Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή έκτη
[VI]
Εις Χίον
α΄
Ως ότε από το στόμα κρέμεται των θνητών αυλός λελυπημένος και η φωνή του με κόπον 5 τρέμουσα εκβαίνει· β΄
Ως μέσα εις τα πολύδενδρα δάση το βράδυ εισπνέει το τεθλιμμένον φύσημα μεσημβρινόν και φαίνεται 10 θρήνος ανθρώπων· γ΄
Εις τον ηρημωμένον αιγιαλόν της νήσου ούτω φέρνουν τα κύματα και το παράπονόν τους 15 οι Ωκεανίναι. δ΄
Τα γαλακτώδη μέλη των παρθένων της Χίου πλέον εσύ δεν ραντίζεις ω λαμπρόν του Αιγαίου 20 ιερόν ρεύμα. ε΄
Όταν τα στήθη αφίλητα, θρίαμβος των Χαρίτων, βράδυ και αυγήν εδρόσιζες εκαταφρόνεις τότε 25 τα ρόδα ηώα. ς΄
Τώρα χηρεύεις, τώρα τους βαρβάρους θαλάμους υπηρετούν, μιαίνονται τα κάλλη των παρθένων 30 θεοειδέων. ζ΄
Εκεί όπου η πανήγυρις των Μουσών της Ελλάδος άναπτε τα πυρά, και των ποδών εσήμαινε 35 τ’ άλυπον μέτρον· η΄
Υβριστικά, υπερήφανα τύμπανα ακούω· και βλέπω την Ναβαθαίαν· εις αίμα βαμμένη επί τους πύργους 40 αεροκινείται. θ΄
Θλίβει ο καπνός το διάστημα γαλάζιον των αέρων· ούτως εις την ομίχλην του θανάτου, μειδίασμα 45 πνίγεται νέον. ι΄
Πόσους ναούς που εδέχοντο τας πτερωτάς της πίστεως προσευχάς και τα δώρα· πόσους βλαστούς σοφίας, 50 πόσας ελπίδας· ια΄
Ε, πόσους πνέοντας έρωτα θαλάμους, τώρα η φλόγα βαρβάρως κατατρώγει· μισητόν ολοκαύτωμα 55 ενός τυράννου. ιβ΄
Στεναζούσης νυκτός και του βαθέος άδου τρομεραί θυγατέρες, εσάς φωνάζω, εσάς 60 τας Ερινύας. ιγ΄
Τί ακαίρως τα βασίλεια σκοτεινά κατοικείτε του ύπνου; ν’ αποσπάσετε τα δεσμά των ονείρων 65 τί αργοπορείτε; ιδ΄
Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον των μεγάλων πτερύγων φέρετ’ εδώ· κοιτάξατε, σκληράν σάς δείχνω κι άνανδρον 70 καρδίαν τυράννου. ιε΄
Τας λαμπάδας αυτού τινάξατε, αυτού ρίψατε βροχήν πεπυρωμένην, αυτού Ερινύες πετάξατε 75 χιλίας εχίδνας. ις΄
Ο μιαρός, την μάχαιραν… ανατριχιάζω… τρέμουσι τα δάκτυλά μου… μίαν προς μίαν εσύντριψα 80 τας χορδάς όλας. ιζ΄
Ω λαιμοί των αθώων παιδιών μας, ω πλευρά σεβάσμια των μητέρων, γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα 85 αθλίως βρεγμέναι! ιη΄
Εκδίκησιν ζητείτε; η φωνή σας ηκούσθη. Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι τους ληστάς δεν αφήνουν 90 ατιμωρήτους. ιθ΄
Αν φύγωσι το δρέπανον θανατηφόρον, φάρμακα επί τα χείλη ευρίσκουσι του υμεναίου, και δράκοντας 95 εις τα ποτήρια. κ΄
Οι φοίνικες ξηραίνονται της Ειλειθύιας· βαρύνεται επάνω εις την καρδιάν των το σκότος της νυκτός 100 ως πλάκα τάφου. κα΄
Όχι φως και χαράν, αμή φλογώδεις άκανθας βρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος, και η γη σχισμένη δίδει 105 αίματος βρύσεις. κβ΄
Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;.. τί λέγω;.. τιμωρίαν αληθινήν και μόνην, φρικτήν, οι μιαροί 110 έχουσιν άλλην. κγ΄
Την ένδειαν της γλυκείας γαλήνης των δικαίων.— Ας ερημώσει ο πόλεμος την Ελλάδα πριν εύρει 115 της Χίου την μοίραν. κδ΄
Όμως αν μιμηθεί το σκληρόν, την οργήν παμμίαρον των εχθρών της, ας γένει, ας γένει μίσημα 120 παντός του κόσμου. κε΄
Τί είπον!.. διασκορπίσατε άνεμοι τους δυσφήμους λόγους· ω των αγγέλων πάτερ και ανδρών, βοήθησον 125 συ την Ελλάδα! |