Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή πέμπτη [V]
Εις Μούσας
α΄
Τας χορδάς ας αλλάξομεν ω χρυσόν δώρον, χάρμα Λητογενέος μέγα· τας χορδάς ας αλλάξομεν 5 ιόνιος λύρα. β΄
Άλλα σύρματα δότε ζεφυρόποδες Χάριτες· και σεις επί το ξύλον μελίφρονον, υακίνθινον 10 βάλετε στέμμα. γ΄
Τας πτέρυγας απλώνει ως τ’ όρνεον του Διός, και υψώνεται το μέτρον έως τον ουράνιον κήπον 15 των Πιερίδων. δ΄
Χαίρετε ω κόραι, χαίρετε φωναί οπού τα δείπνα των Ολυμπίων πλουτίζετε με χορών ευφροσύνας 20 κι εύρυθμον μέλος. ε΄
Σεις τα αιθέρια νεύρα της φόρμιγγος κροτείτε, και τα θηρία, και τ’ άλση χάνονται από το πρόσωπον 25 της γης πλατείας. ς΄
Όπου τρέμουσιν άπειρα τα φώτα της νυκτός, εκεί υψηλά πλατύνεται ο γαλαξίας και χύνει 30 δρόσου σταγόνας. ζ΄
Το ποτόν καθαρόν θεραπεύει τα φύλλα, κι όπου άφησε το χόρτον ευρίσκει ρόδα ο ήλιος 35 και μυρωδίαν. η΄
Ούτω υπό τους δακτύλους σας η ελικώνιος λύρα τρέμει, και τ’ άνθη αμάραντα της αρετής γεμίζουσι 40 πάσαν καρδίαν. θ΄
Όχι πατέρες, τύραννοι· όχι άνθρωποι και τέκνα, αλλά δειλά και αναίσθητα ποίμνια τον κύκλον ήθελον 45 τρέξειν του βίου· ι΄
Χείρες κεραυνοφόροι, μόνον νώτα υποφέροντα τας πληγάς· αν το δίκρανον του Παρνασσού λιγύφθογγον 50 σπήλαιον εσίγα. ια΄
Διά παντός μοιράσατε θείαι παρθένοι την δίκην· διά παντός χαρίσατε των ανθρώπων αισθήσεις 55 υψηλονόους. ιβ΄
Αφρίζουν τα ποτήρια της αδικίας, δυνάσται πολλοί και διψασμένοι ιδού τ’ αδράχνουν· γέμουσι 60 μέθης και φόνου. ιγ΄
Τώρα ναι τώρα αστράψατε ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε την πτερωτήν βροντήν, κατά σκοπόν βαρέσατε 65 μ’ εύστοχον χείρα. ιδ΄
Φυλάξατε τους ύμνους διά τους δικαίους· μόνον εις αυτούς την ειρήνην, και τους χρυσούς στεφάνους 70 εις αυτούς δότε. ιε΄
Ήτον ποτέ οι εννέα Ολύμπιαι φωναί εκεί οπού χορεύουσι της ημέρας οι κόραι 75 λαμπαδηφόροι. ις΄
Ήκουον μόνον οι κύκλοι των ουρανών, την σύμφωνον θεόπνευστον ωδήν, και τον αέρα ακίνητον 80 είχε η γαλήνη. ιζ΄
Αλλ’ ότε το μειδίασμα του θεού των ερώτων τον Κιθαιρώνα εσκέπασε με θύμον και με κλήματα 85 σταφυλοφόρα· ιη΄
Εκεί ο ρυθμός επέραστος καταβαίνων, το βλέμμα των γηγενέων δρακόντων εχάθη, ως τα χαράγματα 90 χάνεται ο ύπνος. ιθ΄
Του θεσπεσίου γέροντος ιερά κεφαλή· φωνή ευτυχής που ευφήμησας της κλεινής Αχαΐας 95 τ’ άριστα τέκνα. κ΄
Εσύ θαυμάσιε Όμηρε εξένισας τας Μούσας· και του Διός οι κόραι εις τα χείλη σου απέθηκαν 100 το πρώτον μέλι. κα΄
Εις τιμήν των θεών εφύτευσας την δάφνην· είδον πολλοί αιώνες το φυτόν ευθαλές 105 υπερακμάζον. κβ΄
Μέσα εις το θείον στέλεχος τί δεν εθησαυρίσατε τα σίμβλα αιωνίως; τί ω αόνιαι μέλισσαι 110 το παραιτείτε; κγ΄
Όταν εις την αθλίαν Ελλάδα από τα έσχατα της ερυθράς θαλάσσης των αραβίων πετάλων 115 ήλθεν ο κτύπος· κδ΄
Εκεί προς τα λουτρά όπου τας τρίχας πλύνουσι των φοιβηίων οι Ώραι, τότε δικαίως εφύγατε 120 ω Πιερίδες. κε΄
Και τώρα εις τέλος φέρετε την μακράν ξενιτείαν. Χρόνος χαράς επέστρεψε, και λάμπει τώρα ελεύθερον 125 το Δέλφιον όρος. κς΄
Ρέει καθαρόν το αργύριον της Ιπποκρήνης· κράζει, όχι τας ξένας, κράζει σήμερον η Ελλάς 130 τας θυγατέρας. κζ΄
Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω, και χαίρουσα πετάει πετά η ψυχή μου, ακούω των λυρών τα προοίμια, 135 ακούω τους ύμνους. |