Χλωροί γύρω σου οι κήποι,
κι αν ορθό, δέντρο, εσύ,
του χειμώνα είν’ οι χτύποι
στο γυμνό σου κορμί.
5 Κι αν τ’ αγέρι σε αγγίζει,
δεν ταράζει σε πια·
το πουλάκι δε χτίζει
στ’ άδεια κλώνια φωλιά.
Μόνο η μαύρη σου φλούδα
10 κάπου κάπου από μια
βιαστική πεταλούδα
λευκοφέρνει· έτσι αχνά
και στ’ αγέλαστο αχείλι,
του χαμόγελου αυγή,
15 έτσι αχνά θ’ ανατείλει
και γοργά θα σβηστεί.
Α! κι ας είστε, ανθοκλάδια,
του ματιού μια γιορτή!
Στα κλαδιά χτίζει τ’ άδεια
20 τη φωλιά μια ψυχή.
Κι ας μην ψέλνετε, αηδόνια,
μέσα στ’ άδεια κλαδιά.
Τα γυμνά λιγνοκλώνια,
σάμπως χέρια απλωτά,
25 και κρατούνε λαμπάδες
για βουβές προσευκές·
και χωρίς πρασινάδες
και χωρίς φυλλωσιές
στην κορφή σου όντας φτάνει
30 του Κυρ Ήλιου η ματιά,
της ταιριάζει, στεφάνι
γύρω σ’ άγιου θωριά.
Χωρίς φούντωμα, δίχως
άνθος, χλόισμα, καρπό,
35 κάθε κλώνος σου στίχος
τραγουδιού π’ αγαπώ.
Πας πιο πέρα απ’ τη φύση,
κι ως να πήρες εσύ
απ’ της τέχνης τη βρύση
40 μια ζωή μυστική.
Στου χειμώνα τον τάφο
δε θα γείρεις, γραφτό
σαν απ’ άξιο ζωγράφο,
ζεις με νόημα σοφό.
45 Ας μην έχεις το χρώμα,
του κορμιού σου γυμνού
πλούσιο ντύμα, κι ακόμα
σα χαρά μεθυσιού,
ας μην έχεις το χρώμα
50 που είναι θάμπος και βιος·
πας πιο πέρα απ’ το χώμα,
του ασκητή λογισμός.
Αν το χρώμα σού λείπει,
αρχοντιά σου η γραμμή·
55 και οι χλωρόντυτοι κήποι
γύρω σου όχλοι, κι αυτοί.
|