Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή πέμπτη
[XV]
Εις Σούλι

α΄

Φυσάει σφοδρός ο αέρας, και το δάσος κυμαίνεται της Σελλαιίδος· φθάνουσι μακράν εδώ, όπου κάθομαι, 5 μουσικά μέτρα.

β΄

Αφροντίστων ποιμένων στίχοι δεν είναι, ή γάμου, ή πανηγυριζόντων νέων γυναικών και ανθρώπων, 10 μήτε ιερέων.

γ΄

Άλλη λαμπρά πανήγυρις την σήμερον εορτάζεται εις την Ελλάδα· ο άγγελος χορεύει του πολέμου· 15 δάφνας μοιράζει.

δ΄

Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι, βουνά του τετραχώρου, από σας καταβαίνουσι πολλοί και δυνατοί 20 αδάμαστοι άνδρες.

ε΄

Κάθε χέρι, κλαδί· κάθε κεφάλι φέρνει στέφανον· από βράχον πηδάουν εις βράχον ψάλλοντες 25 πολέμιον άσμα.

ς΄

«Μακράν και σκοτεινήν ζωήν τα παλικάρια μισούν· όνομα αθάνατον θέλουν και τάφον έντιμον 30 αντίς διά στρώμα.»

ζ΄

Ούτως εβόουν· συμφώνως τ’ άρματά τους εβρόνταον και τ’ άντρα… — Ω δεν ακούω πλέον παρά τον άνεμον 35 και τους χειμάρρους. —

η΄

Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε ω στρατιώτα· ειπέ μου, και ας μη σε κυνηγήσει βόλι του εχθρού, πού υπήγαν 40 οι σύντροφοί σου;—

θ΄

«Λείπει ο καιρός. Αν έχεις ελαφρά τα ποδάρια, και στήθος, ακολούθα με· τρέξε και συ μ’ εμένα· 45 μας φεύγει η ώρα.»—

ι΄

Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι τώρα υπό τα πατήματα συχνά, φεύγουν οπίσω 50 σπήλαια και δένδρα.

ια΄

Των ποταμών πλατέα νερά, βαθέα λαγκάδια, έρημα μονοπάτια, δάση, βουνά, χωράφια, 55 φεύγουν οπίσω.

ιβ΄

Ιδού το Καρπενήσι· αυτού από τα ψηλώματα, όπου αναμένω, βλέπω κρυπτόν στεφανωμένων 60 σύνταγμα ηρώων.

ιγ΄

Και αντίκρυ τα αναθρέμματα του Οσμάν με δίχως τάξιν, πλην χιλιάδας, χιλιάδας βλέπω συγκεχυμένων 65 πεζών και ιππέων.

ιδ΄

Ως εις χώραν εορτάζουσαν συντρέχει μεν ο κόσμος πολύς, κλαγγάς δε οργάνων, φωνάς δε ανδρών χαιρόντων 70 ακούεις και κρότον.

ιε΄

Ούτω και εις το στρατόπεδον των βαρβάρων ακούεις κραυγάς, τύμπανα, κτύπους· όμως ατρέμα ο θάνατος 75 στέκων τους βλέπει.

ις΄

Ωστόσον της ημέρας το φως εγίνηκ’ άφαντον· τους ουρανούς σκεπάζει το φοβερόν σου κάλυμμα 80 ιερά νύκτα.

ιζ΄

Μητέρα φρονημάτων υψηλών, συνεργέ ψυχών τολμηροτάτων, νύκτα ουρανία και σύγχρονε 85 δικαιοσύνης.

ιη΄

Συχνά από σε παιδεύονται λαοί άφρονες, άσωτοι· συχνά και των τυράννων αλλάζεις την χρυσήν 90 ζώνην εις στάκτην.

ιθ΄

Τώρα εδώ το πυκνότερον σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος άνθρωπον ας μη βλέπει, ας μη ξανοίγει μάτι 95 χείρα οπλισμένην.

κ΄

Το πνεύμα ταραγμένον των εχθρών της πατρίδος μου ας πλάσσει φοβερούς γίγαντας, και ας φαντάζεται 100 παντού μαχαίρας.

κα΄

Ακούω, ακούω τον θόρυβον ως αρχομένης μάχης· κουφοβροντάει τοιούτως, ότε επάνω εις τους βράχους 105 ρίχνεται η θάλασσα.

κβ΄

Δάσος βοάει τοιούτως, οπότε από τα σύγνεφα σκληρώς το δέρνει ο άνεμος· ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν 110 εις τον αέρα.

κγ΄

Νά, των σπαθιών ο κρότος προδήλως τώρα ακούεται· νά, πέφτουν ως ουράνιαι βρονταί, πολλά, απροσδόκητα 115 βόλια θανάτου.

κδ΄

Νά, πανταχού σηκώνονται ομού και των νικώντων, και των νενικημένων οι φωναί, τρομερή 120 φρικτή αρμονία.

κε΄

Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε φύλακες των δικαίων, της Σελλαιίδος σώσατε τα τέκνα και τον Μπότσαρην 125 διά την Ελλάδα.

κς΄

Έπαυσ’ η μάχη ολότελα, αναχωρεί και η νύκτα· ιδού που τ’ άστρα αχνύζουσι, και οι καθαροί λευκαίνονται 130 αιθέριοι κάμποι.

κζ΄

Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη, περνάουν απ’ έμπροσθέν μου των ψυχών οι χιλιάδες· τα χέρια των ακόμα 135 στάζουσιν αίμα.

κη΄

Άνομοι, τον σταυρόν εχθρόν επήραν· και άγγελος τους οδηγεί· εις το πρόσωπον του λάμπει η καταδίκη, 140 ρομφαία στο χέρι.

κθ΄

Ιδού ανά δεκάδας, πετάουν και των Ελλήνων τα πνεύματα ελαφρά· αστράπτουν ως οι ακτίνες 145 του πρώτου ηλίου.

λ΄

Φέρνει σταυρόν και βάια ο πτερωμένος άγγελος που τους ηγεμονεύει· ψάλλοντες αναβαίνουσιν 150 υπέρ τα νέφη.

λα΄

Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε· την αρετήν σας άμποτε να μιμηθώ εις τον κόσμον, και να φέρω την λύραν μου 155 με σας να ψάλλω.