Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κώστας Βάρναλης

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος

Ντροπή

[I. Δε ’ναι άξιο ν’ αντικρίσει…]

Δε ’ναι άξιο ν’ αντικρίσει το άγιο φως σου το μάτι χωρίς αίμα να δακρύσει θαρρώ πως θα χυθεί απ’ το μέτωπό σου ο κεραυνός τη γη που θα γκρεμίσει.

5(I) Αδάμ κι εγώ του πρώτου παραδείσου επρόδωκα το μοναχό Θεό μου και τρέμω την εικόνα της ψυχής σου που κύλησα στο απαίσιο βάραθρό μου.

Μπέρδεψα τα μαλλιά μου στα μαλλι’ άλλης 10(I) κι έτριξε το κορμί μου σ’ άλλης σώμα στη λύσσα της πιο άτιμης της πάλης·

σ’ άλλης τα χείλη άφηκα σημάδι μα στην καρδιά μου πιο βαθύ ακόμα κόκκινο κείνο, μαύρο ετούτο Άδη!

[II. Η φλόγα μες στις φλέβες μου…]

Η φλόγα μες στις φλέβες μου πηδάει και τη μορφή η χολή μου πρασινίζει η σπίθα του ματιού σε χαιρετάει να γένεται που χώμα αρχινίζει.

5(II) Θα σωριαστεί ο άνεμος του ολέθρου τα υπέρθεα ιδεώδη μου να πνίξει και στα γυμνά οστά ενός σκελέθρου ολόγυμνο τραγούδι θα σφυρίξει.

Μα συ πιο ευτυχισμένη από μένα 10(II) στο δρόμο σου θ’ αφήσεις ραντισμένο το ψέμα αφ’ τα ποτήρια τ’ αφρισμένα

το ψέμ’ απ’ τα υπέρκαλλά σου στήθια, που πάνω από το σπλάχνο το φρυμένο αιώνια θα καπνίζει σαν αλήθεια.

[III. Στ’ αλύγιστά σου στήθη…]

Σ.τ.Ε. Το σονέτο το συμπεριλαμβάνει αργότερα, με πολύ μικρές αλλαγές, ο Βάρναλης στις Κηρήθρες, και ο αναγνώστης θα τo βρει ενταγμένο εκεί στο ψηφιακό corpus (ως τέταρτο ποίημα της σειράς Τραγούδια του σκότους. Στη συνέχεια παρατίθεται εδώ αυτή η πρώτη μορφή, ενταγμένη στην ενότητα σονέτων κάτω από τον υπέρτιτλο Ντροπή, χωρίς ωστόσο να συμπεριλαμβάνεται στα αποτελέσματα αναζήτησης του συμφραστικού πίνακα.

Στ’ αλύγιστά σου στήθη που κανένα
μολυσμού δεν τα νότισεν αγέρι
που τα βλέπει κι τ’ ακούει ωριμασμένα
ο καθρέφτης σου μόνο και το χέρι

της παρθενιάς τα νέφη να χωρίσω
με δύναμη χίλιων χαλκών ασπίδων
απονήρευτος δράκος να φρουρήσω
τα μήλα τα χρυσά των Εσπερίδων.

Κι όταν κρεμάει δάκρυα το φεγγάρι
στο μοσκαναθρεμμένο ανθό του θύμου
στα δέντρα κυνηγώντας κάποια Χάρη

να σέρνουμαι… χωρίς να σου μιλάνε
τα χείλη, όπου τρέμει η ψυχή μου,
γλυκά την παρθενιά σου να φιλάνε!

[IV. Μακριά ’πό μένα στάσου…]

Μακριά ’πό μένα στάσου πέρα, πέρα μη τρέχεις μες στου χνότου σου να κλείσεις τη μυριοζωοδότειρ’ ατμοσφαίρα ένα πουλί προτού να το γνωρίσεις.

5(IV) Φοβούμαι μη σε σκιάξ’ η μοναξιά του, οπού την τρέμει ο ήλιος και την φεύγει, τα θρηναρά και άγρια μυστικά του που και ο αχός βουβαίνεται να λέγει.

Μη τρέμεις το περπάτημα της νύχτας 10(IV) με το κρυμμένο ψάλσιμο του γρύλου στα φύλλα τα λευκά της μαργαρίτας.

Αν όχι, τότε έλα πιο κοντά μου στη χιλιόχαρη τρέμουλα ενός φύλλου για σένα να μαδήσω τα φτερά μου.

[V. Ακούω να σε παινεύουν…]

Ακούω να σε παινεύουν χίλιοι ξένοι και η καρδιά για σε που αγκομαχάει χίλιες φορές στα στήθη μου πεθαίνει γιατ’ είμαι γω αυτός που σ’ αγαπάει,

5(V) σταλιά σταλιά που το φαρμάκι πίνει ’π’ τα φύλλα της καρδιάς σου τα κλεισμένα ο ουρανός στις ρεματιές δε χύνει δάκρυα τόσα, όσα γω για σένα.

Το μάτι σου ας θελήσει να τηράξει 10(V) της γης ένα σκουλήκι αποριμένο που πλέκει ένα παλάτι από μετάξι

χρυσή κει μέσα κλειώντας την ελπίδα μαζί σου να πετάξει δοξασμένο στο αιώνιο καλοκαίρι χρυσαλλίδα!

[VI. Θυμάσαι πόσο έτρεμαν…]

Θυμάσαι πόσο έτρεμαν τα χείλη σαν έπλεγαν στην άγια αναπνοή σου κι η ψυχή σαν λιπόφωτο καντήλι μες στο ναό επάλαιε της μορφής σου;

5(VI) Που η λαλιά τόσο σιγά εμηνούσε κομμένα τα εντός μου και το χέρι στο χέρι σου αράθυμο αν γλιστρούσε στον ουρανό λες γλίστρα’ έν’ αστέρι.

Τη[ν] πρώτη αγάπη πού[π]αμε ένα δείλι 10(VI) μα δε θυμάμαι πώς, ω λευκοφόρα, κι εδάκρυσε το μάτι και το χείλι·

κι ύστερα μια στιγμή σαν ένας αιώνας το πρώτο μου φιλί πήρες, μα τώρα δε μ’ αρκεί των χ[ε]ιλιών μας ο αρραβώνας!

[VII. Έλα σ’ εμέ…]

Έλα σ’ εμέ που δε μιλώ για χρήμα πὄχω χρόνια πολλά να σου χαρίσω και χέρια τη ζωή που έκαμαν θρύμα σένα για να μπορώ, αθώα, να κλείσω.

5(VII) Στ’ αχείλι τ’ απαλότατό μου έλα που τρίχες σουβλερές δεν ασχημαίνουν τους θολούς ρεμβασμούς να διώξ’ η τρέλα σε τραγούδια ποτέ που δε σωπαίνουν.

Έλα σ’ εμέ σ’ αμάραντα λουλούδια 10(VII) να κρυφτούμε και σε λίγο χρόνο γύρω να μας ζώσουν ολόξανθ’ αγγελούδια

να σου φωνάζουν πεταχτά «μητέρα» και όταν γέροι χάσουμε το μύρο εκείνα να μας φέρουν στον Πατέρα!

[VII. Δε μπόρεσα να μετρηθώ…]

Δε μπόρεσα να μετρηθώ σιμά σου σαν κλέφτης γω δειλός του λογισμού σου δε μ’ ενανούρισε η τρελή καρδιά σου σκεπασμένο απ’ το φως τ’ ανασασμού σου.

5(VIII) Στην άπειρη ευωχία των μαλλιών σου δε μέθυσε η ψυχή μου αφρισμένη και στο κύμα η απαλάμη των στηθιών σου δε βρέθηκε ποτές ναυαγισμένη.

Και όμως από στειρεμμένο βράχο 10(VIII) ράγισες ρέμα που άστραφτε απ’ τη[ν] πύρα ρέμα που άγριο πλήθαινε μονάχο

να σε πνίξει μ’ ορμή, παρθένα Φρύνη, μα και σε θείας λειτουργίας μύρα όλην την αμαρτία σου να πλύνει!

[IX. Σκύψε μέσα…]

Σκύψε μέσα στο ξωτικό καθρέφτη της μάγισσας που τον κρατεί απ’ τον ήλιο σ’ απάτητα πρινάρια, όπου δεν πέφτει το χρώμ’ από τ’ απέραντο βασίλειο.

5(IX) Και άφοβα στηρίζοντας το μάτι στον ήλιο που για πρώτα θε να δείξει να μπεις μες στο πανέμορφο παλάτι των μυστικών που η Μοίρα έχει σφαλίξει.

Τις καρδιές όπου έχει βασανίσεις 10(IX) για τη γλυκύτερη μορφή που εφάνη χώρια απ’ τα κορμιά να σεργιανίσεις

και μια θα δεις τριπλή στο μπόι να σπάει την ησυχία γύρω, μα της φτάνει που τρεις φορές περσότερο αγαπάει.

[X. Της ντροπής…]

Της ντροπής ας ξεσκίσουμε το δίχτυ και γυμνά ας δειχτούν τα πρόσωπά μας δε με σκιάζει τυφλό το μεσονύχτι σαν η αλήθεια φέγγει τη ματιά μας.

5(X) Το ό,τι έχω, μ’ από πού δε[ν] ξέρω, να στο μοιράσω ξέρω, ελπίδα μόνη, και με όλο το χινόπωρ’ οπού φέρω το χέρι μου στο χέρι σου ιδρώνει.

Πίστη δε βλέπω στ’ ουρανού το βάθος 10(X) και στα παραδαρμένα μπρος μου μάκρη κι ακόμη στο ακατάλυτό μου πάθος·

πατέρας μου, Θεός, πατρίδα εσύ ’σαι πρόσκαιρη χαρά κι αιώνιο δάκρυ, συ που φιλάρεσκη μόνο είσαι!

[XI. Σε λίγο φεγγαρόμορφη…]

Σε λίγο φεγγαρόμορφη θα γείρεις τη[ν] κόμη στο κρινόπλεχτο στεφάνι κι ό,τι ώς τώρ’ ανίδεο έχει σύρεις σε μια βραδιά θα ζήσει, θα πεθάνει.

5(XI) Χαρά Θεού στο φωτισμένο τζάμι γύρω στη ντροπή αλλαλάζ’ η μέθη… πετροβολώντας έξω ένα καλάμι ο άνεμος το υψώνει προς τα νέφη.

Για πείσμά σου κι εγώ πάω ν’ αλλάξω 10(XI) στο σπίτι μου στεφάνι ώς το φρύδι τη[ν] πιο άκαρδη αγκαλιά για να μαλάξω

όχι από βαρεμό, αλλά για χάρη του κόσμου· κι ό,τι γω δε θα ’χω ίδει θα έχει ιδωμένο ένα φκιάρι!