Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κώστας Βάρναλης (1884-1974)
© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος
Ο χορός του Πανός και της Οπώρας
Αψηλά, τραγούδι, ανέβα τώρα, που άνοιξεν η φλέβα του Θεού η αναβρυτή και κοκκίνισαν οι ρούγες 5 και του λογισμού οι φτερούγες απ’ το μαντικό πιοτί. Δέξιο χέρι ας ευτυχήσει ψηλοκρεμαστά να χύσει στο λαρύγγι τ’ ανοιχτό 10 το σπιθόβολο μοσχάτο που σαν περδικούλα κάτω πάει αργά κελαηδιστό. Στου χεριού μας το σκαφίδι πίνει της Υγείας το φίδι 15 και τον ήλιο τον καυτό με τα πράσινα φλουριά σου χαρωπά ξεκουλουριάσου, Στίχε, φίδι σερπετό… Νά! με το σγουρό του γένι 20 ο αδερφός ο Πάνας βγαίνει ίδρο στάζοντας λερό κι ερωτιάς αστροπελέκι στ’ ακροκέρατό του στέκει τ’ όρθιο και το σουβλερό. 25 Και ρεκάζοντας ανάρια, παίζουνε τα κουκουνάρια στο λαιμό του τον χοντρό και τα νυχοπόδαρά του αντηχάνε τη χαρά του 30 σε στουρνάρι αστραφτερό. Και στη φούχτα του, σα χιόνι της γλυκιάς Οπώρας λιώνει το χεράκι που ευωδά κι είναι των Ηλύσιων πύλη 35 του κορμιού της η καμπύλη που όλο πιότερο λυγά. Και στα μέλη τα χνουδάτα (κιτρολέιμονα γιομάτα και ροδάκινα σφιχτά) 40 των δασών βουητά φαντάζουν και πηγές που λαμπαδιάζουν απ’ τα ηλιοβολητά. Με κορμιά ζερβά γειρμένα και με χέρια ριζωμένα 45 ο ένας στ’ αλλουνού βαθιά αρχινάνε να σβουρίζουν και μαλλιά κι ουρά ανεμίζουν κόκκινα σαν τη φωτιά. Και σηκώνοντας το τράγιο 50 πόδι ορθό και πότε πλάγι’ ο τσομπανόθεος πεταχτά τη συντρόφισσα κυρά του με την άκρη του κεράτου στο βυζί τηνε κεντά. 55 Και τα στήθια του, όλο σκόνη, η αναπνιά του τα φουσκώνει σα φυσούνα που σφυρά κι η φλογέρα, ωσάν αηδόνι του Ιλισού, θερμό τούς δώνει 60 το ρυθμό της στα σφυρά… Α! Κι εμείς πὄχουμε βάψει μέσα στου κρασιού την άψη το ποδάρι που πετά, με τη νέα στροφή στα χείλη 65 ας περάσουμε σαν ήλιοι από τους Θεούς μπροστά! |