Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Η γέννησις της κόρης
Α΄Επέρασαν στη χώρα τα μεσάνυχτα, μα ούτ’ εφάνη ακόμα γαλανή αυγή, ο ουρανός με χίλια μάτια ολάνοιχτα, με όνειρα χιλιάδες κοιμισμέν’ η γη. 5 Μονάχα ένα σπίτι μες στα σκοτεινά φως χύνει εδώ κι εκείθε γλυκοθώρατο, γιατί μια μάνα κρύβει που κοιλοπονά, τον άγγελο της γέννας κρύβει αόρατο. Ο άντρας, καρφωτός στο προσκεφάλι της, 10 λεβέντης, σπίθες μάτια, βροντερή φωνή, τώρα κρατεί σα μάνα το κεφάλι της, και τρέμει κι είν’ εμπρός της ήμερο αρνί. Της γέννας ο αγώνας κι οι παραδαρμοί τον σβήνουνε, του δίνουν όψη άρρωστου, 15 μπροστά του βλέπει μόνο τρυφερό κορμί οπού αυτός ο ίδιος είν’ ο Χάρος του… Μα σε λιγάκι φεύγει ο νους του στα ’ργανα, στο γλέντι, στο τραγούδι που θα σκορπισθεί μέσα στο σπίτι, όταν μες στα σπάργανα 20 του φέρουν έν’ αγόρι να γλυκασπασθεί. Το σπίτι τί βαφτίσια χαρωπά θα ιδεί, και τί φιλιά και χάιδια η λεχώνα του! Σε φιλντισένια κούνια θα το τραγουδεί, θα το κρατεί χορεύοντας στο γόνα του. 25 Θ’ ανάψει μια λαμπάδα ώς το μπόι του, θα τρέξει να χρυσώσει όλο το Χριστό για το πρωτάκριβό του που το σόι του ποιός ξέρει μην το κάμει μια φορά ακουστό. Ψιλή φωνή σκορπιέται μες στη σκοτεινιά… 30 Τελείωσε το πιο βαθύ μυστήριο· τί κόσμος! να σκοτώνεις με χαρά, φονιά, και να γεννάς, μητέρα, με μαρτύριο! Αλλά πού είν’ οι φωνές και τα τρεχάματα, και της χαράς, του γέλιου, πού είν’ η αστραπή; 35 Τη λευτεριά της μάνας βρέχουν κλάματα, κι ο άνδρας γέρνει δίχως τίποτε να πει. Μονάχ’ απ’ το καντήλι φως ασθενικό ένα φιλάκι στέλνει στο νιογέννητο… Του κάκου· αναστενάζουν, είναι θηλυκό; 40 Κι ας είν’ αφράτο, ωραίο, ηλιογέννητο. Το θλιβερό το δέξιμο σα να ’νιωσε, αρχίζει το μωρό ένα παράπονο, και λέει με τις κλάψες πως μετάνιωσε που ήρθε σ’ έναν κόσμο τόσον άπονο. Β΄45 Δεν είσαι του σπιτιού μας το καμάρωμα, η μέλισσα δεν είσαι η εργατική; Και τίνος λουλουδιού δεν κλεις το άρωμα, και τίνος κελαδήματος τη μουσική; Γιατί τ’ αστέρια της χαράς μας σβήνονται, 50 όταν γεννιέσαι, κόρη, σαν αυγής δροσιά, και τα χαμόγελά σου πρωτοχύνονται, σα νεκροκέρια, γύρω σε απελπισιά; Γιατί; — Γιατί στης κόρης πάντα το πλευρό βάσκανα μάτια παραστέκουν μύρια· 55 σα δράκοι του παραμυθιού το θησαυρό, την τριγυρνούν κατήφοροι, μαρτύρια. Γιατί τ’ αγόρια σαν τους βράχους στέκουνε στ’ αγριεμένο κύμα της κακομοιριάς, μα τρισαλιά στην κόρη, όταν τη μπλέκουνε, 60 σαν τη βαρκούλα, κύμα και τρελοβοριάς. Γιατί, σαν απομείνει έρμη κι ορφανή, και ποιός θα τη φυλάξει απ’ τα πλανέματα; Γιατί το κοριτσάκι τί θε να γενεί του ψεύτη όταν πιστέψει τα παινέματα; 65 Δε χάνετ’ ο λεβέντης μες στις συμφορές, λίγο ψωμί αν θέλει, κάπου θα βρεθεί· αλλά η κόρ’ η άμοιρη πόσες φορές για νά βρει το ψωμάκι πρέπει να χαθεί… Στην ώρα του το λούλουδο αν δεν κοφτεί, 70 ύστερ’ από κανένα δε ματιάζεται· κι η κόρη στον ανθό της σα δεν παντρευτεί, μαραζωμένη, ανώφελη γωνιάζεται… Ε! μια φορά εζούσαμε καλύτερα, με του Θεού τη χάρη τρέχαμεν εμπρός, 75 άνοιγ’ η μοίρα σε μιαν ώρ’ αρχύτερα, ρωτούσε την καρδιά του κι έπερν’ ο γαμπρός. Μα τώρα σα χαμένος στέκει στα καρφιά και πέφτει και πουλιέται για τα χρήματα, γελά τη φρονιμάδα και την εμορφιά 80 μπροστά στα προικισμένα νεροπλύματα. Κι οϊμένα! στην πατρίδα τη φτωχούλα μας δε δίνουμε χρυσάφι για προικιό εμείς. Δεν έχουμ’ άλλο πλούτο και τρεμούλα μας από τη διαμαντένια πέτρα της τιμής. 85 Γι’ αυτό μάς πιάνει λύπη, δάκρυα, βουβαμός, αν είναι κόρη του Θεού το χάρισμα. Δεν είν’ τυφλό συνήθειο, άγριος καημός, είναι καρδιάς προφητικό σπαρτάρισμα! Αύγουστος 1883 *
|