Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κώστας Βάρναλης (1884-1974)
© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος
[Τα τελώνια]
IΤ’ Όραμα διαλύθηκε ή ο πληγωμένος πέθανε, — το ίδιο κάνει. Έτσι κι αλλιώς κάθε όραμα διαλυέται, κάθε άνθρωπος πεθαίνει μια μέρα.Τώρα ούτε τετράβαθοι Ουρανοί ούτε αόρατος Πατέρας ούτε θεολάλητες Ιδέες. Μια γης κόκκινη και ξεροκαμένη βγήκε μέσ’ από τα σύννεφα ή τους καπνούς και κρεμάστηκε γαντζωμένη από τα νύχια ενός τεράστιου Όρνιου, που η ανάσα του, όσο κι η ασκήμια του, μολεύουν τον αέρα. Απλωμένο ανάμεσα στεριάς και πελάου με τα πολλά κεφάλια του και τις πολλές μασέλες βυζαίνει και τρώει τα κορμιά των πεθαμένων και των ζωντανών. Ο Πόνος και το Μίσος των θυμάτων βογκούνε πνιμένα μέσα στα τάρταρα κάτου από μεγάλα βράχια ριζιμιά (τη Βία και το Ψέμα), χωρίς να μπορούνε ν’ ανεβούν ούτε στο φως της μέρας ούτε στο φως του λογικού. Γύρα στ’ Όρνιο ένα σωρό τελώνια, μικρά κι αστεία, (οι διανοούμενοι) κωλοπηδούνε ξεφωνίζοντας με τις στριγκές φωνές τους σα γλάροι, για να κάνουνε τον Αφέντη τους να γελάσει και να κοιμηθεί με βαθιά ρουχαλητά. Κι όταν αυτός ρέβεται και ξερνοφτύνει μερικά αμάσητα κομμάτια, τα τελώνια χιμούνε όλα μαζί και τα χάφτουνε στον αέρα, πριν πέσουνε στο χώμα. IIΚεριακή ανοιξιάτικη. Χαράματα.Στην πλατέα της Εκκλησιάς άντρες, γυναίκες, παιδιά έχουνε μαζευτεί με τα γιορτινά τους, για να εγκαινιάσουνε την καινούρια Καμπάνα. Όλοι τους είναι χαρούμενοι και πιωμένοι αποβραδίς. Πολλοί δεν έχουνε κοιμηθεί από τη χαρά τους. Γίνεται σιωπή. Ενώ ο ήλιος ανεβαίνει σαν αναμμένο τριαντάφυλλο, οι παπάδες βλογάνε και ραντίζουνε μ’ αγιασμό την Καμπάνα και το θαμπωμένο πλήθος. Ύστερις τα τελώνια, πονηρά κι υποψιάρικα, κάνουνε κύκλο γύρω της και την τραγουδάνε. Ω δεκοχτούρα μπρούντζινη σε φωλιά μαρμαρένια! Σ’ ανάβει ερωτικά του ηλιού το θάμα, παίρνεις απ’ την αιμάτινη βαφήν ώς τη μελένια χίλιες βαφές, καθ’ ώρα κι άλλο πράμα. 5 Σα χορταστείς, βαθιές γουλιές, μες στης Αλήθειας την Πηγή, διαλάλα την, που κάθε αστήθι, όσο κλεισμένο, να ραγεί. Εκεί ψηλά θωρείς την άγια του Πατέρα γνώμη στη βαθιά των ματιών του γαλανάδα. Πε μας, κι αν όλα χάνονται, μένουν αιώνιοι νόμοι 10 Θεός και Πατρίδα κι Αρετή, —Τριάδα!— απόλυτες κι ανάλλαγες δυνάμες, που χωρίς αρχή, χωρίς σωμόν, απ’ την παλιά στη νέα διαβαίνουνε ψυχή. Τα κύματά σου απανωτά, ο ένας αχός θ’ αρχίζει, ενώ οι στερνοί θα βόγκουν μακρυσμένοι. 15 Ο αχός με τον αντίλαλο δετός θε να τρεμίζει, σαν άλυσο στα ουράνια τεντωμένη: χίλια κρικέλια αγέρινα, μες στον αγέρα τον πυρό, της Μιας Ιδέας όψες πολλές, έρωτες χίλιοι σε χορό. Όταν σε γάμο Κεριακή βαράς, θε να σπαρτάρει 20 κι απ’ τα βιολιά γλυκότερ’ η λαλιά σου: «ο Αυγερινός παντρεύεται και παίρνει το Φεγγάρι! Νύφη, χρυσή ’ναι η βέρα κι η θελιά σου! Η φύτρα σας να ’ναι πολλή και να ’ν’ η γεια σας σιδερή, πέρ’ από πέλαα και βουνά να πάει η ράτσα, όσο μπορεί». 25 Κι όταν στην αστροθάλασσα θε να βουλιάζεις, Μάνα, ή θα ριγάς μες σε σκοτάδια πίσσα, θα ’ν’ η σιωπή σου πιο ηχερή και ξάγρυπνη καμπάνα: «Αγάπα ό,τι δικό, το ξένο μίσα! Μεγάλωνε απ’ τη ρίζα σου κι όπως αρκούδα στη φωλιά 30 βύζαινε της πατούσας σου τα πάχη, δόξα σου παλιά». Ο πόλεμος, ο πόλεμος, γιορτάσι για τη νιότη! Δε διάβηκε κάτου απ’ τα ουράνια τόξα άλλη πιο μεγαδύναμη κι αστραφτερή θεότη, σαν της Σφαγής και της Φωτιάς τη Δόξα. 35 Βάρα το μέγα μήνυμα: «Πολεμιστής γυρνά κι οι σκοτωμένοι πνέματ’ ακλουθάνε ζωντανά!» Ο θάνατος, ο θάνατος, πόσο γλυκός κι ωραίος στον κάμπο μέσα το λουλουδισμένο για Δικιοσύνη, Λευτεριά και ματωμένο Χρέος 40 —για το Χρυσάφι το γερά κλεισμένο!— Το θέλημά ’ναι της Ζωής, μέσα σε πτώματα σωρό βρύσες να θρέφει τα κλαριά του ο Δυνατός, δέντρο ιερό. Ατάραγη, ως σου πρέπεται, στα λεύτερα στοιχεία έξω καιρού και τόπου Ιδέα στάσου. 45 Να μη σε φτάν’ η ανθρώπινη και μάταιη δυστυχία— κοιτάς πολύ μακρύτερα μπροστά σου. Στους λίγους δόθηκεν η Γη, στα πλήθ’ οι Ουρανοί. Δεν είν’ αξιότερο αγαθόν απ’ την Υπομονή! |