Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή πέμπτη
[XV]
Εις Σούλι
α΄
Φυσάει σφοδρός ο αέρας, και το δάσος κυμαίνεται της Σελλαιίδος· φθάνουσι μακράν εδώ, όπου κάθομαι, 5 μουσικά μέτρα. β΄
Αφροντίστων ποιμένων στίχοι δεν είναι, ή γάμου, ή πανηγυριζόντων νέων γυναικών και ανθρώπων, 10 μήτε ιερέων. γ΄
Άλλη λαμπρά πανήγυρις την σήμερον εορτάζεται εις την Ελλάδα· ο άγγελος χορεύει του πολέμου· 15 δάφνας μοιράζει. δ΄
Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι, βουνά του τετραχώρου, από σας καταβαίνουσι πολλοί και δυνατοί 20 αδάμαστοι άνδρες. ε΄
Κάθε χέρι, κλαδί· κάθε κεφάλι φέρνει στέφανον· από βράχον πηδάουν εις βράχον ψάλλοντες 25 πολέμιον άσμα. ς΄
«Μακράν και σκοτεινήν ζωήν τα παλικάρια μισούν· όνομα αθάνατον θέλουν και τάφον έντιμον 30 αντίς διά στρώμα.» ζ΄
Ούτως εβόουν· συμφώνως τ’ άρματά τους εβρόνταον και τ’ άντρα… — Ω δεν ακούω πλέον παρά τον άνεμον 35 και τους χειμάρρους. — η΄
Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε ω στρατιώτα· ειπέ μου, και ας μη σε κυνηγήσει βόλι του εχθρού, πού υπήγαν 40 οι σύντροφοί σου;— θ΄
«Λείπει ο καιρός. Αν έχεις ελαφρά τα ποδάρια, και στήθος, ακολούθα με· τρέξε και συ μ’ εμένα· 45 μας φεύγει η ώρα.»— ι΄
Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι τώρα υπό τα πατήματα συχνά, φεύγουν οπίσω 50 σπήλαια και δένδρα. ια΄
Των ποταμών πλατέα νερά, βαθέα λαγκάδια, έρημα μονοπάτια, δάση, βουνά, χωράφια, 55 φεύγουν οπίσω. ιβ΄
Ιδού το Καρπενήσι· αυτού από τα ψηλώματα, όπου αναμένω, βλέπω κρυπτόν στεφανωμένων 60 σύνταγμα ηρώων. ιγ΄
Και αντίκρυ τα αναθρέμματα του Οσμάν με δίχως τάξιν, πλην χιλιάδας, χιλιάδας βλέπω συγκεχυμένων 65 πεζών και ιππέων. ιδ΄
Ως εις χώραν εορτάζουσαν συντρέχει μεν ο κόσμος πολύς, κλαγγάς δε οργάνων, φωνάς δε ανδρών χαιρόντων 70 ακούεις και κρότον. ιε΄
Ούτω και εις το στρατόπεδον των βαρβάρων ακούεις κραυγάς, τύμπανα, κτύπους· όμως ατρέμα ο θάνατος 75 στέκων τους βλέπει. ις΄
Ωστόσον της ημέρας το φως εγίνηκ’ άφαντον· τους ουρανούς σκεπάζει το φοβερόν σου κάλυμμα 80 ιερά νύκτα. ιζ΄
Μητέρα φρονημάτων υψηλών, συνεργέ ψυχών τολμηροτάτων, νύκτα ουρανία και σύγχρονε 85 δικαιοσύνης. ιη΄
Συχνά από σε παιδεύονται λαοί άφρονες, άσωτοι· συχνά και των τυράννων αλλάζεις την χρυσήν 90 ζώνην εις στάκτην. ιθ΄
Τώρα εδώ το πυκνότερον σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος άνθρωπον ας μη βλέπει, ας μη ξανοίγει μάτι 95 χείρα οπλισμένην. κ΄
Το πνεύμα ταραγμένον των εχθρών της πατρίδος μου ας πλάσσει φοβερούς γίγαντας, και ας φαντάζεται 100 παντού μαχαίρας. κα΄
Ακούω, ακούω τον θόρυβον ως αρχομένης μάχης· κουφοβροντάει τοιούτως, ότε επάνω εις τους βράχους 105 ρίχνεται η θάλασσα. κβ΄
Δάσος βοάει τοιούτως, οπότε από τα σύγνεφα σκληρώς το δέρνει ο άνεμος· ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν 110 εις τον αέρα. κγ΄
Νά, των σπαθιών ο κρότος προδήλως τώρα ακούεται· νά, πέφτουν ως ουράνιαι βρονταί, πολλά, απροσδόκητα 115 βόλια θανάτου. κδ΄
Νά, πανταχού σηκώνονται ομού και των νικώντων, και των νενικημένων οι φωναί, τρομερή 120 φρικτή αρμονία. κε΄
Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε φύλακες των δικαίων, της Σελλαιίδος σώσατε τα τέκνα και τον Μπότσαρην 125 διά την Ελλάδα. κς΄
Έπαυσ’ η μάχη ολότελα, αναχωρεί και η νύκτα· ιδού που τ’ άστρα αχνύζουσι, και οι καθαροί λευκαίνονται 130 αιθέριοι κάμποι. κζ΄
Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη, περνάουν απ’ έμπροσθέν μου των ψυχών οι χιλιάδες· τα χέρια των ακόμα 135 στάζουσιν αίμα. κη΄
Άνομοι, τον σταυρόν εχθρόν επήραν· και άγγελος τους οδηγεί· εις το πρόσωπον του λάμπει η καταδίκη, 140 ρομφαία στο χέρι. κθ΄
Ιδού ανά δεκάδας, πετάουν και των Ελλήνων τα πνεύματα ελαφρά· αστράπτουν ως οι ακτίνες 145 του πρώτου ηλίου. λ΄
Φέρνει σταυρόν και βάια ο πτερωμένος άγγελος που τους ηγεμονεύει· ψάλλοντες αναβαίνουσιν 150 υπέρ τα νέφη. λα΄
Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε· την αρετήν σας άμποτε να μιμηθώ εις τον κόσμον, και να φέρω την λύραν μου 155 με σας να ψάλλω. |