα· τ’ άλλ’ απ’ αγάπη χρυσή, από έλεος τ’ άλλα. Ποιό παιδί σαν εμέ τέτοια έχει μανούλα; Τίνος άλλου ανθοί έχουν τέτοια δροσούλα; Τέτοια χάρη και μύρο και χρώμα; 40(β΄) Στου σπιτιού μας την πόρτα θ’ ανθεί κρεμαστό ώς την άλλη χρονιά που θ’ αλλάξω κι αυτό με καλύτερ’ ακόμα». «—Ω παιδί μ’, ο Θεός ένα άλλο στεφάνι στη μεγάλη μικρή σου καρδιά έχει βάνει 45(β΄) από άλλου Μαγιού ωραιότητα. Μοσχομύριστο πάντα κι ολόλευκ’ ανθεί, μα σαν γείρει ξερό δε μπορεί ν’ αλλαχθεί. Και το λεν αθωότητα». Μάιος 188[2] *
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣΜέσ’ από μια ροδακινιά ξανθή ο Αύγουστος τις χάρες του σκορπίζει, σαν το χλωρό ροδάκινο μυρίζει, σαν το χλωρό ροδάκινο ανθεί· 5(γ΄) καρποβολούν στο διάβα του οι κάμποι, το κύμ’ ανατριχιάζ’, η νύχτα λάμπει. Στη γη πατεί το πόδι, και λευκά κι αρχοντικά τα κρίνα θε ν’ ανοίξουν· τα χέρια του στα κλήματα θα γγίξουν 10(γ΄) και σα ματάκια μαύρα ηδονικά, σα νά ειναι κεχριμπάρια, ή κόρης χείλια, γυαλίζουν μες στ’ αμπέλια τα σταφύλια. Γλιστρά το φύσημά του στα νερά, και νά τα μαϊστράλια τα δροσάτα 15(γ΄) τα πρώτα του φθινόπωρου μαντάτα μας φέρνουν στα γαλάζια των φτερά. Απ’ τ’ Αλωνάρη τις φωτιές ψημένη η γη τον λαχταρεί, και ξανασαίνει. Τον βλέπει το Φεγγάρι από ψηλά 20(γ΄) και το χτυπούν του Έρωτα οι σαΐτες, και μ’ όλα του τα κάλλη, τους μαγνήτες, στολίζεται και σειέται και γελά, και παίρνει ακόμ’ απ’ τ’ άστρα, και από κείνα, κάθε γλυκιά τρεμουλιασμένη ακτίνα. 25(γ΄) Στ’ Αυγούστου το φεγγάρι έναν καιρό νυχτέρευαν σ’ αυλές και παραθύρια οι λυγερές με πούλιες και τιρτίρια κεντώντας ακριβών προικιών σωρό. Γι’ αυτό ’χουν τα παλιά κεντίδια χάρη 30(γ΄) σαν να τοις μένει κάτι από φεγγάρι. Στ’ Αυγούστου το φεγγάρι με μαλλιά σγουρόξανθα στην πόρτ’ ακουμπισμένη μια κόρη τον καλό της περιμένει… Τ’ άστρο κι η κόρη μια φεγγοβολιά 35(γ΄) σκορπίζουνε· μια γνώμη λες πως κλειούνε, και με τον ίδιο πόνο αγαπούνε. Αύγουστος 1883;
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣΗ μητερούλα στον κόρφο της κοιμίζει το ακριβό της το μόνο της παιδί· έξω με χιόνια Δεκέμβρης τριγυρίζει, κι αυτή το σφίγγει και, σα να τραγουδεί, 5(δ΄) σιγομιλάει με γέλιο και τρεμούλα η μητερούλα: «Άγιε Νικόλα, που ξέγνοιαστα χτενίζεις τ’ άσπρα σου γένια ψηλά στον ουρανό, και πέφτουν κάτου σωρός και μας χιονίζεις, 10(δ΄) μη το κρυώσεις, λυπήσου τ’ ορφανό. Λαμπάδα τρέχω σ’ εσέ ν’ ανάψω κιόλα, Άγιε Νικόλα! »Νά ο Χριστός σου γεννιέται σε λιγάκι που αγαπάει, μικρό μου, τα παιδιά. 15(δ΄) Ζεστό σού φέρνει καινούριο φουστανάκι και την ευχή του πιστή σου συνοδειά. Κοιμήσου τώρα, και θά ’ρθει στ’ όνειρό σου· νά ο Χριστός σου! » Κι αφού μας φύγει, δε μας ξεχνά· θ’ αφήσει 20(δ΄) στον αϊ-Βασίλη για σέ παραγγελιά χίλια παιγνίδια λαμπρά να σου χαρίσει, και ζαχαράτα και χάιδια και φιλιά. Με τη χαρά σου η χάρη του θα σμίγει κι αφού μας φύγει! 25(δ΄) » Τί θα μου μένει, αν γράφθη μαύρη μέρα για να το χάσω από την αγκαλιά; Χωρίς παιδάκι τί είναι η μητέρα, χωρίς πουλάκι τί θέλει κι η φωλιά; Αν της πετάξει, ας πέσει χαλασμένη… 30(δ΄) Τί θα μου μένει!» Δεκέμβριος 1881 *
|